Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Μια μητέρα διηγήθηκε ότι μετά τη βάπτιση της κόρης της, που ο όσιος Γεώργιος την ονόμασε Ιουλιανή, επειδή γεννήθηκε την ημέρα της μνήμης της αγίας, κάθονταν όλοι στην αυλή του μοναστηριού.
Η μητέρα είπε στον όσιο: «Πάτερ, σε όλους κάτι λες. Πες και σε μένα». Ο όσιος της είπε: «Αχ! Γιάβρουμ· τι να σου πω; Ο πατέρας σου θα έρθει στην πόρτα σου και θα τον γυρίσεις πίσω». Τότε ήταν η εποχή της κατοχής και της πείνας.
Νόμιζε πως όλους τους βοηθούσε κι έλεγε: «Αν δεν έχεις τίποτε, και μία χούφτα αλάτι να δώσεις· άνθρωπο να μη γυρίσεις πίσω».
Νόμιζε πως όλους τους βοηθούσε κι έλεγε: «Αν δεν έχεις τίποτε, και μία χούφτα αλάτι να δώσεις· άνθρωπο να μη γυρίσεις πίσω».
Πέρασαν από τότε δεκαπέντε χρόνια. Ήταν χειμώνας, παραμονές Χριστουγέννων. Πήγε στο δωμάτιό της και από το παράθυρο είδε ένα άνθρωπο ξυπόλυτο, που γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι. Κτύπησε και τη δική της πόρτα και της είπε: «Αν έχεις ένα ζευγάρι παπούτσια, δώσε μου». «Δεν έχω», του είπε και του έκλεισε την πόρτα. Η προφητεία του οσίου είχε εκπληρωθεί μετά δεκαπέντε χρόνια. Πήγε τότε στον όσιο και του το είπε και άκουσε: «Τι να σε κάνω; Ήρθε το καλό στην πόρτα σου και το έδιωξες».
=-=-=-=-=-=-=-=
Ένας νέος, τον οποίο είχε βαπτίσει ο όσιος Γέροντας, του πήγε φαγητό. Ο όσιος το δέχθηκε και του είπε: «Αυτοί που θα έλθουν τώρα, να μη τους αφήσεις να μπουν μέσα». Μετά από λίγο πήγαν τέσσερις άνδρες, οι οποίοι επίμονα ζητούσαν να τον δουν. Ο νέος δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην επιμονή τους και τους έβαλε στην εκκλησία να προσκυνήσουν, όπως του το ζήτησαν οι ίδιοι. Προσποιήθηκε πως ο όσιος ήταν ασθενής. Εκείνοι συνέχιζαν όμως να επιμένουν. Τότε του είπε ο όσιος: «Ας έλθουν, γιατί δεν πρόκειται να μας αφήσουν ήσυχους εύκολα».
Επρόκειτο για αστυφύλακες, που αναζητούσαν τον «δράκο της Θεσσαλονίκης», που εκρύβετο εκεί στην περιοχή, και είχαν πάει μ’ ένα χάρτη, να τους δείξει ο όσιος σε ποιο σημείο κρυβόταν. Ο όσιος τους είπε: «Ήλθατε σε μένα σαν να είμαι κανένας μάγος. Να φύγετε, δεν έχω να σας πω τίποτε». Στρεφόμενος κατόπιν προς τον νέο είπε: «Αυτοί δεν ήλθαν από πίστη». Άλλοτε του είπε ποιοι ακριβώς επισκέπτες θα πήγαιναν, από πού θα έρχονταν, τι θα ήθελαν και τι τους απασχολούσε. Πράγματι, όπως τα είχε πει ο όσιος, έτσι αργότερα εξακριβώθηκαν.
Στον ίδιο νέο είπε: «Τώρα που θα πας στη Δράμα, να περάσεις από το επισκοπείο και να δώσεις ένα χαρτί, για να γίνεις παπάς». Εκείνος αντέδρασε και είπε ότι δεν επιθυμεί να ιερωθεί. Ο όσιος επέμενε: «Δεν πειράζει, εσύ κάνε το χαρτί να βρίσκεται». Τελικά πείσθηκε και πήγε κι έκανε αίτηση. Όταν επέστρεψε σπίτι του, ο όσιος πήγε στον φράχτη του σπιτιού του και τον φώναξε. Έκανε τον αδιάφορο και είπε ότι δεν έκανε αυτό που του ζήτησε ο όσιος, ο οποίος με συγκίνηση τον αγκάλιασε, τον φίλησε κλαίγοντας και του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που πήγες. Έτσι έπρεπε. Εσύ θα γίνεις παπάς». Τότε δάκρυσε κι εκείνος. Έβλεπε πως δεν μπορούσε, όπως έλεγε, να κρυφτεί από τ’ άγρυπνα μάτια του οσίου, που τον παρακολουθούσαν σε κάθε του βήμα και σε κάθε στιγμή. Μετά από ένδεκα έτη, ο νέος Μητροπολίτης βρήκε την αίτησή του και το 1970 τον χειροτόνησε ιερέα στο μοναστήρι την ημέρα της πανηγύρεως, μαζί με την εγκατάσταση της νέας αδελφότητος υπό τη μακαριστή Γερόντισσα Ακυλίνα, όπως προφητικά πάλι το είχε πει ο όσιος πατήρ.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 151-3 (αποσπάσματα).
Πηγή: koinoniaorthodoxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου