Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Ὁ νῦν ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης γιὰ τὸν Ἅγιο Πορφύριο (Α΄ ἐκπομπή)

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1977 ὁ Γέρων Πορφύριος ἐπισκέφθηκε γιὰ πέντε ἡμέρες τὴν Κρήτη. Ὁ τότε Μητροπολίτης Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου καὶ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Εἰρηναῖος ὀργάνωσε, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος, δύο ραδιοφωνικὲς ἐκπομπές, ποὺ ἔγιναν τὸν ἴδιο μήνα ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Χανίων. 
Ἕνα πνευματικὸ τέκνο τοῦ Γέροντος Πορφυρίου ἠχογράφησε τότε τὶς ἐκπομπὲς αὐτὲς καὶ μᾶς διέθεσε τὴν κασέτα εἰδικὰ γιὰ τὴν παρούσα δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
Δημοσιεύουμε ἀπομαγνητοφωνημένα τὰ κείμενα τῶν ραδιοφωνικῶν αὐτῶν ἐκπομπῶν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Εἰρηναίου καὶ
ὅλων τῶν συμμετασχόντων σ’ αύτήν – τοὺς ὁποίους καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ εὐχαριστοῦμε – τῶν ὁποίων δὲν ἀναφέρουμε τὰ ὀνόματα, ἐπειδὴ καὶ στὴν ἐκπομπὴ δὲν ἀνεφέρθησαν. Εἶναι γνωστό, ὅμως, ὅτι στὴν ἐκπομπὴ αὐτὴ συμμετέσχε ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Εἰρηναίου καὶ τῶν ἄλλων, τῶν ὁποίων δὲν ἀνεφέρθησαν τὰ ὀνόματα, καὶ ὁ ἀείμνηστος π. Ἐλευθέριος Καψωμένος.

Α΄ ΕΚΠΟΜΠΗ

Σεβ. κ. Εἰρηναῖος: Καλησπέρα. Ἡ ἐκπομπὴ θέλει νὰ ἔχει καὶ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούει καὶ νὰ μιλεῖ, νὰ ἐρωτᾶ καὶ νὰ ἐρωτᾶται, νὰ διαλέγεται καὶ νὰ εὐαισθητοποιεῖται. Ἔτσι, ἔχει καταπιαστεῖ, μέχρι σήμερα, μὲ θέματα, ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο καὶ μάλιστα τὸν νέο καὶ ἔχει μιλήσει μὲ συστηματικότητα γι’ αὐτά. Ταυτοχρόνως, ἡ ἐκπομπή μας θέλει νὰ σημειώνει μὲ πολλὴ εὐαισθησία γεγονότα ποὺ συμβαίνουν στὸν τόπο μας, νὰ τὰ βλέπει καὶ νὰ τὰ παρουσιάζει ἀπ’ τὴν σκοπιά της. Ἰδιαίτερα, ὅμως, ἀρέσει στὴν ἐκπομπὴ νὰ σημειώνει καὶ νὰ ἀξιο­λογεῖ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν ἀνθρώπων, ποὺ ἔρχονται – γιὰ πολὺ ἢ λίγο – καὶ τὸν τιμοῦν μὲ τὴν παρουσία των καὶ φέρνουν ἕνα μήνυμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους του.Ἔτσι σημειώσαμε, παλαιότερα, τὸ πέρασμα διαφόρων ἀνθρώπων, ξένων καὶ ντόπιων, καὶ καταστήσαμε τοὺς ἀκροατές μας κοινωνοὺς τῶν ἰδεῶν καὶ τοῦ ἔργου των.
Σήμερον ἔχουμε τὴν μεγάλη χαρὰ νὰ παρουσιάσωμε στοὺς ἀκροατὲς καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου ἕναν ἄνθρωπο, σεμνὸ καὶ ἅγιο κληρικό, τὸν Γέροντα πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη. Ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν διαφήμιση καὶ τὴν ἐπικαιρότητα, γιατὶ ἔζησε στὴν ἀφάνεια καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἀσκητοῦ καὶ δὲν ἐπεζήτησε ποτὲ προβολὴ καὶ δόξα. Ἐμεῖς θὰ μιλήσωμε σήμερα γιὰ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὰ Χανιά, τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ ἦθος του. Καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ τὸν τόπο καὶ γιὰ τοὺς ἀκροατές μας, μὲ τοὺς ὁποίους θέλουμε νὰ μοιραστοῦμε τὸ θάμβος, τὴν χαρά, τὴν πληρότητα, τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ψυχικὴ ἀνάταση, ποὺ νιώσαμε ἀπὸ τὴν ἐπαφή μας μαζί του. Πιστεύουμε ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ μὴ μιλήσωμε γι’ αὐτόν.
Ὁ Γέροντας πατὴρ Πορφύριος εἶναι μιὰ μορφὴ τοῦ σύγχρονου μοναχισμοῦ στὴν χώρα μας. Ἐγεννήθη εἰς τὴν Εὔβοια, μικρὸς πῆγε στὸ Ὄρος, ἔζησε καὶ χειροτονήθηκε κληρικός. Ὑπηρετεῖ τὸν πονεμένο ἄρρωστο ἄνθρωπο στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν καὶ διαμένει σὲ ἀπόμερο μέρος τῆς Πεντέλης, γνήσιος ἀσκητὴς καὶ σύγχρονος πνευματικὸς ὁδηγὸς χιλιάδων ψυχῶν, ὅλων τῶν τάξεων καὶ τῶν τάσεων. Στὰ Χανιὰ ἔμεινε αὐτὲς τὶς ἡμέρες, συνάντησε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ μίλησε μαζὶ των. Μιὰ ὁμάδα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς εἶναι μαζί μας σήμερα καὶ θὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὸν πατέρα Πορφύριο. Εὐχαριστῶ πολύ, ποὺ ἤρθατε στὴν ἐκπομπὴ καὶ θὰ ἤθελα νὰ παρακαλέσω νὰ μᾶς δώσετε κάποια ἀπ’ τὶς ἐντυπώσεις, ποὺ σᾶς ἔμειναν. Θὰ ἤθελα, λοιπόν, νὰ μᾶς πεῖτε πῶς εἴδατε ἐσεῖς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποιὰν ἐντύπωση σᾶς ἔκανε καὶ τί αἰσθανθήκατε εὑρισκόμενοι κοντά του.

Α΄ προσκεκλημένος: Ἔχω τὴν μεγάλη χαρά, τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία νὰ γνωρίζω τὸν πατέρα Πορφύριο ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια. Ἀπὸ τότε ὅμως καὶ μετὰ οὐδέποτε τὸν εἶχα συναντήσει, γιὰ νὰ τὸν δῶ χθὲς καὶ προχθές, ἐντελῶς συμπτωματικά. Προχθές, λοιπόν, τὸν εἶδα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, μὲ μιὰ παρέα πνευματικῶν ἀνθρώπων κι ἑνὸς ἁγίου κληρικοῦ ἀπ’ τὴν πόλη μας, στοὺς Τάφους τῶν Βενιζέλων. Παρ’ ὅλο ποὺ ἤτανε σούρουπο, δὲν μοῦ ἐστάθη καθόλου δύσκολο νὰ τὸν ἀναγνωρίσω κάτω ἀπὸ τὸν μάλλινο, πλεχτὸ σκοῦφο του. Δὲν θὰ ἦτο καθόλου ὑπερβολὴ νὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, ἔστω, ἐκεῖνο τὸ λίγο ποὺ φαινότανε, ὅπως φέγγουν τὰ λάματα ἑνὸς εἰκονογραφημένου ἁγίου. Ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν τὸ προσέξει τοῦτο ὁποιοσδήποτε.
Καὶ δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορά, ὅπως προεῖπα, ποὺ εἶχα μιὰ τέτοια ἐμπειρία. Εἶναι πράγματι μιὰ συρροὴ ἀντιθέσεων αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Λίγος στὸ ὕψος καὶ λιπόσαρκος, χωρὶς νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν γῆ, μπορεῖ νὰ μεσουρανεῖ ἀπὸ τώρα μὲ τὴν ἁγιότητά του. Στοὺς ἀδύνατους καὶ κουρασμένους ἀπὸ τὴν ζωὴ ὤμους του στέκεται ταπεινὸ ἕνα περήφανο καὶ κατάλευκο, ἀλλὰ φωτισμένο κεφάλι, ποὺ τόσο κόσμο, καθοδηγεῖ, ἁγιάζει, ξεκουράζει καί, γιατὶ ὄχι, γιατρεύει. Θυμᾶμαι τὸν Καθηγητὴ τῆς ἰατρικῆς Ἀλιβιζάτο, ποὺ τὸν βοηθοῦσε στὸ Ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν. Ὁ μεγάλος καὶ σοφὸς Καθηγητής, κάθε φορὰ ποὺ τοῦ ἔδιδε κάτι, ἔσκυβε καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι. Φιλοῦσε τὸ χέρι τοῦ μικρόσωμου, τοῦ ἀγράμματου, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, Γέροντα. Εἶναι ἡ παραδοχὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς πραγματικῆς σοφίας, τῆς σοφίας τῶν ἁγίων. Τί περίεργα πράγματα! Μέσα ἀπ’ τὴν ἑρμητικὰ κλειστὴ ζωή του ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες προβολές, ξεπήγασε ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἁγίου. Ὅπου κι ἂν βρίσκεται, πολλοί, μὰ πολλοὶ ἄνθρωποι, τρέχουν γύρω του, νὰ ἀκούσουν ρήματα ζωῆς, νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ τονωθοῦν, νὰ πάρουν ἁγιασμό. Κι αὐτός, ἀκούραστος, δίδει, δίδει, δίδει. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶχα παρομοιάσει μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, διότι ἔβλεπα ὅτι καὶ στὸ σῶμα ἐμοίαζαν καὶ στὴν ἁγιότητα καὶ στὸ χάρισμα. Νά, λοιπόν, πῶς τὸν εἶδα. Ὅπως πάντα. Μικρόσωμο, ἀλλὰ γίγαντα, ἀγράμματο, ἀλλὰ σοφό, ντυμένο στὰ μαῦρα του ράσα, ἀλλὰ φωτεινό, Γέροντα, ἀλλὰ μὲ παιδικὴ ψυχή, δοχεῖον τῆς Χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ ἀνεξάντλητο.

Β΄ προσκεκλημένος: Ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶναι μία ξεχωριστὴ μοναχικὴ προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς μας. Μιὰ μορφὴ ἀσκητική, ποὺ τὴν συνοδεύει πραγματικὰ ἡ λαμπρότητα τῆς θείας Χάριτος. Ἁπλός, ἤρεμος καὶ συγχρόνως ταπεινὸς στὸν χαιρετισμό του, κάνει τὸν καθένα νὰ μένει ἐκστατικὸς μπροστὰ σὲ μιὰ τέτοια μορφή. Τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖς νὰ σκεφτεῖς ἐκείνη τὴ στιγμή, εἶναι ὅτι, μέσα στὸ κομφούζιο καὶ στὴν ἀναστάτωση τῆς ζωῆς μας, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἅγιοι σὰν τὸν πατέρα Πορφύριο, ποὺ τὴν γαληνεύουν, τὴν ἐμψυχώνουν καὶ τὴν ἀνυψώνουν πρὸς τὸ καλύτερο.
Γ΄ προσκεκλημένος: Καὶ μένα θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ πατρὸς Πορφυρίου συνάντησα ἔμπρακτα τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Πολὺ ἐπίκαιρο γεγονός, νομίζω, γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴν ποὺ περνοῦμε, τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον λέει ὁ Ἅγιος Παῦλος ὅτι εἶναι «ὡς μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων». Ἔτσι τουλάχιστον φαίνεται ἐξωτερικὰ κι ἔτσι δείχνει στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ δὲν κάνει θόρυβο, κι ὅμως ἑλκύει τους ἀνθρώπους κοντά του. Δὲν λέει πολλά ∙ λέει λίγα πράγματα, κι αὐτὰ βγαλμένα μέσα ἀπὸ τὴν πράξη τῆς ζωῆς του. Μένεις ἐκστατικὸς μπροστά του. Στέκεσαι μπροστά του ἀμίλητος. Παίρνεις πολλά, μόνο νὰ τὸν βλέπεις. Κάνει ἐπίκαιρη τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἕνας μοναχὸς ἐξεδήλωσε σὲ μιὰ συνάντησή του μὲ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, τὸν μεγάλον αὐτὸν ἀσκητή. Ὅταν ἐκεῖνος (ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος) τοῦ εἶπε: «Γιατί, δὲν μιλᾶς; Δὲν ἔχεις νὰ πεῖς τίποτα; Νὰ ρωτήσης τίποτε;», ὁ μοναχὸς ὁ ἄλλος ἀπάντησε: «Πάτερ, ἀρκεῖ μοι τὸ βλέπειν σε» (Πατέρα, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μένα τὸ ὅτι σὲ βλέπω). Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν πατέρα Πορφύριο. Κάθε λόγος του εἶναι γεμάτος μὲ νέο νόημα, μὲ ἀλήθεια. Ἁπλὸς κι ὅμως πειστικός. Μιλάει ἔξω ἀπὸ σχήματα λόγου. Δὲν ξέρει, εἶπε ὁ ἴδιος, νὰ λέει ὡραῖα λόγια, γιατὶ δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα. Ὅποιος ὅμως ἔτυχε, εἶχε τὴν τύχη, νὰ συναντήση ἢ συνάντησε τὸν πατέρα Πορφύριο, μπορεῖ νὰ συμπληρώσει ὅτι ὁ Γέροντας ἐκεῖνος δὲν λέει μόνο ὡραῖα λόγια, ἀλλὰ λέει καλὰ λόγια. Εὐαγγελίζεται τὴν ἀλήθεια σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὸν συναντήσουν.

Σεβ. κ. Εἰρηναῖος: Τὸν εἶδα λευκό, πάλλευκο, ἁπλό, αἰθέριο, προσγειωμένο, καθόλου ξιπασμένο καὶ εὐσεβοφανή. Τόσο ἄνθρωπο, χαριτωμένο, ἀλλὰ μὲ τέτοια αἴσθηση τῆς ὑπερβατικότητάς του. Διερωτήθηκα, βλέποντάς τον, γοητευμένος, μὴν εἶναι ἄγγελος σαρκωμένος, γελαστὸς καὶ σοβαρὸς μαζί, πολὺ χαρούμενος καὶ σταυρωμένος, εὐκολοπλησίαστος καὶ ξεχωριστός. Ἀδύνατο νὰ τὸν περιγράψη κανεὶς σωστά. Κοντά του νιώθεις κάτι ἄλλο, κάτι ξένο καὶ πρωτόγνωρο. Τί εἶναι αὐτό, εἶναι δύσκολο νὰ προσδιορίσεις. Καταλαβαίνεις νὰ εἶσαι μ’ ἕνα ἄνθρωπο ἀληθινό, λυτρωμένο, ἐλεύθερο, νέο, στὰ γηρατειά του ἀγέραστο, φωτισμένο καὶ ἀγαθό. Μαζί του νιώθεις τὴν χαρὰ νὰ μένεις ὧρες, εἶναι σὰν νὰ εἶσαι μέσα στὴν αἰωνιότητα. Ὁ λόγος του, λόγος ἁγίου καὶ ἡ μορφή του γλυκιὰ κι ἀληθινή. Εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κληρικοῦ, τοῦ κληρικοῦ ποὺ ἔχουμε τόσο ἀνάγκη σήμερα, γιὰ ν’ ἀναπαύσει τὴν ψυχή, ν’ ἀνυψώσει τὸ φρόνημα καὶ νὰ στηρίζει στὶς κρίσιμες ὧρες. Ἔτσι τὸν εἶδα καὶ τὸν βλέπω κι ἀκόμη στὴν σκέψη μου καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ καὶ χαίρομαι ποὺ τὸν συνάντησα, ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Θὰ ἤθελα, ὅμως, στὴν συνέχεια νὰ ρωτήσω ἕνα ἄλλο ἐρώτημα. Ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἀκούσατε νὰ λέει, τί σημειώσατε ἰδιαιτέρως;

Β΄ προσκεκλημένος: Τὸν εἴδαμε πολὺ λίγο, ἢ μᾶλλον, πάρα πολὺ λίγο. Διότι μέσα στὸ πρωινὸ εἶχε συναντήσει, μιλήσει καὶ ἐξομολογήσει πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὁπότε, σεβόμενοι ἐμεῖς τὴν κόπωσή του, ἀρκεστήκαμε στὸ νὰ τὸν χαιρετήσουμε καὶ νὰ πάρουμε τὴν εὐχή του. Μαζί, ὅμως, μὲ τὴν εὐλογία του, μᾶς εἶπε τρία πράγματα, τρεῖς κουβέντες, ποὺ ἦταν ὑπεραρκετές, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί ἄνθρωπος εἶναι καὶ τί μπορεῖ ἐμεῖς νὰ γίνουμε. Μᾶς εἶπε: «Παιδιά μου, νὰ ἐξομολογῆστε συχνά, νὰ κοινωνεῖτε καὶ ν’ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀνθρώπους». Τίποτε ἄλλο. Ἀλλά, δὲν νομίζετε ὅτι αὐτὸ τὰ λέει ὅλα;

Σεβ. κ. Εἰρηναῖος: Εἴπατε προηγουμένως πὼς ὁ πατὴρ Πορφύριος μιλεῖ καὶ μιλεῖ εὔκολα καὶ ἀρκετά. Ἔχει μιὰ καταπληκτικὴ εὐφράδεια καὶ οἱ λέξεις του εἶναι πάντα ἀκριβεῖς. Ἀκούεις τὸν λόγο τοῦ πατρὸς Πορφυρίου καὶ βεβαιώνεσαι μὲ πολλὴ εὐκολία ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν φλυαρεῖ ∙ ὁ λόγος του εἶναι βαρύς, μεστός. Μιλεῖ σὰν τοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ φανερώσει πράγματα, νὰ ἐξηγήσει ἐμπειρίες του, νὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὄμορφη, καθολικὴ καὶ ἐπιβάλλεται εὔκολα, ἀβίαστα.
Ὁ πατὴρ Πορφύριος μιλεῖ ἀνεπιτήδευτα καὶ ἁπλά. Ξέρει τί λέει καὶ σὲ κερδίζει ἀμέσως. Νά, μερικὰ ἀπ’ ὅσα σημείωσα ἐγώ, μὲ ἰδιαίτερη χαρά μου, ἀπὸ ὅσα ἄκουσα ἀπ’ τὸ στόμα του: «Δὲν μπορεῖς νὰ σωθεῖς μόνος σου, ἂν δὲν σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος γιὰ ὁποιονδήποτε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τοὺς ἄλλους πρέπει ν’ ἀγαποῦμε, τὸν κόσμο, νὰ μὴ χαθεῖ κανείς. Αὐτὸ ἔχει ἀξία». »Δὲν φοβοῦμαι τὴν κόλαση καὶ δὲν σκέφτομαι τὸν παράδεισο. Ζητῶ μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ἐμένα. »Ἡ καρδιά μας πρέπει νὰ εἶναι γεμάτη ἀγάπη, ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δίδει δύναμη καὶ χάρη στὸν ἄνθρωπο. Ἡ γνώση εἶναι μετὰ τὴν ἀγάπη. »Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνας τρόπος γιὰ νὰ ἔρθει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν Θεό. Εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τίποτε καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτὴν τὴν ἀγάπη». Τὸν ἄκουσα νὰ μιλεῖ μὲ ἀγάπη γιὰ τὰ δέντρα καὶ ἐνδιαφέρον μεγάλο γιὰ τὰ πηγάδια καὶ τὰ νερὰ ποὺ ποτίζουν τὴν γῆ.

Γ΄ προσκεκλημένος: Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ προσδιορίσει ἀπόλυτα αὐτό, ποὺ θέλει νὰ πεῖ ὁ πατὴρ Πορφύριος στὴ συζήτησή του. Ὁ λόγος του ἔχει βάθος, γιατὶ εἶναι λόγος ζωῆς, ποὺ ἀποκαλύπτεται συνεχῶς, ξεχωριστὰ στὸν καθένα προσωπικά. Βρέθηκα σὲ μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχε ἀνοίξει πάνω στὸν τρόπο ζωῆς μας. Εἶπε τὰ ἑξῆς περίπου, ἀπ’ ὅ,τι ἐγὼ κατάλαβα: «Ἡ ζωή μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θέλημά μας. Ὅ,τι θέλουμε κι ὅπως θέλουμε μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Δὲν ὑπάρχουν ἐμπόδια οὔτε δυσκολίες, γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε. Ἀλλὰ οὔτε καὶ δικαιολογίες. Πρέπει νὰ ζοῦμε κατὰ Χριστὸν κι αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας σωστὸς τρόπος ζωῆς. Δὲν κινδυνεύει κανεὶς ἀπ’ τὴν νηστεία… Δὲν παθαίνουν τίποτα. Ξέρω πολὺ καλὰ ὅτι δὲν ἔχουν ἀρρωστήσει ποτέ». Ὁ ἴδιος προσωπικὰ εἶπε ὅτι αὐτὸ ἔχει ἀπὸ τὴν ζωή του ἀντιληφθεῖ. Ὅτι ἀρρωσταίνει κανεὶς ὅταν δένεται μὲ πρόσωπα καὶ μὲ πράγματα ∙ καὶ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶπε, μᾶς τὰ ἐπιβεβαίωσε ὅτι τὰ λέει, ἐπειδὴ τὰ ἔζησε ὁ ἴδιος.

Δ΄ προσκεκλημένος: Ἐγώ, δυστυχῶς, δὲν τὸν ἄκουσα ἐδῶ στὰ Χανιὰ νὰ ὁμιλεῖ, δὲν τὸν πέτυχα νὰ καθοδηγεῖ, δὲν χάρηκα τὶς πατερικές του κουβέντες. Κι ὅμως, δὲν εἶμαι παραπονεμένος. Ἡ ἁγία του μορφὴ λέει αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν τόσα πολλά. Μόνο ποὺ τὸν πλησίασα, ἔνιωσα τὶς ἀκτίνες του νὰ καλύπτουν ὅλο τὸ εἶναι μου. Ξέρει νὰ σαγηνεύει μὲ τὴν ὁμιλία του, ἀλλὰ ρητορεύει ἀφάνταστα σιωπῶν. Πραγματικά, μοσχοβολᾶ ἅγια ρήματα ∙ αὐτό, ἀκριβῶς, ποὺ χρειάζεται ἡ ἐποχή μας καὶ ἡ κάθε ἐποχή.

Σεβ. κ. Εἰρηναῖος: Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσωμε γιὰ χίλια πράγματα, ἀλλὰ μιά, ποὺ δὲν ἔχουμε τὸν χρόνο, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ρωτήσω, σήμερα, συμπερασματικά, τί νομίζετε ὅτι προσφέρει ἕνας μοναχός, σὰν αὐτόν, σήμερα στὸν κόσμο;

Γ΄ προσκεκλημένος: Τὸ τί προσφέρει ἕνας ἄνθρωπος σὰν τὸν πατέρα Πορφύριο εἶναι ὁπωσδήποτε δύσκολο νὰ τὸ προσδιορίσωμε. Γιατὶ ἄνθρωποι σὰν τὸν πατέρα Πορφύριο, συγκεκριμένα ἐδῶ ὁ πατὴρ Πορφύριος, δὲν προσφέρει ἕνα σύστημα, οὔτε καὶ κρατάει ἕνα κατάλογο συνταγῶν, τὸν ὁποῖο προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους, οὕτως ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε τί ἀκριβῶς προσφέρει. Αὐτό, ποὺ ζεῖ ἐκεῖνος ποὺ θὰ βρεθεῖ κοντὰ σ’ ἕνα χαρισματοῦχον ἄνθρωπο, σὰν τὸν πατέρα Πορφύριο, εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τὸ γέμισμα, εἶναι ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι, τὸ ξεκούρασμα καὶ ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἀπάντηση σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ ἄνθρωπος.

Σεβ. κ. Εἰρηναῖος: Εἶναι ἀδύνατο πράγματι νὰ προσδιορίσει κανεὶς τὴν προσφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου σὰν τὸν πατέρα Πορφύριο. Ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ βλέπει τὸν κόσμο ἕνα μέσα στὸ φῶς καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλους. Ἑνὸς ἀνθρώπου ὑγιοῦς καὶ αἰσιόδοξου, παρὰ τὴν ἡλικία του, χωρὶς συμπλέγματα καὶ προβλήματα, χωρὶς μέριμνα καὶ φόβους, χωρὶς ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ταπεινώνεται. Ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἄνθρωπος. Αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πῶς νὰ μετρήσεις τὴν προσφορὰ στὸν σημερινὸ κόσμο;

Β΄ ἐκπομπή

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη: «Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».
Πηγή: porphyrios.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου