Βρίσκεται στις κατάφυτες πλαγιές του όρους Όθρυς και σε υψόμετρο 900 μέτρων και σε απόσταση 22 χιλιομέτρων απο την Λαμία, μέσα σε πολύ καλή βλάστηση και πολλά κρύα νερά.
O ακριβής χρόνος κτίσεως της Μονής Αντίνιτσας, καθώς και το όνομα του κτήτορος είναι άγνωστο. Το 1930, ο Αναστάσιος Ορλάνδος σημειώνει: «Του εσωτερικού δ’ όντος εξ ολοκλήρου ασβεστοχρίστου, δεν σώζεται ουδ’ η κτιτορική αυτής επιγραφή» ενώ σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Γ. Βορτσέλα,«πιθανώς εκτίσθη λήγοντος του Μεσαίωνος».
Η λεπτομερής μελέτη των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του παλαιού Καθολικού της Μονής και της όλης ναοδομίας του από τον καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο, το 1930 με συγκριτικά στοιχεία από μονές του Αγίου Όρους, αλλά και της ευρύτερης βαλκανικής χερσονήσου καταλήγει: «δεν δυνάμεθα να αναγάγωμεν το καθολικόν της Αντινίτσης εις χρόνους προγενεστέρους τής αλώσεως.
Η μάλλον πιθανή χρονολογία κατασκευής του εξετασθέντος ναού είναι το δεύτερον ήμισυ τού 15ου αιώνος, περίοδος εκ της οποίας πολύ ολίγα μνημεία τής αρχιτεκτονικής μας διεσώθησαν»
Συμπερασματικά, μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κτίσεως του Καθολικού στις δεκαετίες μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1460 – 1500).
Η επιλογή του χώρου αυτού, η πρώτη εγκατάσταση και τα απαραίτητα κτίσματα (κελιά, αρχικός ναός, αποθήκες, βοηθητικοί χώροι, περιτείχιση, κ.ά.) οδηγούν αναγκαστικά πιο πίσω στο χρόνο, πιθανά στις αρχές του 15ου αιώνα (ίσως και νωρίτερα), χωρίς τη δυνατότητα όμως ακριβούς προσδιορισμού.
Για τους ιδρυτές της μονής και τον τρόπο που ιδρύθηκε, η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και τα πολλά χρόνια της τουρκοκρατίας μας οδηγούν στη μαρτυρία της προφορικής παράδοσης. Η μία εκδοχή ιστορεί ότι όταν ξεκίνησαν οι σφαγές στην πόλη του Αϊδινίου, δύο Αϊδινιώτες πιθανόν κληρικοί (χωρίς να αποκλειστεί όμως να ήταν λαϊκοί), έφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο στην κεντρική Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Αϊδινίου.
Έχοντας μαζί τους την ιερή εικόνα της Αϊδινιώτισσας Παναγίας οι δύο Αϊδινιώτες περπάτησαν και νύχτωσαν κοντά στην σημερινή θέση. Αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί και το πρωί να συνεχίσουν τον δρόμο τους.
H Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Αντινίτσας
Όταν ήρθε το φως της ημέρας κι ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν, διαπίστωσαν ότι η εικόνα της Παναγίας ήταν τόσο βαριά που ήταν αδύνατο να τη σηκώσουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Το θαυματουργό αυτό γεγονός και με θεία φώτιση, το ερμήνευσαν ως επιθυμία της Παναγίας να παραμείνει στον τόπο αυτό για πάντα.
Έτσι στην πλαγιά της Όθρυος αποφάσισαν και έκτισαν το σπιτικό της Παναγίας της Αϊδινιώτισσας, που έμεινε στην ιστορία ως Μοναστήρι της Αντίνιτσας. Η προφορική αυτή παράδοση έχει συνδέσει τον τρόπο ίδρυσης με την ονομασία της Μονής και θεωρεί ότι η λέξη Αντίνιτσα είναι παράγωγη λέξη (με σημαντική παραφθορά) και προήλθε από το όνομα της πόλης Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας.
Υπάρχει όμως και δεύτερη εκδοχή για το όνομα Αντίνιτσα, η οποία στηρίζεται σε προγενέστερη τοπική ονομασία στην ίδια θέση. Υπήρχε εκεί μια παλαιά κώμη η Αντίνα (ή Αντίνη) από την οποία προήλθε η λέξη Αντίνιτσα. Πιο συγκεκριμένα γι’ αυτό, ο Ιωάννης Βορτσέλας γράφει ότι: «Το δ’ επώνυμον της Μονής κατά την γνώμην του επισκεψαμένου τας Μονάς της Ελλάδος και συλλέξαντος ιστορικάς τινας περί αυτών ειδήσεις κ. Ευστρ. Δράκου Μοσχονησίου εξεπήγασεν εκ τινος παρακειμένης αυτόθι επί μεγάλου προβούνου παλαιάς κώμης Αντίνης ή Αντίνου καλουμένης, ης τα ερείπια σώζονται»
Ο Θεόκτ. Αθ. Λαϊνάς αποδέχεται την πρώτη άποψη, αποδίδει δε την ίδρυση της Αντίνας στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117 - 138 μ.Χ.).
Η αντιστοίχιση της πόλης Αντινοούπολης στην Αίγυπτο (που ιδρύθηκε απ’ τον Αδριανό στη μνήμη φίλου του ονόματι Αντίνοου), με την πιθανότητα ίδρυσης της κώμης Αντίνας στην Όθρη δεν τεκμηριώνεται.
Με τη δεύτερη εκδοχή συμφωνεί και ο Αναστάσιος Ορλάνδος, στην ναοδομική μελέτη του το έτος 1930, όπου γράφει: “πενιχρά μονή επιλεγομένη δε της Αντινίτσης, από ομωνύμου τινός γειτονικής, εκλιπούσης ήδη, κώμης πιθανώτατα λαβούσα την επίκλησιν” Η δεύτερη εκδοχή είναι επικρατέστερη.
Έτσι το όνομα Αντίνιτσα δεν προήλθε από το Αϊδίνιο, αλλά από την ονομασία της θέσης (που συνήθως μεταφέρεται με την προφορική παράδοση) της παλαιάς κωμόπολης Αντίνας. Στους αρχαίους χρόνους, στη θέση αυτή, υπήρχε ιερό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος.
Η θέση της μονής επιλέχτηκε ως το καταλληλότερο ορεινό σημείο στην πολύβουνο και κατάφυτη Όρθρυ σε υψόμετρο 900 μέτρων, με νότιο προσανατολισμό, προστασία από βόρειους ανέμους, μεγάλη ηλιοφάνεια, νερά και θαυμάσια θέα προς την κοιλάδα του Σπερχειού και το Μαλιακό Κόλπο. Ο Αναστάσιος Ορλάνδος (το 1930) έγραψε σχετικά «ιδρυμένη επί νοτίως βλεπούσης αποτόμου και υλομανούς κλιτύος». Ο ιστορικός Ιωάν. Βορτσέλας γράφει «μετά τεσσάρων ωρών πορείαν από της Λαμίας, εντός παρά τα παλαιά σύνορα λαμπράς τοποθεσίας, κείται η φιλόξενος της Αντινίτσης Μονή».
Η αρχική επιλογή της θέσης αυτής συνδέεται και με τη μικρή απόσταση 45 χιλιόμετρα από το στενό Δερβένι Φούρκα, που ήταν η πύλη επικοινωνίας της Θεσσαλίας με τη Φθιώτιδα.
Από αυτό τον αυχένα της Όθρυος σε υψόμετρο 780 μέτρων πέρασαν οι στρατοί όλων των εισβολέων, γίνονταν οι μεταφορές και το εμπόριο και ήταν το πέρασμα για άμαξες, για ζώα φορτωμένα και πεζούς ή έφιππους ανθρώπους.
Ο αρχαιολόγος και τοπογράφος Υβ Μπεκινιόν (Yves Bequignion), που πέρασε τη δεκαετία 1930 – 40 έγραψε για τη θέση της μονής ότι το μοναστήρι που βλέπει κανείς τώρα εκεί, κτίστηκε κοντά σε μια πηγή, πάνω σε θέση αρχαία ενώ ο M. Daux και ο M. de la Coste φρονούν, ότι υπήρξε εκεί αρχικά ένα ιερόν, που στη συνέχεια προστατεύτηκε με μια σκοπιά.
Από τη Λαμία, παλιότερα, η διαδρομή γινόταν με τα πόδια και η πορεία διαρκούσε 4 ώρες ενώ σήμερα με το αυτοκίνητο πλέον η διαδρομή Λαμίας μέχρι τη Μονή Αντίνιτσας, είναι συνολικά 22 χιλιόμετρα.
H μονή διατηρήθηκε για 450 και πλέον χρόνια, χάρη στη φροντίδα των ηγουμένων και των μοναχών της, σε σκληρά χρόνια, με τους Τούρκους διοικητές να μπορούν όποτε ήθελαν να αποκεφαλίσουν τους μοναχούς, τους δε Έλληνες να ζητούν βοήθεια από τη μονή σε τρόφιμα, προστασία, ασφάλεια, ελάχιστα κολλυβογράμματα και οι κλεφταρματωλοί να εξασφαλίζουν όπλα και κρησφύγετο. Στο δύσκολο και διπλό αυτό ρόλο, με επίγνωση του κινδύνου που διέτρεχαν, ανταποκρίθηκαν οι μοναχοί, έχοντας όμως ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της μονής, ως κάστρου της ορθοδοξίας και του ελληνισμού, με τελικό σκοπό την αποτίναξη της σκλαβιάς.
Το οικόσημο της οικογένειας Giustiniani
Από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της μονής, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μία καλή σχέση με κάποια μέλη της γενουατικής οικογένειας των Ιουστινιάνι.
Αυτό αποδεικνύεται από το οικόσημο των Giustiniani, που ήταν εντοιχισμένο επάνω από τον κρουνό μιας κρήνης στον περίβολο της μονής.
Θυμίζουμε ότι η οικογένεια των Giustiniani, διοικούσε το νησί της Χίου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1346 – 1566). Η μελέτη του από τον Αναστάσιο Ορλάνδο έδειξε ότι :«το οικόσημο της Αντίνιτσας παρουσιάζει τη μορφή, που έλαβε μετά το 1413».
Φαίνεται λοιπόν ότι το οικόσημο της οικογένειας των Giustiniani μεταφέρθηκε στη μονή και εντοιχίστηκε, από άγνωστο φιλόκαλο ηγούμενο, από άλλο μέρος της Ελλάδος που διοικούσαν κάποιοι συγγενείς της οικογένειας Ιουστινιάνι και αυτό έγινε περίπου στην περίοδο της τουρκοκρατίας, τον 16ο αιώνα ή και λίγο μετά.
Η ορεινή θέση της Μονής Αντίνιτσας, στη διάρκεια των πολλών χρόνων της Τουρκοκρατίας, ενισχύθηκε αμυντικά με περιμετρικό τείχος, που ψηλότερα κατέληγε σε πολεμίστρες.
Σε υψόμετρο 900 μέτρων ήταν ιδανικό παρατηρητήριο (βίγλα) για τους στρατούς που έρχονταν από βόρεια προς τη Ρούμελη και ήταν σε μικρή απόσταση 4,5 χιλιομέτρων από το πέρασμα Δερβένi Φούρκα, που χρησιμοποιούσαν οι τουρκικές δυνάμεις ερχόμενες από τη Θεσσαλία στη Στερεά Ελλάδα.
Η θέση της Μονής βοήθησε στον αγώνα του 1821, για τους Έλληνες αγωνιστές, σε αυτό το τμήμα της Όθρυος.
Στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, ηγούμενος της Μονής ήταν ο Ιερομόναχος Αγαθόνικος Καλλίνικος (1821 – 1834).
Στο δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) ο οπλαρχηγός Καρατάσος, με διακόσιους άνδρες του είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντίνιτσας και αγωνίζονταν ενάντια στις τούρκικες δυνάμεις.
Αυτές είχαν έρθει από τη Θεσσαλία και βιάζονταν να περάσουν στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα για να καταστείλουν το κίνημα των Ελλήνων και τότε οι γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος με τους συντρόφους τους επιτέθηκαν, διέσπασαν τους Τούρκους και τους ελευθέρωσαν.
Το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής
Γενικά η Μονή της Αντίνιτσας πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα του 1821.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η Μονή με το γνωστό διάταγμα του Αντιβασιλέα του Οθωνα διαλύθηκε και συγχωνεύτηκε με την Μονή Αγάθωνα.
Το 1944 το μοναστήρι της Αντινίτσης καταστράφηκε ολοσχερώς από τις κατοχικές δυνάμεις ενώ το καθολικό που καταστράφηκε ήταν ένα χάρμα οφθαλμών όπως υποστηρίζεται και από τούς μελετητές.
Ήτανε αθωνικού τύπου, τετρακιόνιος σταυροειδής μετά τρούλου, αποτελούσε το αρχαιότερο Καθολικό Μονής των μεταβυζαντινών χρόνων και αντίγραφο αυτό του παλαιού Ναού είναι το σημερινό πού ανεγέρθηκε το 2000.
Από την καταστροφή εκείνη διέφυγε όμως η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας και το 1968 από χριστιανούς της περιοχής άρχισε μια προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων υπέρ της Μονής.
Το 1969 άρχισε η ανοικοδόμησή της και κατασκευάσθηκαν νέες πτέρυγες και κελιά, τραπεζαρίες, παρεκκλήσια και χώροι για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Ο μακαριστός ηγούμενος της Μονής
αρχιμαδρίτης Αγαθόνικος Αναγνωστόπουλος
Ο ερχομός στην Μονή του ηγουμένου Αγαθόνικου Αναγνωστοπούλου το 1987 έδωσε νέα πνοή και ζωντάνια στην Μονή που ολοκλήρωσε τα ημιτελή κτίρια.
Ο Αγαθόνικος Αναγνωστόπουλος, αυτή η μεγάλη και τόσο σημαντική μορφή για το Μοναστήρι κοιμήθηκε στις 24 Ιουλίου του 2012 σε ηλικία 82 ετών και ετάφη ως νέος κτήτορας της Μονής πίσω από το Ιερό του Καθολικού της Μονής.
Το σημαντικό έργο του αειμνήστου αρχιμανδρίτου Αγαθόνικου αναπλήρωσε όσα χάθηκαν με την ολοκληρωτική καταστροφή του 1944, τα κτιριακά συγκροτήματα, στα οποία απαιτήθηκε μεγάλο κόστος κατασκευής, είναι έτοιμα για χρήση στα χρόνια που έρχονται, όμως πάντα θα χρειάζονται κάποιες μικρές προσθήκες, αναπληρώσεις ή βελτιώσεις και οπωσδήποτε την αναγκαία συντήρηση.
Τον Μάρτιο του 2018 εξελέγη νέος Ηγούμενος της ιεράς Μονής Αντινίτσης ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Αμβρόσιος Αναστασίου και σήμερα η Μονή αριθμεί 4 μοναχούς.
Από την Λαμία ακολουθούμε τον δρόμο πρός Δομοκό, στο 18ο χιλιόμετρο ο δρόμος διακλαδίζεται, αριστερά κατευθύνεται προς το χωριό Καλαμάκι και δεξιά προς το Μοναστήρι.
Η Μονή γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.
Τηλέφωνο Μονής: (+30) 22310 96720
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου