– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ.
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε... Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη!
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα.Ἔκανα τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς μὲ κομποσχοίνι, καὶ ὕστερα ἔλεγα τὴν εὐχή.
Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή.
Γύρω στὶς ἕντεκα τὴν νύχτα γέμισε ξαφνικὰ τὸ κελλὶ μὲ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο. Ἦταν πολὺ δυνατό, ἀλλὰ δὲν σὲ θάμπωνε.
Κατάλαβα ὅμως ὅτι καὶ τὰ μάτια μου «δυνάμωσαν», γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἀντέξω αὐτὴν τὴν λάμψη.
Ὅσο ἤμουν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό. Αἰσθανόμουν μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμα μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος τοῦ σώματος.
Ἔνιωθα τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ μου σὰν ἐρωταποκρίσεις. Δὲν εἶχα προβλήματα, οὔτε θέματα νὰ ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καὶ εἶχα συγχρόνως καὶ τὴν ἀπάντηση. Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καὶ θεολογία, ἀφοῦ ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις.
Καὶ ἦταν τόσο πολλὰ ὅλα αὐτά, ὥστε, ἂν τὰ ἔγραφε κανείς, θὰ γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός. Αὐτὸ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς ἐννιὰ τὸ πρωί. Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καὶ ἦταν σὰν νύχτα. «Τί ὥρα εἶναι; Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;», ρώτησα ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.
Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία:
«Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;».
«Τί εἶπα;», ἀναρωτήθηκα καὶ μπῆκα μέσα.
Κοιτάζω τὸ ρολόι καὶ τότε συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιὰ τὸ πρωί, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ φαινόταν σὰν νύχτα! Ὁ ἥλιος δηλαδὴ μοῦ φαινόταν ὅτι ἴσα‐ἴσα φώτιζε· σὰν νὰ εἶχε γίνει ἔκλειψη ἡλίου.
Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά! Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου.
Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, μετὰ τὴν Ἐνάτη Ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιὰ νὰ φάω, ἀλλὰ ἔνιωθα σὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ ἔλεγα μέσα μου: «Γιά δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;».
Μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ. Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή.
Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα‐ἴσα ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω τὴν δουλειά μου. Καὶ ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα φυσιολογικά. Ἔκανα τὸ ἴδιο τυπικό, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθα πιὰ ἔτσι, σὰν ζῶο.
Μὲ τί χαζὰ πράγματα περνοῦμε τὸν καιρό μας καὶ τί χάνουμε! Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολὺ στενοχωριέμαι.
Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου