(απόσπασμα ομιλίας Μητροπολίτου Μόρφου Νεόφυτου)
Αν με ρωτάτε, εγώ αυτόν τον μοναχισμό έζησα. Του Οσίου Δαυίδ και ενός άλλου ανθρώπου, του πατρός Ευμενίου του Λεπρού, μαθητού και υποταχτικού του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού, εδώ στο Λεπροκομείο στο Αιγάλεο.
Ο γερω-Ευμένιος ήταν ο αγαπημένος του Αγίου Πορφυρίου.
Μια φορά μου λέει, τυχερέ, βρήκες και τον Ιάκωβο, βρήκες και τον Ευμένιο, εγώ έναν άνθρωπο βρε δεν έχω.
Του λέω, Γέροντα είσαι παραπονιάρης. Όλο παράπονα κάνεις.
Είμαι βρε, είμαι παραπονιάρης. Του άρεσε έτσι να μηδενίζεται. Καλά με κατάλαβες, καλά με κατάλαβες, αλλά ξέρεις βρε τι σημαίνει να περνά τόσος κόσμος και να μην έχω και ‘γω έναν, έναν, να εξομολογηθώ και ‘συ να ‘χεις δυό; Πώς να μην έχω παράπονο;
Και τι θέλετε του λέω, πως μπορώ να βοηθήσω;
Να μου φέρεις τον Ευμένιο να εξομολογηθώ.
Λέω και ‘γω, πως θα το πω τώρα του Ευμένιου; Θα δεχτεί ο Ευμένιος να εξομολογήσει τον Πορφύριο;
Ο Ευμένιος, βαθιά απλότητα χιλιόμετρα μακριά από την δική μου την πολυπλοκότητα.
Μου λέει, πότε θέλει;
Του λέω, καμιά Κυριακή που δεν πάει πολύς κόσμος μετά τη Λειτουργία να πάμε;
Ντάξει, ντάξει, θα πάρω το πετραχήλι, βρες ένα αυτοκίνητο εσύ και θα πάμε.
Μα τι ήταν η συνάντησή τους !!
Αν έχετε διαβάσει που λέει στην Παλαιά Διαθήκη, κατέβηκε ο Μωησής από το Όρος Σινά και ήταν τόση η λάμψις από την επαφή του με τις ενέργειες του Θεού που ήταν τόσο το φως, που οι Εβραίοι για να μπορούν να συνομιλούν μαζί του έβαλαν μπροστά του ένα μαντήλι γιατί από την λάμψη δεν μπορούσαν να τον δουν.
Όταν βγήκε ο γερω-Ευμένιος από τον Άγιο Πορφύριο, από το κελί του μετά τη εξομολόγηση, έτσι ήταν το πρόσωπό του, τόσο φως είχε επάνω του.
Σκεφτείτε ότι αυτοί οι δύο γνωρίσθηκαν από την εποχή της Πολυκλινικής, που ήταν στην Πολυκλινική εφημέριος ο Άγιος Πορφύριος. Ο π. Ευμένιος τότε ήταν μοναχός, πατήρ Σωφρόνιος Σαριδάκης από την Κρήτη, και τον έστελνε ο Άγιος Νικηφόρος κάθε Σάββατο να πάει στην ψαραγορά, που ήταν κάτω εκεί δεν ξέρω αν είναι μέχρι σήμερα, κοντά στην Ομόνοια. Να πας να ψωνίσεις του έλεγε για όλους τους λεπρούς, επειδή είχε υγεία και δύναμη και ευρωστία ο πατήρ Ευμένιος, τότε Σωφρόνιος.
Οπότε μια ημέρα λέει πηγαίνοντας, είδα κόσμο να μπαίνει σε ένα παρεκκλήσι. Ήταν του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική. Και δεν μπαίνω και ‘γω να προσκυνήσω; Είχαν Λειτουργία και στην Λειουργία βλέπω έναν παπά να λειτουργά αλλά με φως, πολύ φως παιδί μου. Έμεινα πίσω-πίσω. Μα τι χάρη του έδωσε αυτού ο Θεός!! Απ ‘το Χερουβικό και μετά μου λέει, έβλεπα να τον διακονούν άγγελοι !! Τέλειωσε η Λειουργία, μερικοί έμπαιναν μέσα στο Ιερό να χαιρετίσουν τον παπά, παπάς ήταν ο Άγιος Πορφύριος. Και μπαίνει ο γερω-Ευμένιος, απλούστατος, σαν παιδάκι ήταν.
Του λέει, πως σε λένε;
– Πατέρα Πορφύριο. Ο Πορφύριος είχε ύφος, βασιλικό, αυτοκρατορικό, ο άλλος, ο Ευμένιος ήταν χωριάτης, Κρητικός.
– Πάτερ Πορφύριε, μα τι μεγάλη χάρη σου έδωσε ο Θεός !! Να έχεις τόσο Φως όταν λειτουργάς και μετά το Χερουβικό τόσους αγγέλους !! Πω πω δεν ξανάδα αυτό το πράγμα !!
Και του απάντησε ο πανέξυπνος και αγιότατος πατήρ Πορφύριος, ναι πάτερ μου είναι αλήθεια, η χάρις της ιερωσύνης είναι μεγάλη, ιδαιτέρως όταν λειτουργούμε και τι ωραία, εσύ είδες τους αγγέλους μου που εγώ δεν βλέπω.
Έτσι μου είπε, μου λέει, ότι δεν έβλεπε τους αγγέλους. Είναι δυνατόν να είναι δίπλα σου και να μην βλέπεις;
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατήρ Ευμένιος. Θύμωνε με Κρητικό ύφος, με Κρητικό θυμό. Απότομα, στα μικρά παιδιά. Να κρατά τα Άγια, να ‘μαστε εμείς [εκεί] και να σκανδαλιζόμαστε. Να κρατά τα Άγια και να θυμώνει που εδώ όταν κρατούμε τα Άγια δεν μιλούμε.
Και έλεγε, τώρα κρατάω τα Άγια, μεγάλη είσοδος. Να φύγουν τα παιδιά, γιατί βάλατε τα παιδιά πάλι μπροστά από το Ιερό; .. στο πεζούλι ξέρετε στο σκαλοπάτι.
Έτρεχα εγώ από το ψαλτήρι, άντε άντε φύγετε από εδώ τους έλεγα. Τα παιδιά, παιδάκια τα καημένα τριών χρονών, πέντε χρονών, μα γιατί να φύγουμε, μουτρωμένα, μερικά έκλαιγαν.
Ο Γέροντας εκεί, πες τους να φύγουν.
Άντε-άντε τους έλεγα, φύγετε.
Μερικές κυρίες, ευγενέστατες, ευσεβέστατες. Μα εμείς ήρθαμε να δούμε άνθρωπο ενάρετο, μας έστειλε ο πατήρ Πορφύριος. Τους έλεγε όλους, τώρα που ασθενώ και φεύγω για το Άγιον Όρος, όλοι στον Ευμένιο και όλοι πήγαν εκεί, οι του Πορφυρίου.
Του λέω μετά, Γέροντα, κρατάς τα Άγια, φωνάζεις και θυμώνεις στα παιδιά.
Μα δεν ακούς, μου λέει, τι λένε;
Του λέω, τι λένε;
Λένε ο παππούλης δεν πατά πάνω στο έδαφος. Γίνεται να λένε αυτά τα πράγματα;
Τα παιδιά έβλεπαν την κατάστασή του και αυτός το αντιλαμβανόταν και ήθελε να κρύβεται, να μην τον αποκαλύψουν τα παιδιά. Προτιμούσε να θυμώνει, να εκτίθεται, να φαίνεται ότι δεν είναι ευλαβής -όπως εμείς που θέλουμε να φαινόμαστε ευλαβείς- παρά να φανερώσει την αγιότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου