«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει…» (Μ. Καν. κοντάκ.)
Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ὕμνους, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε ἕνα ἐγερτήριο, μᾶς καλεῖ ὅλους νὰ ξυπνήσουμε. Νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ ποιόν ὕπνο;
Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι· ὁ ἕνας εἶνε ὁ φυσικός, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ὕπνος τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ φυσικὸς ὕπνος εἶνε ὁ γνωστός, αὐτὸς ποὺ κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς ποὺ κοιμόταν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύσι· κοιμήθηκε κάποτε στὸ πλοιάριο στὴ Γεννησαρέτ, καὶ τελευταῖο προσκέφαλό του ἦταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος στὸ σταυρό.
Ὁ ὕπνος λοιπὸν εἶνε ἀκατηγόρητος, κ᾽ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ τονώνει τὸν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ὡς τιμωρία θεωροῦμε τὴν ἀυπνία, ὡς μία μάστιγα. Στὰ παλιὰ χρόνια μία ποινὴ ποὺ ἐπέβαλλαν τύραννοι ἦταν ὁ δι᾽ ἀυπνίας θάνατος. Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο. Νὰ λέμε· «Καὶ δὸς ἡμῖν, Δέσποτα, …ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς… ὕπνον ἐλαφρόν» (Ἀπόδειπν.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου