Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Ο μέγας επιστήμονας Maxwell και η πίστη του στο Θεό

Εις την χορείαν των ανδρών εκείνων που συνεδύασαν πολλήν φυσικήν και πολλήν μεταφυσικήν συγκαταλέγεται και ο διάσημος Μάξουελλ, ο τρίτος λαμπρός αστήρ εις την πλειάδα των Άγγλων Χριστιανών φυσικών του περασμένου αιώνος. 
Μίαν αδιάσπαστον συνέχειαν αποτελούν και οι τρεις. Συνέχειαν εις τας φυσικάς έρευνας και τα πειράματα του εργαστηρίου. Συνέχειαν όμως θαυμαστήν και εις τους μεταφυσικούς πόθους και εις την απασχόλησιν με τα πράγματα του ουρανού.

Ο Ιάκωβος Κλέρκ Μάξουελλ (Maxwell) εγεννήθη το 1831 εις το Εδιμβούργον. Νεώτατος ενεγράφη εις το Πανεπιστήμιον της πόλεως του και έπειτα εφοίτησεν εις το Καΐμπριτζ. Η μεγαλοφυΐα του δεν ήργησε να εκδηλωθή. Εις ηλικίαν μόλις 15 ετών παρουσίασε εις την Ακαδημίαν του Εδιμβούργου ενδιαφέρουσαν μαθηματικήν εργασίαν, αργότερα δε εβραβεύθη από την Βασιλικήν Ακαδημίαν του Λονδίνου δια την νέαν περί χρωμάτων θεωρίαν του. Ενωρίς διεκρίθη με τας πολλάς γεωμετρικάς, μαθηματικάς και φυσικάς εργασίας• (σπουδαίαι είναι αι εργασίαι του περί συστάσεως της ύλης και η θεωρία του περί των αερίων). Δι’ αυτό του προσεφέρθη μια έδρα φυσικής εις το Κολλέγιον της Αμπερντήν, αργότερα εις το Βασιλικόν Κολλέγιον του Λονδίνου και τέλος εις το Πανεπιστήμιον του Καΐμπριτζ. Δεν είναι χωρίς σημασίαν το γεγονός ότι μεταξύ των μαθητών του συγκατελέγετο και ο κατόπιν διάσημος Χριστιανός φυσικός Αμβρόσιος Φλέμιγκ. Το μεγαλύτερον μέρος της συντόμου ζωής του - έζησε μόλις 48 χρόνια - το επέρασεν ο Μάξουελλ εις την γαλήνην του πατρικού του κτήματος. Εκεί του εδόθη η ευκαιρία να επιδοθή εξ’ ολοκλήρου εις την επιστημονικήν έρευναν και να φέρη εις φως το μεγάλο έργον του περί των σχέσεων ηλεκτρισμού και μαγνητισμού, το οποίον τον κατέστησε διάσημον.

Ο Μάξουελλ εξεκίνησεν από τας εργασίας του Φαρανταίυ και εθεμελίωσε το τεράστιον έργον του επάνω εις τον αυστηρόν μαθηματικόν λογισμόν. Η πρωτοτυπία του έγκειται εις το ότι εξήτασε παραλλήλως τα θεωρούμενα άσχετα μέχρι τότε φαινόμενα του μαγνητισμού και ηλεκτρισμού και ήνωσε τα δύο αυτά μέρη της Φυσικής δια της επινοήσεως των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Καθώρισε την ταχύτητα της μεταδόσεως των ηλεκτρομαγνητικών αυτών κυμάτων, την οποίαν εύρε ίσην προς την ταχύτητα του φωτός, και τέλος ωδηγήθη εις την περίφημον θεωρίαν του, κατά την οποίαν το φώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηλεκτρομαγνητική κύμανσις του αιθέρος. Δια να καταλάβη κανείς την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων αυτών του Μάξουελλ, αρκεί να συλλογισθή ότι τα θεωρητικά αυτά συμπεράσματά του επιστοποιήθησαν αργότερα πειραματικώς από τον Χέρτς, ο οποίος ανεκάλυψε τα τόσον γνωστά σήμερον ηλεκτρομαγνητικά ή ερτσιανά κύματα, τα χρησιμοποιούμενα εις τον ασύρματον και το ραδιόφωνον. Επίσης εις τας ηλεκτρομαγνητικάς εργασίας του Μάξουελλ εστηρίχθησαν δια να κάμουν περιφήμους ηλεκτρικάς εφαρμογάς πολλοί μεταγενέστεροι επιστήμονες. Η μεγαλοφυής σύλληψις του Μάξουελλ επί του ηλεκτρομαγνητισμού και αι κατευθύνσεις που αυτός έδωκεν εξακολουθούν να κυβερνούν μέχρι σήμερον την φυσικήν και δεν γνωρίζομεν ακόμη ποίας εφαρμογάς θα έχουν και εις το μέλλον.

Αλλ’ εκείνο που απετέλεσε το αληθινόν μεγαλείον του δεν ήτο ο ηλεκτρομαγνητικός κόσμος, τον οποίον, ανεκάλυψεν. Ήτο ένας άλλος κόσμος, πολύ ανώτερος από τον ηλεκτρομαγνητικόν και από οιονδήποτε άλλον κόσμον, ο πνευματικός κόσμος. Οι πολλοί ακούουν βέβαια ηλεκτρομαγνητικά κύματα και θαυμάζουν τον εφευρέτην των. Αλλ’ εάν εμάντευαν το ψυχικόν μεγαλείον που εκρύπτετο εις την ψυχήν του εφευρέτου των, πολύ περισσότερον θα τον εθαύμαζον. Ο Μάξουελλ ανήκε εις τους ανθρώπους της ζωντανής χριστιανικής πίστεως. Ιδού επί παραδείγματι δύο δείγματα της πίστεως του ή μάλλον της ομολογίας της πίστεως του. Το ένα είναι ένα βιβλίον και το άλλο ένας λόγος του. Μεταξύ των συγγραμμάτων του είναι και το υπό τον τίτλον «Η φυσιογνωσία και η αθανασία της ψυχής», εις το οποίον αποδεικνύει ότι «η ανθρώπινη προσωπικότης και κατά την φύσιν και κατά τον προορισμόν της κείται πολύ πέραν των ορίων της επιστημονικής σφαίρας».

Εις δε το συνέδριον των Άγγλων φυσικών του Μπράδφορτ πάλιν προβάλλει ενώπιον μας ο ομολογητής Μάξουελλ. Εκεί εξεφώνησε λόγον περί ατόμων, εις τον οποίον διεκήρυξε τα εξής: «Εις τας ημέρας μας τα ηλιακά συστήματα είναι τόσον τέλεια κατά τον αριθμόν, τας διαστάσεις και το βάρος, όσον ήσαν και κατά την στιγμήν της δημιουργίας. Αι αναλλοίωτοι ιδιότητες των μας διδάσκουν ότι η ακρίβεια των υπολογισμών μας, η αλήθεια των κρίσεων μας και η εντιμότης των πράξεων μας, τα οποία θεωρούμεν ως τα ευγενέστερα ιδιώματα του ανθρώπου, μας ταιριάζουν, διότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Όντος, το οποίον εις την αρχήν εδημιούργησεν όχι μόνον τον ουρανόν και την γήν, αλλά και την ύλην, από την οποίαν έλαβον αυτά υπόστασιν».

Κατόπιν αυτών δεν είναι παράδοξον ότι ο θερμός αυτός Χριστιανός συχνά επανελάμβανε την γεμάτην βεβαιότητα ομολογίαν του Παύλου: «Οίδα ώ πεπίστευκα»! Ήξευρε τι πιστεύει, είχε πλήρη επίγνωσιν της πίστεως του, καθ’ όν χρόνον πολλοί πιστεύουν πολλά και διάφορα πράγματα χωρίς να γνωρίζουν καλά - καλά τι είναι αυτό που πιστεύουν. Και την πίστιν του αυτήν ο Μάξουελλ την εξεδήλωνε και με την προσευχήν. Ανήκε και αυτός εις την σεμνήν φάλαγγα των προνομιούχων της επιστήμης, οι οποίοι κοντά εις τον επιστημονικόν στοχασμόν εγνώρισαν εκ πείρας την αξίαν της μυστικής συνομιλίας με τον Πατέρα του Φωτός. Την φάλαγγα αυτήν των προσευχομένων επιστημόνων την είδαμε και άλλοτε να παρελαύνη ενώπιον μας. Είδαμε τον μέγαν Κέπλερ να δοξολογή τον Δημιουργόν, διότι του επέτρεψε να θαυμάση τα έργα του. Είδαμε τον Φραγκλίνον να ζητή από τον εύσπλαγχνον Πατέρα την αληθινήν σοφίαν, τον Αμπέρ να ευχαριστή με θέρμην τον Θεόν, διότι τον εδημιούργησε, τον ελύτρωσε, τον εφώτισε. Είδαμε τον Πασκάλ να γνωρίζη από στήθους τον 118 ψαλμόν και τον Κωσύ να διδάσκη εμπράκτως την προσευχήν εις τα παιδιά μιας φτωχογειτονιάς των Παρισίων.

Εις την Ιεράν αυτήν φάλαγγα ανήκε και ο πολύς Μάξουελλ. Προσηύχετο τακτικά. Κάθε βράδυ ο ίδιος εδιάβαζε την προσευχήν εις τον οικογενειακόν του κύκλον. Προσηύχετο και εις την εκκλησίαν και συχνά συμμετείχε εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Είναι ευτύχημα, ότι άφησε μαζή με την πλουσίαν επιστημονικήν κληρονομίαν και μιαν σελίδα αθανάτου πνευματικής κληρονομίας. Είναι μια προσευχή του, δια την οποίαν ισχύει εκείνο που ελέχθη, ότι αι προσευχαί των μεγάλων επιστημόνων είναι το εκλεκτότερον κομμάτι της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Την παραθέτομεν αυτούσιον.

«Θεέ παντοδύναμε, Σύ που εδημιούργησες τον άνθρωπον κατά την ιδικήν σου εικόνα και του έδωσες την ζώσαν και λογικήν ψυχήν, ώστε να Σε αναζητή και να στέκεται υπεράνω των δημιουργημάτων σου, δίδαξε μας να ερευνώμεν τα έργα των χειρών σου κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να υποτάσσωμεν τα επίγεια προς ιδικήν μας χρήσιν και να ενισχύωμεν το λογικόν μας, δια να το θέτωμεν εις την ιδικήν σου υπηρεσίαν. Βοήθησε μας να δεχώμεθα τους λόγους σου και να πιστεύωμεν εις Εκείνον, τον οποίον έστειλες δια να μας δώση την επιστήμην του ελέους και την άφεσιν των αμαρτιών μας»!

Είπαν μερικοί - ποίοι άλλοι φυσικά από τους προπαγανδιστάς του αθεϊστικού ψεύδους; - ότι η προσευχή εξευτελίζει τον άνθρωπον. Εάν χρειάζεται μια επί πλέον απόδειξις ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής, ιδού ο Μάξουελλ. Η προσευχή τον μεγαλύνει, τον εξυψώνει, αλλά και τον ενισχύει εις τας επιστημονικάς του εκζητήσεις. Το αντίθετον θα συνέβαινεν, αν ο Μάξουελλ ήτο ένας τύπος επιστήμονος διπλοκλειδωμένου εις το χημείον του, χωρίς καμμίαν πνευματικήν ανάτασιν και καμμίαν ιδεολογικήν πτήσιν. Ο πνευματικός του όμως ορίζων τώρα είναι ευρύτατος και λαμπρύνεται από θείον φως. Πιστεύει όχι εις την παντοδυναμίαν της επιστήμης, αλλ’ εις τον μόνον Παντοδύναμον, τον Θεόν. Γνωρίζει την αληθινήν σύστασιν και αξίαν του ανθρώπου: ότι είναι υπεράνω των άλλων δημιουργημάτων, κατ’ εικόνα Θεού. Πιστεύει εις την υψηλήν αποστολήν του λογικού και της επιστήμης, η οποία πρέπει να τίθεται εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων, προς δόξαν του Θεού. Πιστεύει τέλος εις τον μόνον που χαρίζει την λύτρωσιν και την επιστήμην του ελέους.
Ιδού προσευχή που περιέχει τας υψηλοτέρας πεποιθήσεις δια τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα. Προσευχή που θα ημπορούσε να ονομασθή το «Πιστεύω» του επιστήμονος.
Βιβλιογραφία:
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
W. Freischlag, Glauben Sie an einem Gott? München 1936.
T. Toth, Χριστιανική πίστις και επιστήμη, ελλην. μετάφρασις, Αθήναι 1948.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 160-164)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου