ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ Κύριο που με αξίωσε να γνωρίσω στο διάβα της ζωής μου τρεις μεγάλες οσιακές μορφές: τον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, ηγούμενο της Μονής Λογγοβάρδας τής Πάρου, τον χαρισματούχο πατέρα Πορφύριο και τον Άγιο Ιερομόναχο τής Νερατζιώτισσας Αμαρουσίου, πατέρα Αθανάσιο Χαμακιώτη.
Για τον πρώτο από παιδί άκουγα και διάβαζα τις διδαχές του. Πολλή δε εντύπωση μου έκανε ή εξωτερική μορφή του, με τα αδρά χαρακτηριστικά της, που σου θύμιζε προφήτης τής Παλαιάς Διαθήκης.
Όμως, υστέρα από χρόνια, αξιώθηκα ως κληρικός πλέον να τον γνωρίσω και από κοντά. Τον καλοκαίρι του 1960, μετά την εορτή τής Παναγίας, είχαμε πάει στην Πάρο με έναν άλλο αδελφό αρχιμανδρίτη πού καταγόταν από εκεί, για λίγες ήμερες αναπαύσεως. Τον χωριό πού έμεναν οι γονείς του ήταν ή Νάουσα τής Πάρου, ένα ωραιότατο χωριό κοντά στην θάλασσα, με κάτασπρα σπιτάκια, καθαρούς δρόμους και καλοκάγαθους ανθρώπους. Ήταν οι ημέρες πού είχαν ωριμάσει τα σύκα και τα σταφύλια και τα απολαμβάναμε με μεγάλη ευχαρίστηση, μαζί και με ωραίες βαρκάδες στις σεληνόφωτες νύχτες.
Όμως, υστέρα από χρόνια, αξιώθηκα ως κληρικός πλέον να τον γνωρίσω και από κοντά. Τον καλοκαίρι του 1960, μετά την εορτή τής Παναγίας, είχαμε πάει στην Πάρο με έναν άλλο αδελφό αρχιμανδρίτη πού καταγόταν από εκεί, για λίγες ήμερες αναπαύσεως. Τον χωριό πού έμεναν οι γονείς του ήταν ή Νάουσα τής Πάρου, ένα ωραιότατο χωριό κοντά στην θάλασσα, με κάτασπρα σπιτάκια, καθαρούς δρόμους και καλοκάγαθους ανθρώπους. Ήταν οι ημέρες πού είχαν ωριμάσει τα σύκα και τα σταφύλια και τα απολαμβάναμε με μεγάλη ευχαρίστηση, μαζί και με ωραίες βαρκάδες στις σεληνόφωτες νύχτες.
Ή πιο μεγάλη μας όμως απόλαυσης ήταν ή συνάντησης με τον Γέροντα Φιλόθεο. Ήταν τα εννιάμερα τής Παναγίας και τον χωριό πανηγύριζε με λαμπρότητα μεγάλη. Στον εσπερινό ήλθε και ό Γέρων Φιλόθεος, μαζί με τον τότε διάκονο τής Μονής πατέρα Αντώνιο Ρωμαίο. Για πρώτη φορά αντίκριζα από κοντά τον άγιο αυτό άνθρωπο. Ήταν ψηλός, λίγο σκυφτός, με άσπρη γενειάδα και με καθόλου σχεδόν μαλλιά, γι αυτό και φορούσε πάντα, ακόμη και στην Λειτουργία, ένα σκουφάκι. Προέστη του εσπερινού και μίλησε με την επιβλητική φωνή του και μετά πολλών δακρύων, πού τον εμπόδιζαν συχνά να συνεχίζει. Γιαυτό και αργούσε πολύ στον λόγο του. Όμως οι χριστιανοί δεν έκουράζοντο, γιατί ήξεραν ότι μιλάει ένας πνευματοφόρος άνθρωπος. Του συστήθηκα, του φίλησα τον χέρι και μιλήσαμε λίγο. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τί είπαμε αλλά και μόνον πού τον γνώρισα, για μένα ήταν εξαιρετική ευλογία.
Κάποια άλλη μέρα επισκεφθήκαμε την Μονή Λογγοβάρδας, αλλά δεν τον βρήκαμε εκεί. Εντυπωσιασθήκαμε όμως από την γνωριμία δύο ανδρών: α) ενός μονάχου, π. Νεκταρίου από την Γαλλία, πού καθώς τον έβλεπες και τον πλησίαζες, αισθανόσουν την αύρα του Πνεύματος. Μας μίλησε πολύ γλυκά και μας είπε σπουδαία πνευματικά λόγια. Μας αποκάλυψε δε ότι κάθε πρωί και βράδυ κάνει «τον γύρο του κόσμου» με τον νου και την καρδιά του μέσω της προσευχής. Θα μου μείνει αλησμόνητος αυτός ό άνθρωπος!...
και β) ενός άγγλου, πρώην αγγλικανού ιερέως στον Λονδίνο, πού σπάσθηκε την Ορθοδοξία, από την μελέτη των Πατέρων και έγινε απλός μοναχός στην Λογγοβάρδα. Στον εσπερινό τον είδα να μπαίνει στον Ναό και παρά τον μεγάλο ύψος του, να σωριάζεται κάτω στον έδαφος κάνοντας τις «στρωτές» του μετάνοιες και πολύ εντυπωσιάστηκα! Στον τέλος θελήσαμε να τον πλησιάσουμε και μεταξύ άλλων τον ρωτήσαμε: «τί σας έκανε να εγκαταλείψετε τον αγγλικανισμό και να άσπασθήτε την ορθοδοξία;». Ή άπάντησις ήταν εκπληκτική: «Στην Ορθόδοξη Εκκλησία βρήκα τον Αγίον Πνεύμα»!! Φύγαμε από την Μονή στηριγμένοι στην πίστη και δοξάζοντας τον Κύριο!
Δεύτερος έρχεται ό π. Πορφύριος, πού για μερικούς, όταν ζούσε, στάθηκε «σημείον αντιλεγόμενον», για πολλούς όμως και μάλιστα τούς πιστούς, σημείον φανερώσεως των ενεργειών του Παρακλήτου! Τον όσιο αυτό άνδρα τον γνώρισα από μικρός. Περνώντας σχεδόν κάθε μέρα από τον εκκλησάκι της Πολυκλινικής οδού Πειραιώς, Άγιο Γεράσιμο, συχνά έβλεπα μέσα να λειτουργεί ένας σεμνός λευίτης, με πυκνή καστανόασπρη γενειάδα και ισχνή φωνή. Άλλοτε τον έβλεπα να κάθεται ήρεμος σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα του Ναού και να παρατηρεί τον κόσμο, σαν τον μικρό παιδί. Δεν είχα καν υποψιασθή τότε περί τίνος επρόκειτο. Άκουγα μόνον από μερικούς ενορίτες του Αγ. Κων/νου Ομονοίας, ό όποιος ήταν πολύ κοντά στην Πολυκλινική, πολύ καλά σχόλια. Μάλιστα κάποια φορά άκουσα τον Αρχιμανδρίτη. Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη, ιεροκήρυκα του Ναού και πνευματικό μου (μετέπειτα Μητροπολίτη Αργολίδος) να τον συνιστά ως πολύ καλό πνευματικό, φωτισμένο και διακριτικό, σε μερικούς πού ήθελαν να εξομολογηθούν. «Πηγαίνετε εκεί -τούς έλεγε- θα αναπαυθείτε πολύ στον π. Πορφύριο»!
Αφού πέρασαν μερικά χρόνια, τελείωσα τις σπουδές μου, χειροτονήθηκα διάκονος και αντελήφθην ότι ό ευλαβής εκείνος ιερομόναχος δεν ήταν πια στον Αγ. Γεράσιμο. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε εγκατασταθεί στην Νταού Πεντέλης, σε ένα ασκητήριο και εκεί λειτουργούσε και εξομολογούσε πλήθος κόσμου. Σιγά-σιγά ό π. Πορφύριος απέκτησε φήμη χαρισματούχου και δη προορατικού και οι άνθρωποι προσέτρεχαν προς αυτόν, από κάθε τάξι, ηλικία και μόρφωση. Ύστερα άκουσα ότι εγκαταστάθηκε στον Ωρωπό, κατ' αρχήν σε κάποιο πρόχειρο οίκημα και κατόπιν στον μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, με τον τεράστιο Ναό, πού τον προόριζε για γυναικεία Μονή.
Κάποια φορά, πού είχα κατεβή στον Παράκλητο από τα Γιαννιτσά, αισθάνθηκα την επιθυμία να τον επισκεφτώ, μαζί με τον π. Μάξιμο, για να πάρουμε την ευλογία του. Ήταν ακόμη στον μικρό του εκείνο σπιτάκι. Όταν πήγαμε έλειπε. Μας είπαν όμως ότι σε λίγο θα έλθει. Ήταν και μερικοί άλλοι πού τον περίμεναν. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και περιμέναμε. Ό τόπος ένα γύρω ήταν ακόμη τότε αδιαμόρφωτος. Είχε βέβαια αρκετά πεύκα και κάπου-κάπου κάποιες πρόχειρες καλύβες, πού, όπως μας είπαν, έμεναν πνευματικά του παιδιά πού ήθελαν να είναι κοντά του! Όπως λένε τα βιβλία, τον ίδιο γινόταν και με πολλούς άλλους άγιους της ερήμου, αλλά και με τον Αγ. Διονύσιο τον εν Ολύμπω, πού είχαν γίνει πόλοι έλξεως για τις διψασμένες ψυχές.
Καθώς είμαστε απορροφημένοι στις σκέψεις μας, ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μας και είδα τον οδηγό να βγαίνει βιαστικά, για να βοηθήσει τον Γέροντα να κατέβη. Είχα να τον δω από τον Αγ. Γεράσιμο. Είχε βέβαια αρκετά ασπρίσει και γεράσει, όμως κρατιόταν ακόμη καλά. Φαίνεται πώς ήταν λίγο κουρασμένος, γι αυτό ήταν αρκετά σοβαρός. Τον πλησίασα αμέσως και τον χαιρέτησα σκύβοντας να του φιλήσω τον χέρι. «Πάτερ Πορφύριε -του είπα αυθόρμητα- σας γνωρίζω από παιδί, όταν είσαστε ακόμη στον Αγ. Γεράσιμο και χαίρω πολύ σήμερα πού σας ξαναβλέπω υστέρα από τόσα χρόνια!». Με κοίταξε λίγο, μουρμούρισε κάποια λόγια, πού δεν τα έπιασα και τράβηξε για τον κελί του με σκυφτό τον κεφάλι!!...
«Θα είναι πολύ κουρασμένος -σκέφθηκα- γι αυτό δεν έχει όρεξη να μας μιλήσει». Καθίσαμε έξω και περιμέναμε μήπως μας δεχθεί. Βγήκε όμως σε λίγο μια γυναίκα και μας είπε πώς δεν θα δεχθή κανένα. Έτσι, φύγαμε λίγο στενοχωρημένοι την πρώτη αυτή φορά. Επηκολούθησαν και άλλες τρεις επισκέψεις, αλλά και αυτές σχεδόν άκαρπες. Ύστερα από λίγα χρόνια ξαναπεράσαμε με τον π. Μάξιμο. Τώρα ήταν στον καινούργιο κτίριο, σε ένα μικρό κελλάκι με εικόνες, αλλά γερασμένος περισσότερο και άρρωστος στον κρεβάτι. Ζητήσαμε να τον δούμε λέγοντας τα ονόματα μας. Ή γυναίκα πού τον περιποιόταν μας είπε ότι δεν μπορεί να μας δη γιατί είναι πολύ άρρωστος. Κάναμε να φύγουμε λυπημένοι, οπότε βγαίνει πάλι και μας ξαναφωνάζει να πάμε μέσα. «Ίσως να λειτούργησε τον χάρισμα του και της είπε να μας φωνάξει -σκέφθηκα- γιατί έχουμε πολλή ανάγκη»! Μπήκαμε στον κελί του με κάποιο δέος. Τον είχαν καθιστό στον κρεβατάκι του, ανάμεσα στα μαξιλάρια. Επήραμε την ευχή του. Χάρηκε πού μας είδε αυτή την φορά. Μας έδωσαν και καρέκλες να καθίσουμε. Καθίσαμε κοντά του και τον κοιτούσαμε. Οι ψυχές μας ήθελαν πολλά να του πουν, αλλά και να ακούσουν πολλά. Ανάμεσα στα λίγα πού είπαμε μας είπε και τούτα: «Πρέπει να αγαπάμε πολύ τον Χριστό. Να έχουμε συνεχώς την μνήμη Του. Δυστυχώς δεν συμβαίνει με μας αυτό». Και μας διηγήθηκε τον έξης: «Κάποτε ήλθε εδώ μια κοπέλα πού σπούδαζε και μου είπε ότι αγαπούσε κάποιον νέο ονόματι Νίκο. Ή σχέσης της αυτή όμως δεν την άφηνε να επιδοθεί ήσυχη στα μαθήματα της. Μου ζήτησε την γνώμη μου και της είπα να κυττάξη περισσότερο τις σπουδές της και να αφήσει για αργότερα αυτά τα πράγματα. Έφυγε και ξαναήλθε ύστερα από καιρό. «Ε, πώς πάμε, την ερώτησα, προχωρούμε στα μαθήματα;». «Πώς να πάμε, μου απήντησε σχεδόν απογοητευμένη, αφού τον Νίκο τον έχω διαρκώς εδώ; και μου έδειξε τον μέτωπο της».
Και αφού είπε αυτά, ό Γέροντας, πρόσθεσε: «Εμείς τον έχουμε τον Χριστό διαρκώς εδώ;» και έδειξε με τον δάκτυλο του τον μέτωπο! Ελεγχθήκαμε ακούγοντας αυτά και φύγαμε συγκινημένοι, παίρνοντας μαζί μας την πολύτιμη ευχή του!... Πήγαμε και μια άλλη φορά, αλλά δεν μπορέσαμε να τον ξαναδούμε...
Ό τρίτος είναι μια άλλη αγία μορφή κοντά στην Αθήνα, όχι με τόσο μεγάλο βεληνεκές φήμης, όπως οι προηγούμενοι. Είναι ό ιερομόναχος π. Αθανάσιος Χαμακιώτης. Γύρω στον 1949-50 θυμάμαι ότι ήταν κοντά στον Μαρούσι, στην Παναγία την Νερατζιώτισσα (παρεκκλήσιο του ΤΑΚΕ). Εκεί επί χρόνια πολλά (27) λειτουργούσε και εξομολογούσε. Κατά κοινή ομολογία τον Μαρούσι αναμορφώθηκε πνευματικά από την παρουσία του. Όταν τον γνώρισα εγώ, φοιτητής ακόμη, είχε κάποια ηλικία, γιατί τα γένια και τα μαλλιά του ήταν κάπως λευκά. Ήταν λίγο κοντός, με αγγελικό πρόσωπο, πράος και γλυκύτατος, με πολλή αγάπη. Μου τον γνώρισε κάποιος φίλος μου, μεγαλύτερος από μένα, ό Γιώργος Μπάλτσας (Θεός σχωρέστον), πού τον είχε πνευματικό. Χάρηκα πολύ πού συνήντησα έναν τέτοιον άγιο, λίγο έξω από την Αθήνα, χωρίς να κάνη θόρυβο γύρω από τον όνομά του.
Πήγαμε μερικές φορές στον κελάκι του, πού ήταν δίπλα στον Ναό της Παναγίας. Ή συνομιλία μαζί του ήταν ουράνια δροσιά. Όταν μιλούσε έκλεινε τα ματάκια του και νόμιζες ότι βρισκόταν σε έκσταση. Διατηρώ ακόμη τυπωμένη μέσα μου την εικόνα, πού μου άφησε, όταν στην περίοδο των φοιτητικών μου χρόνων ευρισκόμενος, τελέσαμε στον εκκλησάκι του τον γάμο του φίλου μου Γιώργου, με παράνυμφο εμένα. Ήταν μια αληθινή μυσταγωγία! Λίγος κόσμος και πολλή προσευχή! Ό π. Αθανάσιος τελετουργός του Μυστηρίου! Με μορφή εξαϋλωμένη. Διάβαζε τις ευχές, μάλλον τις απάγγελλε από' έξω, με μάτια κλειστά! Στον τέλος είπε και λίγα λόγια. 'Απλά, αλλά καρπό της αγιασμένης καρδιάς του! Ομολογώ ότι έκτοτε δεν συνάντησα άνθρωπο, πού να προσεύχεται -και μάλιστα σε γάμο- με τέτοιον τρόπο! Τον 1963 εγκαταστάθηκε στον Ιερό Ησυχαστήριο της Παναγίας Φανερωμένης, πού ίδρυσε με πολλούς κόπους και θυσίες.
Ό πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης της Παναγίας Νερατζιώτισσας ήταν τον κάτι άλλο!
Τον τέλος του υπήρξε όντως όσιακό, στις 17-8-1967. Στις παραινέσεις του τόνιζε πολύ την ανάγκη της ταπεινώσεως. «Δία να είσακουώμεθα εις τάς προσευχής μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωσι!... Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!. ..
Είθε να έχουμε την ευχή και των τριών αυτών οσίων ανδρών!...
Από το βιβλίο: «ΟΣΑ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Ο ΑΝΕΜΟΣ», ΑΡΧΙΜ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΤΖΑΝΗ.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου