Μπορῶ νά μαρτυρήσω γιά τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητά του. Δέν ἦταν συνηθισμένος ἄνθρωπος. Ὅταν τόν σκέπτομαι, συχνά ἔρχεται στόν νοῦ μου ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ἴδε ἀγαθός Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι».
Ἦταν ἕνας ἀγαθός Ἰσραηλίτης, πού ἀνῆκε στόν Ἰσραήλ τῆς θείας Χάριτος... Προσωπικές ἀναμνήσεις Τήν ἀσθένεια καί γενικά τίς δύσκολες ὧρες στήν ζωή του τίς ἀντιμετώπιζε χωρίς γογγυσμό καί μεμψιμοιρία. Δέν τόν ἄκουσα ποτέ νά γογγύση.
Συγχρόνως ἔκανε καί κάτι παραπάνω, ὅπως θά φανῆ σέ μιά ἑπόμενη ἑνότητα ὅταν θά γίνη λόγος γιά τήν αὐτομεμψία, δηλαδή τά ἔπαιρνε ὅλα ἐπάνω του. Ὅταν στό Λονδίνο ἄρχισε νά ξυπνάη ἀπό τό κῶμα στό ὁποῖο εἶχε πέσει, λόγῳ τῆς αἱμοραγίας, ζήτησε μολύβι καί χαρτί καί ἔγραψε: «Τόσο καιρό μιλοῦσα γιά τήν ὑπομονή. Τώρα πρέπει νά τήν ἐφαρμόσω». Κάποτε τοῦ εἶπα: «Σεβασμιώτατε, κάνετε μεγάλη ὑπομονή». Ἀπάντησε: «Τί διδάσκαμε τόσα χρόνια;». Ἄλλοτε μοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ δέν φθάσαμε στόν Σταυρό δέν κάνουμε τίποτε. Δέν εἴμαστε τίποτε».
Μά καί ἡ ἀρρώστεια κατά τούς Πατέρας εἶναι σταυρός, τοῦ εἶπα. Εξαρτᾶται πῶς τήν ἀντιμετωπίζουμε, ἀπάντησε. Εσεῖς τήν ἀντιμετωπίζετε καλά, μέ πολλή ὑπομονή. Ὁ Θεός νά μοῦ δώση, εἶπε. Ἄλλοτε μοῦ εἶπε: «Μιλοῦσα γιά τούς μάρτυρες καί τήν ὑπομονή τους. Θά μοῦ πῆ ὁ Θεός. Δέν εὕρισκες, παιδί μου, ἄλλο θέμα νά μιλήσης;». Ὅμως, παρά τό ὅτι ἔλεγε αὐτά, ἔδειχνε μεγάλη ὑπομονή. Ὅπως σημείωσα, δέν βγῆκε ποτέ παράπονο ἀπό τό στόμα του, οὔτε διαμαρτυρήθηκε ποτέ στόν Θεό γι αὐτήν τήν ἀρρώστεια. Ἐμένα κάποτε τέτοιες σκέψεις μέ εἶχαν ταράξει.
Συγχρόνως ἔκανε καί κάτι παραπάνω, ὅπως θά φανῆ σέ μιά ἑπόμενη ἑνότητα ὅταν θά γίνη λόγος γιά τήν αὐτομεμψία, δηλαδή τά ἔπαιρνε ὅλα ἐπάνω του. Ὅταν στό Λονδίνο ἄρχισε νά ξυπνάη ἀπό τό κῶμα στό ὁποῖο εἶχε πέσει, λόγῳ τῆς αἱμοραγίας, ζήτησε μολύβι καί χαρτί καί ἔγραψε: «Τόσο καιρό μιλοῦσα γιά τήν ὑπομονή. Τώρα πρέπει νά τήν ἐφαρμόσω». Κάποτε τοῦ εἶπα: «Σεβασμιώτατε, κάνετε μεγάλη ὑπομονή». Ἀπάντησε: «Τί διδάσκαμε τόσα χρόνια;». Ἄλλοτε μοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ δέν φθάσαμε στόν Σταυρό δέν κάνουμε τίποτε. Δέν εἴμαστε τίποτε».
Μά καί ἡ ἀρρώστεια κατά τούς Πατέρας εἶναι σταυρός, τοῦ εἶπα. Εξαρτᾶται πῶς τήν ἀντιμετωπίζουμε, ἀπάντησε. Εσεῖς τήν ἀντιμετωπίζετε καλά, μέ πολλή ὑπομονή. Ὁ Θεός νά μοῦ δώση, εἶπε. Ἄλλοτε μοῦ εἶπε: «Μιλοῦσα γιά τούς μάρτυρες καί τήν ὑπομονή τους. Θά μοῦ πῆ ὁ Θεός. Δέν εὕρισκες, παιδί μου, ἄλλο θέμα νά μιλήσης;». Ὅμως, παρά τό ὅτι ἔλεγε αὐτά, ἔδειχνε μεγάλη ὑπομονή. Ὅπως σημείωσα, δέν βγῆκε ποτέ παράπονο ἀπό τό στόμα του, οὔτε διαμαρτυρήθηκε ποτέ στόν Θεό γι αὐτήν τήν ἀρρώστεια. Ἐμένα κάποτε τέτοιες σκέψεις μέ εἶχαν ταράξει.
Σκέφθηκα: «Γιατί Θεέ μου ἐπέτρεψες τήν ἀσθένεια αὐτή σ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, πού ποτέ στήν ζωή του δέν ἀδίκησε ἐνσυνειδήτως κανέναν;». Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τέτοιες σκέψεις. Δοξολογοῦσε τόν Θεό, ὑπέμεινε καρτερικά καί κάτι περισσότερο, χαιρόταν! Κάποτε μοῦ εἶπε: «Νά ἀνεβῆς σέ καμπαναριό καί νά φωνάξης, ὅτι ὁ πιό εὐτυχής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Καί ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσα ὅτι ὁ ἱερεύς τοῦ Νοσοκομείου μοῦ εἶπε νά λειτουργήσω καί νά μιλήσω καί τόν παρακάλεσα νά μοῦ πῆ τό θέμα τῆς ὁμιλίας, μοῦ εἶπε: «Νά μιλήσης γιά τήν χαρά καί ὅτι πρέπει νά χαιρόμαστε καί στό Νοσοκομεῖο, στήν ἀρρώστεια».
Ἐπίσης δέν εἶχε καμμιά προσωπική ἐπιθυμία. Ὅταν ὁ ἀδελφός του τόν ρωτοῦσε: «τί θέλεις νά σοῦ φέρω; Τί ἐπιθυμία ἔχεις; Θά σοῦ τήν ἱκανοποιήσω». Ἐκεῖνος δέν ἐξέφρασε καμμιά ἐπιθυμία. Ἔλεγε μάλιστα: «Ἡ τοῦ Καλλινίκου ἀσθένεια οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή».
Ἄφησα τελευταία νά γράψω μιά περίπτωση πολύ χαρακτηριστική, πού μέ ἔκανε νά συντριβῶ. Εἶχε πολλές μέρες συνέχεια, σχεδόν ἕνα μήνα, λόξυγγα καί βήχα μαζί. Ἐκεῖνος μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο, τοῦ λόξυγγα καί τοῦ βήχα, εὕρισκε ἕνα χρονικό σημεῖο καί ἔλεγε συνέχεια τό «Γενηθήτω τό θέλημά σου». Τό ἔλεγε μέ πολύ πόνο καί μέ δύναμη ψυχῆς.
Θυμᾶμαι μέ εἶχε συγκλονίσει αὐτό. Καί μέ ἔκανε μέσα στήν ἀσθένειά του νά τόν θαυμάζω καί νά θεωρῶ τόν ἑαυτό μου εὐλογημένο ἀλλά καί ἀνάξιο νά ἔχω τέτοιον ἅγιο Γέροντα. Ὅλα αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ἀπαθοῦς ἀνθρώπου. Γιατί ὁ ἐμπαθής, στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καί ὅταν ἀκόμη στρέφεται πρός τόν Θεό, ἀγανακτεῖ καί τά βάζει μαζί Του. Ὁ ἀπαθής δοξολογεῖ, εὐχαριστεῖ, εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, κάνει ὑπομονή καί δέχεται τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης δέν εἶχε καμμιά προσωπική ἐπιθυμία. Ὅταν ὁ ἀδελφός του τόν ρωτοῦσε: «τί θέλεις νά σοῦ φέρω; Τί ἐπιθυμία ἔχεις; Θά σοῦ τήν ἱκανοποιήσω». Ἐκεῖνος δέν ἐξέφρασε καμμιά ἐπιθυμία. Ἔλεγε μάλιστα: «Ἡ τοῦ Καλλινίκου ἀσθένεια οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή».
Ἄφησα τελευταία νά γράψω μιά περίπτωση πολύ χαρακτηριστική, πού μέ ἔκανε νά συντριβῶ. Εἶχε πολλές μέρες συνέχεια, σχεδόν ἕνα μήνα, λόξυγγα καί βήχα μαζί. Ἐκεῖνος μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο, τοῦ λόξυγγα καί τοῦ βήχα, εὕρισκε ἕνα χρονικό σημεῖο καί ἔλεγε συνέχεια τό «Γενηθήτω τό θέλημά σου». Τό ἔλεγε μέ πολύ πόνο καί μέ δύναμη ψυχῆς.
Θυμᾶμαι μέ εἶχε συγκλονίσει αὐτό. Καί μέ ἔκανε μέσα στήν ἀσθένειά του νά τόν θαυμάζω καί νά θεωρῶ τόν ἑαυτό μου εὐλογημένο ἀλλά καί ἀνάξιο νά ἔχω τέτοιον ἅγιο Γέροντα. Ὅλα αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ἀπαθοῦς ἀνθρώπου. Γιατί ὁ ἐμπαθής, στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καί ὅταν ἀκόμη στρέφεται πρός τόν Θεό, ἀγανακτεῖ καί τά βάζει μαζί Του. Ὁ ἀπαθής δοξολογεῖ, εὐχαριστεῖ, εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, κάνει ὑπομονή καί δέχεται τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Κόσμημα της Εκκλησίας», του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου