Το 1977 πήγα στο κελί του Γέροντα και έμεινα αρκετές μέρες. Έτυχε να είναι και η γιορτή του Τιμίου Σταυρού. Την παραμονή ο Γέροντας μου είπε ότι θα κάνουμε αγρυπνία. Από τις 4 το απόγευμα αρχίσαμε τον εσπερινό λέγοντας την ευχή με τον κομποσχοίνι.
Στις 6 με φώναξε και ήπιαμε ένα τσάι και αμέσως μετά ο καθένας στο κελί του προσευχότανε πάλι με το κομποσχοίνι. Στις 12 θα διαβάζαμε το μεσονυκτικό και την ακολουθία της Μεταλήψεως. Το βράδυ καθώς προσευχόμουν, άκουγα τον γέροντα, που κι εκείνος προσευχόταν, να πηγαίνει πάνω-κάτω και ν’ αναστενάζει.
Κάθε δυο ώρες χτυπούσε στον τοίχο. Τα μεσάνυχτα μπήκαμε στο εκκλησάκι για να διαβάσουμε τις ακολουθίες. Στον κανόνα της Μετάληψης ο γέροντας έλεγε, με πολύ πονεμένο τρόπο το "Υπεράγια Θεοτόκε σώσον ημάς".
Μόλις πήγα να πω το "Μαρία μήτηρ Θεού" όλα άλλαξαν μέσα στο εκκλησάκι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Φωτίστηκαν τα πάντα κι ένιωθες σαν να μπήκε ένας λεπτός αέρας. Το καντήλι της Παναγίας άρχισε να κινείται μόνο του. Υπήρχαν πέντε καντήλια στο τέμπλο και μόνο αυτό κουνιόταν.
Γύρισα προς τον γέροντα και μου έκανε νόημα να σιωπήσω. Αυτός έσκυψε κάτω κι εγώ κρατούσα το κερί. Το φως ήταν άπλετο. Σαν να είχε ξημερώσει. Σταματήσαμε την ακολουθία για μισή περίπου ώρα. Μετά άρχισα μόνος μου να διαβάζω, αφού ο γέροντας δεν μου έλεγε τίποτα. Σε λίγο το καντήλι σταμάτησε κι επανήλθε το σκοτάδι.
Το πρωί ρώτησα τον γέροντα να μου εξηγήσει τι είχε συμβεί και μου είπε: "Ξέρεις η Παναγία εδώ στο Άγιο Όρος περνάει απ’ όλα τα μοναστήρια και τα κελιά. Πέρασε κι από δω, είδε δυο παλαβούς και κούνησε το καντήλι της, για να μας δώσει σημείο ότι πέρασε".
Αυτά μου είπε ο γέροντας γελώντας.
Πηγή: Φίλοι Ιεράς Μονής Παναγίας Αμασγούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου