Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάσθηκε στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου μέ κάθε λαμπρότητα. Τελέσθηκε Ἀρχιερατική θεία Λειτουργία ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη κ. Ἱερόθεο, μέ τήν συμμετοχή τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, τῶν Ἐφημερίων καί δυό
Διακόνων, ἔψαλαν οἱ Ἱεροψάλτες τοῦ Ναοῦ ἐν χορῷ, ἐκκλησιάσθηκαν ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Βασίλειος Γκίζας, οἱ Ἀντιδήμαρχοι κ. Θωμᾶς Κοτρωνιᾶς καί κ. Ζαχαρίας Χοχτούλας, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Μεσολογγίου καί πολιτευτής κ. Χρῆστος Παΐσιος καί ἀρκετοί πιστοί.
Στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε κατά τό τυπικό ἡ λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, μέ τά παιδιά τοῦ κατηχητικοῦ, τούς ἱερόπαιδες καί τούς Ἐπιτρόπους πού ἔφεραν τίς ἱερές εἰκόνες, τούς ἱεροψάλτες, τούς Ἱερεῖς καί τόν Σεβασμιώτατο, κατά τήν ὁποία ἀναγνώσθηκαν τμήματα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, σύμφωνα μέ τό τυπικό πού ἔχει καθορισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὁ Σεβασμιώτατος στό κήρυγμά του κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας εἶπε ὅτι «ἄλλη φορά ἀνέπτυξα τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί τί εἶναι ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, σήμερα θά τονίσω ποιός εἶναι Ὀρθόδοξος. Εἶναι αὐτός πού πορεύεται ἀπό τό κατ' εἰκόνα στό καθ' ὁμοίωσιν, αὐτός πού φόρεσε τήν "εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου", πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός καί τό πρωτότυπο τῆς δικῆς μας εἰκόνας».
Ὕστερα ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέλυσε τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, πού ἀναφέρεται στήν συνάντηση τοῦ Ναθαναήλ μέ τόν Χριστό, πού δείχνει ποιός εἶναι Ὀρθόδοξος καί πῶς γίνεται κανείς Ὀρθόδοξος. Ὁ Ναθαναήλ διάβαζε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τούς προφῆτες καί παρακινήθηκε ἀπό τόν Φίλιππο νά συναντήση τόν Χριστό.
Ὁ Χριστός τόν ἀπεκάλεσε «ἀληθῆ Ἰσραηλίτη» πού δέν εἶχε δόλο, γιατί μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου εἶχε καθαρισθῆ. Ὕστερα ἀπό μιά μικρή συνομιλία μέ τόν Χριστό, ὁ Ναθαναήλ ὁμολόγησε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός θεολογίας. Ἔπειτα ὁ Χριστός τοῦ εἶπε ὅτι θά δῆ μεγαλύτερα, ὅταν θά ἀνοίξη ὁ οὐρανός καί θά δῆ τούς ἀγγέλους νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν ἐπί τόν «υἱό τοῦ ἀνθρώπου», ὅπως ἔγινε στήν Γεθσημανῆ, στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάληψή Του, πού θά εἶναι ὁ δεύτερος καί ὑψηλότερος βαθμός θεολογίας.
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος, ὅτι Ὀρθόδοξος εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρικό πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος τόν ὁδηγεῖ στόν Χριστό, καθαρίζεται μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, φθάνει στήν γνώση τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τόν φωτισμό, καί ἔπειτα ἀνέρχεται σέ θεωρία. Εἶναι τό τρίπτυχο κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Αὐτός ὁ ὀρθόδοξος ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ καί δίνει τήν μαρτυρία γι' αὐτό, καί ἀποβάλη τόν φόβο τοῦ θανάτου.
Μετά τήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τήν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ Σεβασμιώτατος σέ συνέχεια ὅσων εἶπε στό κήρυγμα, μίλησε γιά τόν φόβο τοῦ θανάτου, πού βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε ἐνέργειά μας, ἰδιαιτέρως πίσω ἀπό τόν φόβο τῶν ἀσθενειῶν. Ὁ Ὀρθόδοξος δέν φοβᾶται τόν θάνατο, γιατί ἐλπίζει στόν Χριστό. Ἀπό τήν πνευματική πείρα φαίνεται ὅτι ὅσο πιό πολύ φοβᾶται κανείς τόν θάνατο, τόσο ὁ θάνατος ἔρχεται πιό γρήγορα.
Ἰδιαίτερα δέ γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας τοῦ κορονοϊοῦ εἶπε ὅτι θά λάβουμε ὅλα τά μέτρα πού συνιστοῦν οἱ ἐπιστήμονες καί ἡ Πολιτείας, ἀλλά θά προσέξουμε νά μή μᾶς καταλάβη ὁ «παρανοϊός», ὁ ἰός τῆς παράνοιας, δέν θά καταργήσουμε τήν ἀγάπη μας πρός τούς ἀνθρώπους, τήν Ἐκκλησία καί τόν Θεό, γιατί τότε ἀνατρέπονται τά πάντα.
Γιά τήν θεία Κοινωνία εἶπε ὅτι οἱ πιστοί Χριστιανοί δέν φοβοῦνται, γιατί τήν θεωροῦν καί εἶναι φάρμακο πού δέν μεταδίδει ἀσθένειες, ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ διαχρονικά καί μέ ἄπειρα παραδείγματα ἀπό Ἱερεῖς πού κοινωνοῦν ἐν μέσῳ λοιμωδῶν νόσων καί σέ νοσοκομεῖα μέ βαρειές μεταδοτικές ἀσθένειες, ἀλλά δέν κολλᾶνε ἀσθένειες. Ὅσοι ὅμως δέν πιστεύουν στήν δύναμη τῆς θείας Κοινωνίας, σημαίνει ὅτι δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά μεταλάβουν, γι' αὐτό καί καλόν εἶναι νά μή μεταλαμβάνουν: «δέν χρειαζόμαστε Χριστιανούς χλιαρούς».
Τέλος ὁ Σεβασμιώτατος στηλίτευσε καί τήν ὑποκρισία ὅσων μᾶς διδάσκουν νά φοβόμαστε τόν κορονοϊό, ἀλλά δέν μιλᾶνε καθόλου γιά τούς φόνους ἐμβρύων, 300.000 πού προκαλοῦνται κάθε χρόνο μόνον στήν Ἑλλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου