Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Γέροντας Τίτος, ο δια βίου διάκονος

Έξω χιονίζει από το πρωί. Πρέπει να πέρασε την πόρτα. Πρόλαβε κατά το μεσημέρι κι έφτασε στην Εκκλησία. «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός». Κάθησε κάτω από το εικόνισμα. Ενα παράπονο τον έπιασε μέσα του. Χριστούγεννα κι αυτό ς ήταν και πάλι μόνος. Πόσα χρόνια; Είχαν περάσει από το 67 πέντε ολόκληρα χρόνια.
Δεν κάθισε πολύ. Το χιόνι έπεφτε και θα έκλεινε και την πόρτα από την παράγκα. Έφτασε μέσα κι έκλεισε καλά. Λίγο ψωμί είχε κρατήσει, νερό θα έκανε από το χιόνι. Κάτι ξύλα είχε στοιβάξει, θα περνούσε. Έφτασε 12 η ώρα κι αυτός προσεύχονταν. Κρύωνε πολύ. Κάθισε δίπλα στα κάρβουνα. Ο ύπνος τον πήρε όπως τον τότε στην αγκαλιά της μάνας του.
Κρυφτείτε άκουσε την φωνή του πατέρα. Κρυφτείτε μην έρθουν και σας πάρουν. Έρχονταν οι αντάρτες και παίρναν μικρά παιδιά. Δεν φοβόνταν. Κρυφτήκανε όπως παίζανε κρυφτό στο δρόμο τα απογεύματα. Το μόνο που τους ένοιαζε είναι λίγο φαγάκι. Ο πατέρας σοβατζής ήρθε από τον Πόντο. Πριν από τον πόλεμο έβγαζε μεροκάματο. Στο πόλεμο ποιος να κτίσει σπίτι η να κάνει μερεμέτια; Έσκυψε το κεφάλι του και ζητιάνευε. Δέκα στόματα περιμένανε από αυτόν. Ένα βράδυ γύρισε σπίτι και το μόνο που είχε στα χέρια του ήταν ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Τα παιδιά τρέξανε στο ψωμί. Ο πατέρας στη γωνιά έκλαιγε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου