τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Τόν Νοέμβριο ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καταχώρησε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὡς ὅσιο Σωφρόνιο Ἁγιορείτη. Τό γεγονός αὐτό ἦταν πρόξενος μεγάλης
χαρᾶς σέ ὅσους γνώρισαν τόν ὅσιο Γέροντα εἴτε μέσα ἀπό τά συγγράμματά του, εἴτε συνομιλώντας μαζί του, εἴτε ἐπιπλέον μετέχοντας σέ Θ. Λειτουργίες στίς ὁποῖες ἦταν λειτουργός ἤ συμπροσευχόμενος.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ζοῦσε τήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί μετέδιδε ἀνταύγειές της σέ ὅσους τόν πλησίαζαν, στούς ὁποίους δημιουργοῦσαν καλές ἀλλοιώσεις. Ζοῦσε μέ ἄσκηση θεμελιωμένη στήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία στήν οὐσία της ἦταν ὁ συντονισμός τῆς ζωῆς του μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μέσα στό ὁποῖο ζοῦσε τήν προσευχή, τήν «ὑποστατική», ὅπως ἔλεγε, προσευχή, πρότυπο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ.
Πολλούς πυρπόλησε μέ τήν καθαρτική χάρη τῆς μετανοίας, τήν ἐπίσκεψη τοῦ θείου φωτός πού ἀποκάλυπτε τό ἐσωτερικό τους σκότος, τήν σ’ ἄλλους φανερή καί σ’ ἄλλους μυστική ἀποστασία ἀπό τόν ζωντανό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀγαπᾶ «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» ἕως τέλους, ἕως τόν διά τοῦ Σταυροῦ θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ του.
Ὁ ἴδιος ἔζησε, ὡς νέος ταλαντοῦχος ζωγράφος, τήν ἀποστασία ἀπό τόν ἀληθινό Θεό τῶν πατέρων του, ἀναζητώντας τόν Θεό, ὡς ὑπερπροσωπικό ἀπόλυτο, στίς ἀσκητικές παραδόσεις ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Ὁ Θεός ὅμως δέν τόν ἐγκατέλειψε, διότι μέσα ἀπό τήν μελέτη τῆς ἀποκάλυψης πού δέχθηκε ὁ Μωϋσῆς στό ὄρος Σινᾶ, μέ τό «Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν», καί μέ ἐμπειρία διάνοιξε τούς ὀφθαλμούς του καί τοῦ ἔδωσε τήν δωρεά νά δῇ αἰσθητά ὅτι ὁ Θεός τῶν πατέρων του εἶναι ζωντανός Θεός, καί μάλιστα προσωπικός, καί ὄχι κάποιο ὑπερπροσωπικό ἀπόλυτο.
Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἐπαναπροσανατόλισε ὅλη του τήν ὕπαρξη καί τόν βύθισε σέ ὀδυνηρή, ἀλλά ἀνακαινιστική μετάνοια. Αὐτή, ὄχι χωρίς πόνο, τόν ὁδήγησε στήν ἀποταγή τῆς τέχνης του καί κατόπιν στήν ἀποταγή τοῦ κόσμου. Ἀπό ζωγράφος περιπλανώμενος στό Παρίσι ἔγινε μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ προσωνυμία «Ἁγιορείτης», πού τοῦ δόθηκε, δέν δηλώνει τόσο τόν τόπο τῆς ἄσκησής του, ὅσο τήν θεολογική καί ἀσκητική παράδοση τήν ὁποία προσέλαβε καί μέ τήν ὁποία ἔζησε. Στό Ἅγιον Ὄρος ἀσκήθηκε εἴκοσι δύο χρόνια καί πάνω ἀπό τά διπλάσια ἔξω ἀπό αὐτόν. Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ἦταν Ἁγιορείτης, γιατί προσέλαβε καί ἔζησε στόν Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή Παντελεήμονος, στά «φρικτά Καρούλια» καί στήν καλύβη τῆς Ἁγίας Τριάδος, κοντά στήν Ἱερά Μονή ἁγίου Παύλου, τόν ἁγιορειτικό ἡσυχασμό, τήν ἀσκητική καί τήν θεολογική ὑποδομή του, δηλαδή τήν θεολογία καί τήν ἀσκητική παράδοση πού ἐξέφρασε στούς ἀγῶνες του καί στά συγγράμματά του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτήν τήν παράδοση, ὅπως τήν εἶδε ἐνσαρκωμένη στόν ὅσιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη, μετέφερε στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης, κατ’ ἀρχήν στό Παρίσι καί κατόπιν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν ὁποία ἵδρυσε στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας.
Μέ παιδεία κατά κόσμον δυτική καί ἐμπειρία ἡσυχαστική, μέ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, κυρίως τῶν Φιλοκαλικῶν, μποροῦσε νά μεταδίδη τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τήν εὐαγγελική ἄσκηση, τήν θεολογική ὑποδομή, τήν πρακτική καί τήν προοπτική της, σέ Ὀρθοδόξους καί σέ ξένους πρός τήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τούς ὁποίους (ξένους) προσήλκυε μέ τό κάλλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, στήν ἄρση τοῦ Σταυροῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἡ σαθρή θεολογική ὑποδομή ἐπικριτῆ τοῦ Ὁσίου
Ἡ καταχώρηση, λοιπόν, τοῦ ὀνόματος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας προξένησε μεγάλη χαρά στό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλά ὄχι σέ ὅλους. Πάντα ἐμφανίζονται κάποιοι «ἀντικείμενοι» γιά νά ἀποκαλύπτεται ἡ θεολογική ἔνδεια ὁρισμένων αὐτοπροβαλλομένων ὡς κριτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς θεολογικῆς ἀκριβείας κειμένων πού μᾶς ἄφησαν σύγχρονες πατερικές μορφές, ὅπως ὁ ὅσιος Σωφρόνιος, ἀλλά καί γιά νά δοκιμάζονται οἱ συνειδήσεις τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν, πού ἐν ἀφελότητι καρδίας ἐμπιστεύονται κείμενα πού δημοσιεύονται σέ ἔντυπα πού αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς ὀρθόδοξα.
Παλαιότερα, πρίν ἀπό δέκα περίπου χρόνια, ἀσχολήθηκα μέ μιά τέτοια περίπτωση μέ τό βιβλίο «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη». Τό ἴδιο πρόσωπο (μαζί μέ ἄλλα) βγῆκε πάλι στό «ἀγωνιστικό» προσκήνιο, ἐκθέτοντας τόν ἑαυτό του, σέ ὅσους γνωρίζουν νά μελετοῦν κείμενα, χωρίς νά τά ἑρμηνεύουν μέσα ἀπό προκατασκευασμένα συμπεράσματα.
Γιά τήν θεολογική ὑποδομή τοῦ ἐπικριτῆ τοῦ ὁσίου Σωφρονίου καί τήν σχέση του μέ τήν ἀσκητική παράδοση τῶν Ὀρθοδόξων ἁγίων Πατέρων, ἁπλῶς ἐπιγραμματικά νά θυμίσω ὅτι δέν δέχεται τήν θεολογία ὡς καρπό τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀπορρίπτει τόν ἀσκητικό πλοῦτο τῆς «πνευματικῆς πτωχείας», δέν δέχεται τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (δέν μπορεῖ νά τήν συλλάβη) ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι στήν καρδιά, ἐννοώντας ὡς καρδιά τό σωματικό ὄργανο, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ Πατέρες ὅταν μιλοῦν γιά τά θέματα αὐτά, ὡς καρδιά ἐννοοῦν «τό λογιστικό ὄργανο», πού γεννᾶ καί ἐνεργεῖ λογισμούς καί νοήματα, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί» (Ματθ. 15,19) καί τοῦ ἀπ. Παύλου «ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφ.5,19). Συγκεκριμένα γι’ αὐτόν, ἄν ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδιά, «τότε ἡ ψυχή δέν θά ἦτο ἀθάνατος»! Διαφωνεῖ, δηλαδή, μέ τήν ὁρολογία πού χρησιμοποιοῦν ὁ Χριστός καί ὁ ἀπ. Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέν ταυτίζουν τήν καρδιά μέ τήν ἀντλία τοῦ αἵματος, ἀλλά τήν θεωροῦν ὡς ὄργανο λογιστικό.
Ὑπάρχει σαφῶς πρόβλημα ἀνάγνωσης, κατανόησης καί, κατά συνέπεια, ἑρμηνείας τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων, ὁπότε πῶς νά γλυτώσουν ἀπό τήν φωνασκοῦσα κριτική ἀμβλυωπία τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Σωφρονίου; Καί τό πιό σημαντικό, πῶς νά ἑλκυστοῦν καί νά ἐντρυφήσουν σ’ αὐτά οἱ ἐπικριτές του, ἀπολαμβάνοντας τόν πνευματικό πλοῦτο τους, ἀφοῦ «πάσχουν περί τάς λέξεις», δείχνοντας μᾶλλον ἐσκεμμένη ἀπροθυμία στό νά δοῦν τίς σημασίες τους, καθώς καί τά νοήματα πού μέ αὐτές περιγράφονται; Καταδικάζουν τόν ἑαυτό τους σέ ἑκούσια πτωχεία ἀπό ἀνεκτίμητα πνευματικά ἀγαθά. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά τήν «πνευματική πτωχεία», τήν ὁποία μακάρισε ὁ Κύριος. Πρόκειται γιά πτωχεία ἀπό τήν ἐμμονή στήν ἀπόρριψη πνευματικῶν θησαυρῶν. (Γιά τίς παραπάνω θεολογικές στρεβλώσεις περισσότερα στό βιβλίο «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία», σελ. 51-60, 107-135 καί 152-158).
Ὀρθά πρέπει νά εἶναι τά νοήματα καί ὄχι μόνο τά ρήματα
Δέν ἀξίζει τόν κόπο νά μπῆ κανείς σέ ἀντιδικία μέ αὐτούς πού ἀδικοῦν κατάφωρα τόν ὅσιο Σωφρόνιο καί ἀδικοῦν τόν ἑαυτό τους μέ τήν ἀποχή ἀπό φωτιστικά μελετήματα. Θά προσπαθήσω μέ θετικό τρόπο νά δείξω τήν βαθιά πνευματική πείρα καί τήν ἀκραιφνῆ ὀρθοδοξία τοῦ ὁσίου Γέροντα, παραθέτοντας ἀποσπάσματα ἀπό τρία βιβλία του: «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι», «Ἀγώνας Θεογνωσίας» καί «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Προηγουμένως πρέπει νά διατυπώσω κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις.
Κάποια στοιχεῖα ἀπό τήν ὁρολογία πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Σωφρόνιος προέρχονται ἀπό τήν δυτική φιλοσοφία καί τήν θεολογία τῶν Ρώσων τῆς διασπορᾶς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅμως ὅτι ταυτίζεται ὁ Ὅσιος μέ τίς θεολογικές ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων ἤ τῶν Ρώσων θεολόγων, πού ἀποκλίνουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Εἶναι θαυμαστό τό πῶς μέσα ἀπό τέτοιο ἐννοιολογικό ἐξοπλισμό κατάφερε νά μιλήσῃ καί νά γράψῃ ὡς σύγχρονος φιλοκαλικός πατέρας, ἐξουδετερώνοντας μέ τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία πού ἐκφράζει, τήν προβληματικότητα ὁρισμένων διατυπώσεων. Αὐτά πού ἔχουν σημασία εἶναι τά πράγματα καί ὄχι τόσο οἱ λέξεις. Ὀρθά πρέπει νά εἶναι τά νοήματα καί ὄχι μόνο τά ρήματα. Ὑπάρχουν πολλές διατυπώσεις, πού ἐκφράζουν ἐμπειρίες, στίς ὁποῖες πρέπει νά τούς δοθῇ τό νόημα πού τούς δίνει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος καί ὄχι ἡ «ἀγωνιστική σκοπιμότητα» τῶν ἐπικριτῶν του. Οἱ πολέμιοι τῶν ἐμπειριῶν καί τῶν διατυπώσεων τοῦ ὁσίου Γέροντος φθάνουν στό νά διαβάλλουν διδασκαλίες του, πού «διανοίγουν» στούς ἀναγνῶστες του «τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς»· στρέφουν τήν ἐπιθυμία τους στίς πνευματικές ἡδονές καί ξυπνοῦν καί εὐτρεπίζουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους στήν ὑποδοχή τῆς καθαρτικῆς καί φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ πολέμιοι τοῦ Ὁσίου δροῦν φωτοσβεστικά, ὀρθοδοξολογώντας ἀποπροσανατολιστικά. Δηλητηριάζουν συνειδήσεις Χριστιανῶν μέ «θεολογικές» συκοφαντίες πού στεροῦν ἀπό ὅσους τούς ἐμπιστεύονται τό μεγάλο δῶρο τῆς διδασκαλίας καί ζωῆς τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν κόσμο στούς ἔσχατους καιρούς μας.
Μέ τά κριτήρια τῶν ἐπικριτῶν τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, οἱ ὁποῖοι μένουν στίς λέξεις, χωρίς νά κάνουν τόν κόπο νά μελετήσουν μέ ποιά σημασία τίς χρησιμοποιεῖ, θά βρίσκαμε αἱρέσεις ἀκόμη καί στήν Ἁγία Γραφή. Γιά παράδειγμα μέ τόν τρόπο τοῦ στοχασμοῦ τους, ἄν διαβάζαμε γιά τόν Χριστό αὐτό πού γράφει στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὅς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (1,3), καί μέναμε μόνο σ’ αὐτήν τήν διατύπωση, θά ἦταν πολύ εὔκολο νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Λόγος πού σαρκώθηκε δέν εἶναι ὑπόσταση, ἀλλά ἐνέργεια (ἀπαύγασμα δόξας) πού χαρακτηρίζει τήν ὑπόσταση τοῦ Πατρός. Αὐτήν τήν διατύπωση ὅμως, ἡ ὁποία σέ «σαβελλιανίζοντες» μπορεῖ νά δώσῃ ἐρείσματα στήν αἵρεσή τους, ἡ Ἐκκλησία μέ τό ὀρθό νόημά της τό πέρασε στήν ὑμνολογία της καί τό ἔδωσε ἀνά τούς αἰῶνες στόν λαό της νά τό ψάλλη στίς δεσποτικές ἑορτές. Ἔτσι στόν Ἑσπερινό τῶν Χριστουγέννων ψάλλουμε: «τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πᾶσαν κτίσιν ἐφαίδρυνας. Πᾶσα πνοὴ αἰνεῖ σε, τὸν χαρακτῆρα τῆς δόξης τοῦ Πατρός». Ἐπίσης στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «θεωροῦντές σου τὰς ὑψώσεις Χριστέ, τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός».
Προκλητικότερη βέβαια (γιά αἱρετική ὑπόνοια) εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ ἀπ. Πέτρου: «δι’ ὧν τά τίμια ἡμῖν καί μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διά τούτων γένησθε Θείας κοινωνοί φύσεως» (Πέτρου Β΄, 1,4). Μέ τήν παγίωση τῆς δογματικῆς ὁρολογίας κανένας Ὀρθόδοξος δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστῇ ὅτι γινόμαστε κοινωνοί τῆς θείας φύσεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως αὐτήν τήν (σήμερα προβληματική) διατύπωση τοῦ ἀπ. Πέτρου μέ τό ὀρθόδοξο νόημά της (τήν κοινωνία μέ τήν οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ) συνεχίζει νά τήν ψάλλη στούς Ἱερούς Ναούς μέ τό Θεοτοκίο τοῦ β΄ ἤχου πού ψάλλεται μετά τό ἀπολυτίκιο τό ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας καί τό πρωΐ τῆς Τρίτης: «Θείας γεγόναμεν κοινωνοί φύσεως, διά σοῦ Θεοτόκε ἀειπάρθενε· Θεόν γάρ ἡμῖν σεσαρκωμένον τέτοκας· διό κατά χρέος σε πάντες, εὐσεβῶς Θεοτόκε μεγαλύνομεν».
Ὁ λόγος τοῦ ὁσίου Σωφρονίου κρίνει τούς ἐπικριτές του
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψη μποροῦμε νά μελετήσουμε κάποιες πολύ σημαντικές διδασκαλίες τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, πού διερεθίζουν τόν οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο ὁρισμένων ὀρθοδοξολογούντων, ἀλλά ὄχι καί ὀρθοδοξοφρονούντων.
Στό βιβλίο του «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι», γράφει: «Χάρη σ’ αὐτούς, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, κατέχουμε τή γνώση τοῦ μυστηρίου τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας. Οἱ ἀδιόρατες αὐτές ὁδοί κρέμονται πάνω ἀπό ἀβύσσους. Ἐπαναλαμβάνω: Δέν ὑπάρχει ἄλλη δύναμη, ἄλλη σύνεση ἱκανή νά ἀποτρέψει τήν ἐκτροπή μας ἀπό τίς ὁδούς αὐτές καί τόν καταποντισμό στίς ζοφώδεις ἀβύσσους, παρά ἡ ἀκατάλυτη πίστη στόν Χριστό-Θεό. “Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμο, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰωάν. ε΄4)» (σελ.166). Ἡ ἀκατάλυτη πίστη στόν Χριστό-Θεό, δηλαδή, στόν Θεάνθρωπο μᾶς κρατᾶ στήν ὀρθή πορεία, μέ αὐτήν νικοῦμε τόν κόσμο καί αὐτήν τήν πίστη μᾶς τήν δίδαξαν καί τήν διδάσκουν συνεχῶς μέ τά ἱερά κείμενα οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Ἡ ζωή μέ θεμέλιο αὐτήν τήν πίστη περνᾶ ἀπό πολλές δοκιμασίες. «[...] ἡ πιό βαρειά δοκιμασία ἔγκειται στό ὅτι παρά τήν ἄκρα ἔνταση νά παραμείνουμε πιστοί στόν Θεό, ὑπομένουμε περιόδους ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό. Ἡ πνευματική πτωχεία, μαζί μέ τήν ὀδύνη τῆς Θεοεγκαταλείψεως, μᾶς βυθίζει σέ ἀπόγνωση. Αἰσθανόμαστε σάν νά βαραίνει πάνω μας κάποια φοβερή κατάρα. Εἶναι δυνατό νά πάσχουμε σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ εἶναι μας: στό πνεῦμα, στόν νοῦ, στήν καρδιά, στό σῶμα».
Μέ τέτοιες περιγραφές κάποιοι «ἀγωνιστικά σκανδαλίζονται». Τούς ἐνοχλεῖ ἡ λέξη «Θεοεγκατάλειψη», τήν ὁποία ἀπομονώνουν ἀπό τό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο τήν τοποθετεῖ ὁ ὅσιος Σωφρόνιος. Ἡ Θεοεγκατάλειψη ἤ ἀλλιῶς ἄρση τῆς Χάριτος, εἶναι μιά κρίσιμη περίοδος στήν σταυρική ζωή τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ. Δέν σημαίνει γιά τόν ὅσιο Σωφρόνιο ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή τοῦ πιστοῦ, ἀλλά παιδαγωγία πού τόν βοηθᾶ νά προσλάβῃ πληρέστερα καί βαθύτερα τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἐπιπόλαια συναισθήματα. Ξεκινᾶ ἀπό πείρα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεό τῶν Πατέρων μας, τόν Θεό τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων.
Συνεχίζει στό κείμενό του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος: «Σέ παρόμοιες ἀκριβῶς στιγμές τό πνεῦμα μας συλλαμβάνει τήν βιβλική ἀποκάλυψη γιά τήν αὐθεντική τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ Ἀνθρώπου, καί ἡ πίστη στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς παροτρύνει νά παραδοθοῦμε σέ πλήρη κατά τό δυνατόν μετάνοια. Ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ μετάνοιά μας, τόσο εὐρύτερα ἀνοίγονται ἐνώπιόν μας τά ἕως τότε κεκαλυμμένα βάθη τοῦ εἶναι μας. Συνειδητοποιώντας καθαρά τήν ἀπελπιστική κατάστασή μας, ἀρχίζουμε νά μισοῦμε τόν ἑαυτό μας γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται.
Αὐτή ἡ μορφή κενώσεως ἤ ταπεινώσεως δέν ἐπιτυγχάνεται μέ ἀνθρώπινες προσπάθειες. Εἶναι δῶρο τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ. Εἶναι ἡ χάρη τῆς μετανοίας “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν” (Λουκ.24, 47). Δέν κατανοοῦμε τήν ἐνέργειά Του μέσα μας, μέ τήν δύναμή Του ὅμως σμικρυνόμαστε μέχρι τό μηδέν· καί αὐτό εἶναι γιά μᾶς φρικτό. Μᾶς ἐγκατέλειψε. Αὐτός ἡ μόνη μας ἀναζήτηση καί ἀγάπη, κρύφθηκε ἀπό μᾶς».
Σμικρυνόμαστε μέχρι τό μηδέν μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν χάρη τῆς μετανοίας, χωρίς νά κατανοοῦμε τήν ἐνέργειά Του μέσα μας, ἀλλά ὡστόσο βλέπουμε τήν ἐγκατάλειψή μας ἀπό τόν ζωντανό Θεό, τήν φρικτή ἐσωτερική μας κατάσταση, τήν ὁποία μόνο τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψῃ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέσα μας τήν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας Του. Ἐνεργεῖ ὡς πῦρ.
Στήν συνέχεια ὁ ὅσιος Σωφρόνιος κάνει μιά πολύ σημαντική παρατήρηση: «Ὅσοι δέν πιστεύουν στόν Θεό, δέν γνωρίζουν τή Θεοεγκατάλειψη. Τή θλίψη αὐτή περνοῦν μόνο ἐκεῖνοι πού γνώρισαν ἤδη τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί ἀγωνίζονται μέ ὅλες τίς δυνάμεις τους νά παραμείνουν ἐν Αὐτῷ. Ὅσο ἐντονότερα γεύθηκε ὁ ἄνθρωπος τή χαρά τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Θεό, τόσο βαθύτερα πάσχει ἀπό τόν ἀποχωρισμό του ἀπό Αὐτόν».
Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος, τήν ἐμπειρία τῆς Θεοεγκαταλείψεως τήν ἑρμηνεύει μέσα ἀπό τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στή Γεθσημανῆ καί τόν Σταυρό Του. Αὐτό δίνει τροφή στούς ἐπικριτές του, πού τοῦ καταλογίζουν δογματική ἐκτροπή ἀπό τό χριστολογικό δόγμα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σάν νά χώριζε ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τίς ὑποστατικά ἑνωμένες φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἤ πάλι τίς θεωροῦσε ὡς μία φύση μετά τήν ἕνωση. Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος, μέ ὅσα γράφει γιά τήν προσευχή στήν Γεθσημανῆ καί τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ οὔτε νεστοριανίζει, οὔτε μονοφυσιτίζει. Εἶναι ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξος. Λέει μέσα ἀπό τήν πείρα του ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν πρόσληψη τῆς φύσεώς μας «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών», καί τό ἀποκορύφωμα τῆς κένωσης εἶναι ἡ «τοῦ πάθους συγχώρησις» (ἅγ. Κύριλλος), στό ὁποῖο πραγματικά, μέ πολύ πόνο καί ὄχι φανταστικά «ἐν ἑαυτῷ τυποῖ τό ἡμέτερον» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Προσέλαβε στήν ἀνθρώπινη φύση του τήν δική μας ἐγκατάλειψη, «ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι καί παραθεωρημένοι καί ἔπειτα προσληφθέντες καί σεσωσμένοι μέ τά πάθη τοῦ ἀπαθοῦς» (Μητρ. Ναυπάκτου, Δεσποτικές ἑορτές, σελ. 245).
Γράφει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος: «Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἔζησε τήν ἄκρα ἐγκατάλειψη. Μέ τόν αἱματηρό ἱδρῶτα κατά τήν προσευχή στή Γεθσημανῆ, στήν ὁποία παρέδωκε τά πάντα στόν Πατέρα Του, πάνω στόν σταυρό «ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ... Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; ...[καί] πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα» (Ματθ. 27, 46-50)»
Ὅταν γράφη ὅτι «ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἔζησε τήν ἄκρα ἐγκατάλειψη», ἐννοεῖ ὅτι στήν ἀνθρώπινη φύση Του «τυποῖ τό ἡμέτερον», ὅπως ἑκουσίως σαρκώθηκε, ἑκουσίως προσέλαβε στήν σάρκα Του ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη. Ἔτσι ἔζησε πλήρως μέ ἄκρο πόνο τό ἑκούσιο Πάθος Του, ἔτσι «τύπωσε» στόν ἑαυτό Του τήν δική μας ἐγκατάλειψη, πραγματικά καί ὄχι «κατά δόκησιν», ὅπως ἰσχυρίζονταν ἀρχαῖοι αἱρετικοί.
Αὐτό πού γράφει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό πού γράφει ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης γιά τούς σταυρούς τῶν ἀνθρώπων καί τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ: «Οἱ ἀνθρώπινοι σταυροί εἶναι ἁπλῶς σταυρουδάκια, πού μᾶς βοηθᾶνε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἐνῷ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πολύ βαρύς, διότι δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή Του δύναμη γιά τόν ἑαυτό Του» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί ἁγιορείτικα, σελ. 153)
Ὅταν γράφη ὁ ὅσιος Παΐσιος ὅτι ὁ Χριστός «δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή Του δύναμη γιά τόν ἑαυτό Του», σημαίνει ὅτι ἑκουσίως ἔπαθε στόν Σταυρό κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του, πού ἦταν πάντως στό πρόσωπό Του ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως ἑνωμένη μέ τήν Θεότητα, τόν ἄκρο πόνο τοῦ ἐγκαταλελειμμένου ἀνθρώπου. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια δόθηκε ἡ σωτηρία στούς «θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν» ἀπό τόν ἐγκαταλελειμμένο κόσμο.
Δόθηκε ἡ σωτηρία, ἀλλά δέν σώζονται ὅλοι. Ἡ σωτηρία δέν δίνεται ἀναγκαστικά. Ἀπαιτεῖ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Προϋποθέτει «κένωση» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά βάρη τῶν ψεκτῶν παθῶν.
Γράφει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος:
«Ἡ λύτρωση δέν συντελεῖται μέ τή μονόπλευρη πράξη τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ θέωση ἐπίσης εἶναι διπλή πράξη: τοῦ Θεοῦ πού παρέχει καί τοῦ ἀνθρώπου πού προσλαμβάνει. Ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ διά τῆς βίας. Καί ἡ σωτηρία δέν ἔρχεται αὐτομάτως γιά τίς “ἀξιομισθίες” τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρη, ἡ σωτηρία, ἡ θέωση, ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπό τόν Θεό εἶναι καθαρή δωρεά, ἀλλά γιά νά τήν προσλάβουμε περνᾶμε ἀπό τόν δύσκολο ἀγώνα τῆς “κενώσεως” μέ μετάνοια, γιατί διαφορετικά δέν ἀναπτύσσεται μέσα μας ἡ ἱκανότητα γιά τήν ἀφομοίωση τῆς Θείας μορφῆς τοῦ Εἶναι. Ἐνδέχεται, κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας μέσα στό σῶμα αὐτό, νά μή φθάσουμε τά βάθη τῆς κενώσεως, πράγμα πού μπορεῖ νά μᾶς δοθεῖ ἀκόμη καί κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου μας». (Τό Μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, σελ. 70)
Αὐτή ἡ συνέργεια μέ τόν Χριστό γιά τήν σωτηρία καί «τήν ἀφομοίωση τῆς Θείας μορφῆς τοῦ Εἶναι» δίνει διάρκεια στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ καί στό πάθος τοῦ Γολγοθᾶ. Γράφει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος:
«Οὔτε ἡ προσευχή τῆς Γεθσημανῆ οὔτε ὁ Γολγοθᾶς τοῦ Χριστοῦ δέν θά τελειώσουν, ὡσότου ὑπάρχει ὁ κόσμος αὐτός. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος “ἀνταναπληροῖ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ ὑπέρ τοῦ σώματος Αὐτοῦ ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία”(πρβλ. Κολ. 1,24). Ὁ Χριστός ἔπασχε καί πάσχει ὄχι μόνο στή σάρκα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἀλλά καί στή σάρκα ὅλων τῶν πιστῶν πού Τόν ἀκολουθοῦν. Ἔτσι θά γίνεται, μέχρι νά καθαρισθεῖ μέσα μας ὁ χῶρος γιά τήν παραμονή σέ μᾶς μόνου τοῦ Χριστοῦ: “Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός” (Γαλ. 2,20)» (ὅ.π. σελ. 76).
Ὁ Χριστός πάσχει μαζί μέ αὐτούς πού θέλουν νά πάσχουν γιά τίς ἐντολές Του, πού θέλουν νά ὁμοιωθοῦν μαζί Του, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τό ἀρχέτυπο τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν εὐαγγελική ἄσκηση, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ἀπαραίτητη τήν ἀπεξάρτησή μας ἀπό τόν κόσμο, τήν ἀπόρριψη τῆς ἐξουσίας του ἐπάνω μας.
Γράφει σχετικά ὁ ὅσιος Σωφρόνιος:
«Γιά νά ὑπηρετήσουμε τόν Χριστό ὁλοκληρωτικά, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κόσμου ἐπάνω μας. Τό νά ἀγνοοῦμε τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά εἶναι συνέπεια καταφρονήσεώς τους· καί αὐτό εἶναι ἄσχημο. Τό νά κρινόμαστε ὅμως πρωτίστως μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐντύπωση πού δημιουργοῦμε στούς ἄλλους, αὐτό μᾶς προσεγγίζει στήν ἐλευθερία πού μᾶς δώρισε ὁ Χριστός (βλ. Γαλ. 5,1)». (ὅ.π. σελ.76)
Ὁ ἐν Χριστῷ ἀσκούμενος δέν καταφρονεῖ κανένα, ἁπλῶς δέν βάζει πάνω ἀπό τόν Χριστό καί τό θέλημά Του ἤ δίπλα τους τίποτε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο. Αὐτή ἡ ἐλευθερία ὅμως δημιουργεῖ ἀναπόφευκτη σύγκρουση.
Γράφει ὀ Ὅσιος:
«Ὅταν ἀκολουθεῖ κάποιος ἀκλινῶς τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, θά ἔλθει ἀναπόφευκτα σέ “σύγκρουση” μέ τόν κόσμο. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀνδρεία, γιά νά ἀποφασίσει τή σύγκρουση αὐτή πού προσλαμβάνει παράδοξες καί ὀδυνηρές μορφές. Ὅλο τό εἶναι μας (νοῦς, ψυχή, σῶμα) πάσχει, διότι κατά παράδοξο τρόπο ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη μᾶς φέρνει σέ ἀντίθεση πρός ἐκείνους γιά τούς ὁποίους μᾶς δόθηκε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀντίφαση αὐτή δημιουργεῖται, διότι ἡ συντριπτική πλειονότητα ἐπιχειρεῖ νά τοποθετήσει τόν Χριστό στό στενό πλαίσιο τῶν γήινων ἐπιθυμιῶν της, σκέψεων καί παθῶν. Ὤ, ἄνθρωπε, εἰκόνα τοῦ ἀπολύτου Θεοῦ, πόσο ἐλαττώθηκες στά δικά σου βεβαίως μάτια!». (ὅ.π. σελ. 77)
Κείμενο μεστό ἀπό πείρα πνευματική, πού δείχνει μέ ρεαλισμό τήν πραγματικότητα τοῦ ἀγώνα κάθε συνειδητοῦ πιστοῦ.
Ποιός εἶναι Ὀρθόδοξος
Σ’ αὐτήν τήν συνάφεια παραθέτω μιά παρατήρησή του πού δείχνει τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καί τήν ἐπίγνωση τῆς τρεπτότητας καί τῆς μερικότητας στήν πρόσληψη τῆς ἀποστολικῆς πίστεως ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο πού εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας:
«Ἀντιλαμβανόμαστε τήν Ὀρθοδοξία “δυναμικά”. Κανένας συνετός ἄνθρωπος δέν θά ἀποκαλέσει τόν ἑαυτό του ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ὀρθόδοξη, ἐνῶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσπαθοῦμε γιά τήν πρόσληψη τῆς διδαχῆς της στήν πληρότητα καί τό ἀλάθητό της. Νά εἶναι κάποιος ὀρθόδοξος σημαίνει νά εἶναι ἅγιος κατά τή ζωή καί τέλειος στή γνώση τῆς Θείας Ἀλήθειας» (ὅ.π. σελ. 80).
Οἱ προδιαγραφές του γιά τόν ἀληθινά Ὀρθόδοξο πιστό εἶναι πολύ ὑψηλές. Γιά νά δικαιοῦται τήν ὀνομασία πρέπει «νά εἶναι ἅγιος κατά τή ζωή καί τέλειος στή γνώση τῆς Θείας Ἀλήθειας».
Σέ ἕνα τέτοιο πλαίσιο ζωῆς δέν χωροῦν οὔτε κίβδηλοι περσοναλισμοί, οὔτε κοντόφθαλμοι φανατισμοί, οὔτε ἰσοπεδωτικοί οἰκουμενισμοί.
Ὅταν μιλᾶ γιά τό πρόσωπο, ἔχει μπροστά του τήν μορφή τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, τήν εἰκόνα τοῦ «Εὐαγγελικοῦ ἀνθρώπου». Δέν μιλᾶ οὔτε γιά ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως, οὔτε γιά ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Δέν ἀποθέτει τό κακό στήν φύση. Γνωρίζει ὅτι: «Τό κακό ὑπάρχει μόνο ἐκεῖ ὅπου συναντιόμαστε μέ τήν ἀρχή τοῦ προσώπου. Τό κακό εἶναι πάντοτε καί κατ’ οὐσίαν προσωπικό» (ὅ.π. σελ.289).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι γράφοντας στόν Δ. Μπάλφουρ, δέν τοῦ προτείνει νά διαβάσῃ Ἰωάννη τοῦ Σταυροῦ, δέν θεωρεῖ αὐτό ὡς τό κατάλληλο ἀνάγνωσμα. Ὁ Μπάλφουρ ἀνάγκασε τόν Ὅσιο νά διαβάσῃ τόν Ἰωάννη τοῦ Σταυροῦ καί ἐκεῖνος μερικῶς τό ἔκανε γιά νά μπορεῖ νά συζητᾶ μαζί του καί νά τοῦ ἀνοίγη τόν αὐθεντικό τρόπο τῆς ὀρθόδοξης ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ ὅσιος Γέροντας στόν Μπάλφουρ πρότεινε:
«Διαβάστε τούς Βίους τῶν Ἁγίων (ἰδιαίτερα τά σλαβωνικά εὐανάγνωστα Μηναῖα τοῦ Ροστώφ). Ὅταν σκέπτομαι τήν περίπτωσή σας, συχνά μοῦ ἔρχεται στό νοῦ ὁ Βίος τοῦ Μεγάλου Ἁγίου Εὐσταθίου τοῦ Πλακίδα (20 Σεπτεμβρίου). Διαβάστε τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν ἐμφανισθεῖ στούς νοερούς ὀφθαλμούς μας ἡ εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δεῖ, ὅταν συναισθανθοῦμε τήν ἀσχημοσύνη (ἀγριότητά) μας σέ σύγκριση μέ τή θεία ἐκείνη εὐγένεια, πρός τήν ὁποία θέλει νά μᾶς ἀνυψώσει ὁ Κύριος, τότε θά διαπιστώσουμε ὅτι ἀπέχουμε ἀπό τήν πραγματική σωτηρία. Τότε αὐθόρμητα θρηνοῦμε, κλαῖμε πικρά, ἀλλά ὁ Κύριος σύντομα μεταβάλλει τήν πικρία σέ γλυκύτητα» (Ἀγώνας Θεογνωσίας, σελ. 92)
Μέ τά ἀναγνώσματα ἐπιδιώκουμε νά «ἐμφανισθεῖ στούς νοερούς ὀφθαλμούς μας ἡ εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δεῖ». Αὐτός ὀ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται γιά τήν καθαρότητα τῆς πίστης, ἀλλά καί τήν διάκριση. Γράφει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος στόν Μπάλφουρ, μέ καθαρότητα καί διάκριση, πρίν ἀκόμη ἐνταχθῇ ἐκεῖνος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία:
«Πιστέψτε με, ἀγαπητέ, ὅτι, ἄν κάποτε ἐπιτρέπω στόν ἑαυτό μου νά χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους “Καθολικοί” καί “Καθολικισμός” ὑποδεικνύοντας τίς ἀνεπάρκειες καί τά λάθη τους, τό κάνω ὄχι μέ σκοπό νά τούς διασύρω (νά μέ φυλάξει ὁ Κύριος ἀπό κάτι τέτοιο). Τό κάνω ὅμως, γιά νά δηλώσω ἁπλά καί ἀπερίφραστα, ὅπου αὐτό ἐπιβάλλεται κατ’ ἀνάγκη, ὅτι δέν ὑπάρχει σέ αὐτούς ἡ ἀλήθεια. Στή δεδομένη μάλιστα περίπτωση μπορῶ νά σᾶς βεβαιώσω ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά ταράζεται ἡ ψυχή σας βλέποντας τή σημαντική, ὡς πρός τήν ἐξωτερική ὀργάνωση καί πειθαρχία, ὑπεροχή τοῦ Καθολικισμοῦ σέ σύγκριση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί αὐτό εἶναι “γῆ”» (ὅ.π. σελ.85)
Γιά ὅσους θεωροῦν ὅτι μέ τήν ἁγιοκατάταξή του θά ἐπιβληθοῦν οἱ συμπροσευχές, συκοφαντώντας ἀνίερα τήν καθαρότητα τῆς πίστης τοῦ Ὁσίου, ἄς δοῦν πῶς καθοδηγοῦσε τόν προσερχόμενο στήν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν Καθολικισμό Μπάλφουρ:
«[...] μιά σημαντική μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νά ἀποδεχθεῖ μιά ἀπό τίς πιό ἐπικίνδυνες αἱρέσεις. Αὐτή ξεκινᾶ ἀπό τήν διαπίστωση ὅτι δῆθεν στίς ἡμέρες μας δέν ὑπάρχει οὔτε μιά ἐκκλησία πού νά ἔχει διαφυλάξει πλήρως τήν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ· ὅτι καμμιά δέν κατέχει σέ ἀπόλυτο βαθμό τή γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας, χαρισματικῆς ζωῆς σέ ἠθικό καί ἀσκητικό ἐπίπεδο· [...]. Ἐπιθυμῶ μόνο κλείνοντας τό θέμα αὐτό νά πῶ παρενθετικά ὅτι πολύ θά ἤθελα (καί γι’ αὐτό προσεύχομαι στόν Θεό) ἐσεῖς νά μή πλανηθεῖτε μέ ὅλα αὐτά, ἀλλά νά πιστεύετε ἀκράδαντα μέ τήν καρδιά καί μέ τό νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδική καί Ἀληθινή Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Χριστός» (ὅ.π. σελ. 160-161)
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του τοῦ ἔγραφε: «Ὅταν στερεωθεῖτε στήν πίστη, θά ἀνακαλύψετε στή συνέχεια ἀμέτρητο ἀριθμό ἀποδείξεων σχετικά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πίστεως: α) θεολογικοῦ, β) ἠθικοῦ, ἀσκητικοῦ καί γ) ἱστορικοῦ χαρακτήρα. Τότε θά σᾶς καταστεῖ ἀναμφίβολα σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπό ὅλες τίς ἄλλες ἐκκλησίες σέ τρία ἐπίπεδα, γιατί:
α) μόνη αὐτή ἀληθεύει πλήρως στή θεολογία της,
β) μόνη αὐτή γνωρίζει τό μυστήριο τῆς χάριτος, τῆς ἁγίας ζωῆς, καί διαφυλάσσει στήν πληρότητα τή θεία χάρη, καί
γ) εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, ἡ θεμελιώδης, ἡ βασική, ἀπό τήν ὁποία ἀποσχίσθηκαν κατά καιρούς μεγαλύτερα ἤ μικρότερα τμήματα». (ὅ.π. σελ. 110)
Θά κλείσουμε τό σημείωμά μας μέ μιά παρατήρηση τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, πού εἶναι δηλωτική τῆς μεγάλης πείρας του, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται (καί ὡς προφητική ρήση) στόν ἴδιο, ζῶντος ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή του.
Μετά τήν περιγραφή μιᾶς ἐμπειρίας του, ὅταν γεννήθηκε μέσα του βαθειά μετάνοια, μέ τήν ὁποία αἰσθανόταν ὅλη του τήν ζωή ὡς μιά ἀδικία, γράφει: «Καί ἐκεῖνο πού σᾶς διηγήθηκα δέν εἶναι ἀκίνδυνο νά λέγεται σέ ἀνθρώπους πού δέν γνώρισαν τήν πνευματική ζωή καί δέν εἶναι ἱκανοί νά διακρίνουν τή χάρη ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά θέλουν νά τά ἐξηγοῦν ὅλα μέ ἐπιστημονικό τρόπο. Νά διηγεῖται, δηλαδή, κάποιος στούς ἀνθρώπους ὅτι ὁ Κύριος συγχώρησε ἁμαρτίες ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο, σημαίνει νά δίνει “τό ἅγιον τοῖς κυσί”. Ἀγνοώντας ἐντελῶς τή θεωρία τοῦ φωτός (τοῦ νοεροῦ, τοῦ ἀΰλου) καί τά ἄλλα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τό πένθος, οἱ ἄνθρωποι τόν δυσφημοῦν καί τόν διασύρουν» (ὅ.π. σελ. 70-71).
Ἄς συλλογιστοῦν αὐτήν τήν παρατήρηση ὅσοι τόν δυσφημοῦν καί τόν διασύρουν, ἀνίκανοι νά προσεγγίσουν τό πνεῦμα τοῦ λόγου του, πού εἶναι τό πνεῦμα τῆς ἀδιάλειπτης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία.
Αὐτά πού γράψαμε εἶναι πολύ λίγα. Πλούσιο ὑλικό γιά τήν ζωή, τήν θεολογία καί τήν ὁρολογία τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, μέ ἀναλύσεις χαρακτηριστικῶν πτυχῶν τῆς διδασκαλίας του ἔχει ἀποθησαυρισθῇ στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής». Προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες ὄχι ἁπλῶς γιά ἀνάγνωση ἤ μελέτη, ἀλλά γιά ἐντρύφηση.
Ὡς ἐπίλογο σέ ὅσα σημειώσαμε παραθέτω τίς πρῶτες παραγράφους ἀπό τό κεφάλαιο: «Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος καί ἡ ἀποδοχή του ἀπό τούς Ρώσους», τοῦ βιβλίου «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία»:
«Ἀπέναντι στίς συκοφαντίες τῆς προσωπικότητάς του, στίς παρερμηνεῖες τῶν λόγων του καί στίς κακοποιήσεις τῶν ποιμαντικῶν συμβουλῶν του, βλέπουμε τόν Γέροντα Σωφρόνιο μέσα ἀπό τά κείμενά του νά στέκεται ταπεινός καί μεγαλοπρεπής, καθαρός στούς λόγους καί εὐγενής στούς τρόπους, μέ τόν νοῦ στόν Ἅδη, χωρίς ἀπόγνωση, καί τό πολίτευμα στόν Οὐρανό, ὁλόκληρο μέσα στήν περιπέτεια τῶν τέκνων τοῦ χοϊκοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ἐνδεδυμένο τόν Νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό, μέσα στήν κόλαση τῶν “κάτω συρομένων”, ἀλλά ὡς “ὑπερόπτης τῶν κάτω καί μύστης τῶν ἄνω”.
Βέβαια, αὐτός τώρα δέν εἶναι ὅπως ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν δοῦμε μέσα στά κείμενά του. Στά κείμενά του εἶναι ὁ σπόρος, τώρα ἔγινε ἀκατανόητος ἀπό ἐμᾶς βλαστός, ἕτοιμος γιά τήν μέλλουσα ἀνθοφορία καί καρποφορία. Μετά τήν ἀπόθεση τοῦ σώματός του, ἔχει περάσει ὡς ὑπόσταση φλεγόμενη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλον τρόπο ὑπάρξεως, ἀπρόσβλητο ἀπό τήν μικρότητα τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων καί ἀπείραστο ἀπό τήν κακία τοῦ διαβόλου»(σελ. 251).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου