Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος
Ο ιερός Χρυσόστομος ζώντας στην Αντιόχεια με τα χαλαρά ήθη προσπαθεί στις ομιλίες του να βοηθήσει τους χριστιανούς στον πνευματικό τους αγώνα, ιδιαίτερα στο κίνδυνο της απόγνωσης και αποθάρρυνσης που προερχόταν από την αδυναμία να αντισταθούν στους πειρασμούς και την πτώση στα πάθη.
Η απόγνωση και η απογοήτευση οδηγούσε τους πιστούς σε εγκατάλειψη της πνευματικής προσπάθειας και την απομάκρυνση από την Εκκλησία. Γι’ αυτό συμβουλεύει να ξεπεράσουν την ντροπή της ομολογίας των αμαρτιών στην εξομολόγηση: «…ένα μόνον ζητά ο Θεός από μας, να μην πέσουμε στην απόγνωση αλλά να απομακρυνθούμε από την αμαρτία και να τρέξουμε στην εξομολόγηση.
Αν το κάνουμε αυτό, υπόσχεται να μας δώσει γρήγορα τη συγχώρηση»[1]. «Για να απολαύσουμε και εμείς την φιλανθρωπία του, να μη ντρεπόμαστε να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματά μας γιατί είναι μεγάλη και πολλή η δύναμη της εξομολογήσεως»[2] «γιατί τίποτα δεν κάνει τόσο ελεήμονα τον Θεό, όσο το να ομολογούμε τα αμαρτήματά μας»[3].
Η ακαθαρσία που προκαλείται από την διάπραξη της αμαρτίας, σβήνεται με την εξομολόγηση, τα δάκρυα και την αληθινή μετάνοια[4]. «Ο Θεός δεν ξεχνά ποτέ, αλλά στη μέλλουσα κρίση όλα θα τα φανερώσει μπροστά στα μάτια μας, αν δεν φροντίσουμε να τα σβήσουμε με μετάνοια και εξομολόγηση»[5]. Μετά την κάθαρση αποκαθίσταται η κοινωνία με τον Θεό. Ο διάβολος αποτρέπει από το μυστήριο «γιατί γνωρίζει καλά ότι αν οι πιστοί με εγρήγορση προσέλθουν και εξομολογηθούν τα αμαρτήματα και με ολόθερμη ψυχή κλάψουν, φεύγουν αφού πάρουν την συγχώρηση»[6]. Τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου, «φεύγουν αφού πάρουν την συγχώρηση», προϋποθέτουν την ευχή της συγχωρήσεως από τον ιερέα που δέχθηκε την εξομολόγηση.
Πού γίνεται η εξομολόγηση; Ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει συνεχώς να προσέρχονται στην Εκκλησία που είναι το ιατρείο στο οποίο θεραπεύονται όλοι όσοι ομολογούν τις αμαρτίες τους. Η εξομολόγηση είναι μυστήριο αγιασμού και συγχωρήσεως και τα επιτίμια έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και όχι ποινή.
«Αμάρτησες; Πήγαινε στον ναό και σβήσε την αμαρτία σου. Όσες φορές και αν πέσεις τόσες φορές και να σηκωθείς. Πράγματι, όσες φορές και αν αμαρτήσεις μετανόησε για την αμαρτία. Μην απογοητευθείς. Και αν αμαρτήσεις για δεύτερη φορά μετανόησε και πάλι… και αν βρίσκεσαι σε βαθιά γεράματα και αμαρτήσεις μπες μέσα στον ναό και μετανόησε. Γιατί εδώ είναι ιατρείο και όχι δικαστήριο, δεν ζητά ευθύνες για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση γι’ αυτά. Πες μόνο στο Θεό την αμαρτία σου, «σε Σένα μόνο αμάρτησα…», και συγχωρείται η αμαρτία»[7]. Αν και ο Θεός γνωρίζει τα αμαρτήματα, είναι ανάγκη να τα εξομολογούμαστε και μάλιστα όχι γενικά και αόριστα αλλά με ακρίβεια και με λεπτομέρεια[8]. «Και γι’ αυτό θέλει ο Θεός να ομολογήσεις το αμάρτημα, όχι για να σε τιμωρήσει, αλλά να σε συγχωρήσει· όχι για να μάθει την αμαρτία – επειδή την γνωρίζει – αλλά για να μάθεις εσύ πόσο χρέος σου συγχωρεί… Αν δεν ομολογήσεις το μέγεθος του χρέους, δεν θα καταλάβεις την υπερβολή της χάριτος. Δεν σε αναγκάζω, λέει, να το πεις δημόσια με την παρουσία πολλών μαρτύρων. Πες σε μένα ιδιαιτέρως το αμάρτημα για να σου θεραπεύσω την πληγή και να σε απαλλάξω από τον πόνο»[9].
Η εξομολόγηση γίνεται «κατ’ ιδίαν», δηλ. όχι δημόσια, μπροστά σε άλλους, και ο ιερέας δεν κοινοποιεί όσους καταφεύγουν σ’ αυτόν. Η συγχώρηση γίνεται κρυφά και με διάκριση. Στο λόγο του ο ιερός Χρυσόστομος «Περί του ότι δεν πρέπει να γνωστοποιούμε τα αμαρτήματα των συνανθρώπων μας…»[10] αναφέρεται στη δύναμη του κηρύγματος που οδηγεί σε μετάνοια.
«Αυτούς που έρχονται, στο ιατρείο αυτό (τον ναό) εμείς δεν τους κοινολογούμε. Διότι όσοι πηγαίνουν στα εξωτερικά ιατρεία για σωματική θεραπεία, έχουν πολλούς που βλέπουν τις πληγές τους. Εδώ όμως δεν συμβαίνει έτσι, αλλά αν και βλέπουμε αναρίθμητους ασθενείς, τους θεραπεύουμε χωρίς να τους φανερώνουμε. Γιατί δεν οδηγούμε στο μέσον αυτούς που αμάρτησαν κοινοποιούντες έτσι τα αμαρτήματά τους, αλλά παραθέτουμε σ’ όλους κοινή διδασκαλία και την αφήνουμε στη συνείδηση των ακροατών, ώστε καθένας να πάρει το κατάλληλο φάρμακο από τα λεγόμενα για το ανάλογο τραύμα… Εξέρχεται λοιπόν φανερά ο λόγος και αφού εισδύσει μέσα στη συνείδηση του καθενός με μυστικό τρόπο, παρέχει τη δική του θεραπεία και πριν να γίνει γνωστή η ασθένεια πολλές φορές επαναφέρει την υγεία»[11].
Αν και ο ιερός Χρυσόστομος δεν έχει περιγράψει την πρακτική διαδικασία του μυστηρίου της εξομολογήσεως, μας έδωσε τα στοιχεία που προϋποθέτουν την εξουσία του ιερέα να δέχεται την εξομολόγηση και να συγχωρεί, να συμβουλεύει και να επιβάλλει τα αναγκαία επιτίμια. Η απόφαση των ιερέων γίνεται δεχτή από τον Θεό, που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του.
Οι ιερείς «ενώ κατοικούν και περιφέρονται ακόμη στην γη, ανέλαβαν την διεύθυνση ουρανίων υποθέσεων με εξουσία που δεν έδωσε ο Θεός ούτε στους αγγέλους, ούτε στους αρχαγγέλους… Ο δεσμός των ιερέων αγγίζει την ίδια την ψυχή και διαβαίνει προς τους ουρανούς, και όσα ενεργούν κάτω οι ιερείς τα επικυρώνει άνω ο Θεός· ο Δεσπότης εγκρίνει την απόφαση των δούλων… Μήπως δεν τους έδωσε ολόκληρη την ουράνια εξουσία; Τους είπε· «όποιων συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες· όποιων τις κρατήσετε θα είναι κρατημένες». Ο Πατέρας έδωσε στον Υιό ολόκληρη την εξουσία, βλέπω δε ότι ο Υιός την παραχώρησε όλη στους ιερείς»[12].
Ο ιερέας ποιμαίνει, συμβουλεύει, παρηγορεί και ενισχύει, αλλά οφείλει να ενεργεί και ως ιατρός. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι «χρειάζεται μεγάλη τέχνη ώστε να πεισθούν μόνοι τους οι ασθενείς να υποστούν την θεραπεία που επιβάλλουν οι ιερείς· και όχι μόνον αυτό, αλλά και να τους ανταποδίδουν ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία»[13]. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και διάκριση από τον ιερέα στην επιβολή των επιτιμίων ώστε να ωφεληθεί ο πιστός και να μην οδηγηθεί σε απόγνωση και απομάκρυνση από την Εκκλησία.
«Τί να κάνει λοιπόν ο ιερέας; Εάν συμπεριφερθείς μαλακότερα σε ασθενή που χρειάζεται σκληρότητα και δεν ενεργήσεις βαθιά τομή σ’ αυτόν που έχει ανάγκη, θα καθαρίσεις ένα μέρος μόνον του τραύματος και θ’ αφήσεις το υπόλοιπο. Και αν πραγματοποιήσεις ολόκληρη την απαιτούμενη εγχείριση χωρίς δισταγμό, ο ασθενής συχνά χάνει από τους πόνους το θάρρος, ρίχνει μακριά όλα τα αντικείμενα, και το φάρμακο και τον επίδεσμο, συντρίβει τον ζυγό, σπάζει τον δεσμό και γκρεμίζεται με ορμή στο βάραθρο. Και γνωρίζω πολλούς που εξόκειλαν σε τελεία ανηθικότητα διότι τους επιβλήθηκε τιμωρία άξια των αμαρτημάτων τους. Δεν πρέπει λοιπόν το επιτίμιο να είναι ανάλογο προς το μέγεθος του αμαρτήματος, αλλ’ απαιτείται να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η διάθεση των αμαρτωλών… Γι’ αυτό ο ποιμένας χρειάζεται μεγάλη φρόνηση και μύριους οφθαλμούς, ώστε να βλέπει από παντού την διάθεση της ψυχής. Διότι όπως υπάρχουν άνθρωποι που οδηγούνται στην αυθαιρεσία και χάνουν κάθε ελπίδα για τη σωτηρία τους, επειδή δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τα δυσάρεστα φάρμακα, έτσι υπάρχουν και άλλοι που γίνονται χειρότεροι, καταντούν αδιάφοροι και οδηγούνται σε πράξεις περισσότερο αμαρτωλές, επειδή δεν τους επιβλήθηκε τιμωρία ανάλογη με τα αμαρτήματά τους. Δεν πρέπει λοιπόν ν’ αφήνει ο ιερέας ανεξέταστες όλες αυτές τις περιπτώσεις· πρέπει να τις ερευνά όλες με ακρίβεια και αναλόγως να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του προς τους ασθενείς, ώστε να μην αποβαίνει μάταιη η προσπάθειά του»[14]. Ο ιερέας ερευνά τη γνώμη του αμαρτήσαντος, τον καιρό, την αιτία, τις περιστάσεις, εάν εξαπατήθηκε, εάν προμελέτησε την αμαρτία και την στάση του μετά από αυτήν[15].
«Όλα τα αμαρτήματα συγχωρούνται εδώ στη γη»[16] αρκεί να μετανοήσει και να εξομολογηθεί ο άνθρωπος. Όλα αφανίζονται στο «χωνευτήριον»[17] της εξομολογήσεως και δεν μένει κανένα ίχνος αμαρτίας. «Και μη μου λες πάλι· “έκανα πολλά αμαρτήματα και πώς θα μπορέσω να σωθώ;” Συ δεν μπορείς, ο Κύριός σου μπορεί να εξαλείψει τα αμαρτήματα και μάλιστα δεν αφήνει ούτε ίχνος από αυτά. Όταν ο Θεός τα εξαλείφει δεν αφήνει ούτε σημάδι, ούτε επιτρέπει να μείνει ίχνος, αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά, μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και την δικαίωση και εξισώνει αυτόν που αμάρτησε με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί καταργεί το αμάρτημα και το κάνει σαν να μην έγινε ποτέ»[18].
Για να γίνουν όσα ακολουθούν την συγχώρηση πρέπει να υπάρχει πνευματικός αγώνας ώστε ο πιστός να μην επαναλάβει τα αμαρτήματα που εξομολογήθηκε και να επιδείξει και πρόοδο στις αρετές[19].
Παραπομπές:
[1]Εις τον πλούσιον και εις τον Λάζαρον, Ζ’ 2: PG 48, 1047.
[2]Εις τον Σταυρόν, Β’ 3: PG 49,413.
[3]Εις τον ΡΗ’ Ψαλμόν 7: PG 55, 438.
[4]Κατήχησις ΣΤ΄ ΕΠΕ 30, 468, 24- 9.
[5]Εις την Παραβολήν του τα μύρια τάλαντα οφείλοντος 5: PG 51, 24.
[6] Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών 5: PG 51, 358.
[7]Περί ελεημοσύνης, Γ 4: PG 49, 297-298 .
[8]PG 50, 662.
[9]Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον 4: PG 48, 1012
[10]PG 51, 353-364.
[11]PG51,356
[12]Περί Ιερωσύνης Γ’ 5: PG 48, 643
[13]Περί Ιερωσύνης Β’ 4: PG 48, 634-635
[14]Περί Ιερωσύνης Β’ 4: PG 48, 634-635
[15]Εις ΣΤ’ Ψαλμόν 2: PG 55, 72
[16]PG 55, 73.
[17]PG 60, 204.
[18]Περί μετανοίας Η’ 2: PG 49, 339-340.
[19]Εις Ματθ., Ομιλ. Γ 6: PG 57, 190.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου