Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Θεία Θεά η Μορφή Σου

Καύχημα καί παρηγοριά των Λευκαδίων η Ιερά Μονή Φανερωμένης, μέ τή μακραίωνη ιστορία της, δεσπόζει στο λόφο της Κυράς, σέ ένα έξαίσια κατανυκτικό τοπίο, πού σκέπει καί καλλύνει η Σεπτή Εικόνα της προστάτιδας του κόσμου.
Κατά τήν Ιερά παράδοση η Αχειροποίητος Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης ιστορήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη άπό τόν αγιογράφο καί εφημέριο της Μεγάλης Εκκλησίας της του Θεού Σοφίας Ιερομόναχο Κάλλιστο.

Ο σεβάσμιος Κάλλιστος της απέδωσε τήν προσωπωνυμία « Η ΠΕΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ » γιά τό θαυμαστό τρόπο κατά τόν οποίο η ίδια η Παναγία φανέρωσε τόν Τύπο της Μορφής Της στό ήδη προετοιμασμένο πρός αγιογράφηση ξύλο. «ΠΕΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ» ονομάστηκε, προσδιορίζοντας καί γραμματικά, ως μετοχή παρακειμένου, τήν ήδη φανερωθείσα μορφή. Συνηθιζόταν δέ νά εορτάζεται η τιμή της Παναγίας τήν ημέρα του Άκαθίστου Ύμνου.

Τό έτος 1886 τό Καθολικό του Μοναστηριού καταστράφηκε ολοσχερώς άπό πυρκαγιά καί παραδόθηκε στις φλόγες η Άχειροποίητος Εικόνα της Παναγίας. Ο τότε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλάρετος Καρύδης ανέθεσε στό λευκαδίτη Αγιορείτη Ιερομόναχο Βενέδικτο Καββαδά τήν εξεύρεση κατάλληλου Αγιογράφου γιά νά φιλοτεχνήσει πιστό άντίγραφο της Σεπτής Εικόνος.

Ο Ιερομόναχος Βενέδικτος έκρινε ως καταλληλότερο Αγιογράφο τόν Ιερομόναχο Βενιαμίν Κοντράκη από τήν συνοδεία των Γαλατσιάνων του Καρακαλινού κελλιού του Γενεσίου της Θεοτόκου στίς Καρυές του Αγίου Όρους. Παράλληλα ο Κουτλουμουσιανός μοναχός Ανατόλιος Μεσολογγίτης καί άλλοι Αγιορείτες πολίτες, καταγόμενοι από τή Λευκάδα, συνέδραμαν οικονομικά στήν αγιογράφηση της Ιεράς Εικόνος.

Ένα χρόνο αργότερα, τό έτος 1887, ολοκληρώθηκε η ιστόρηση του αντιγράφου, τό οποίο μεταφέρεται την παραμονή του Αγίου Πνεύματος στή Λευκάδα καί κλήρος καί λαός συγκινημένοι υποδέχονται μέ τιμές τήν Κυρά Φανερωμένη, προστάτιδα καί πολιούχο του νησιού.
Η Ι. Εικόνα, διαστάσεων 1,20 εκ. ύψος καί 80 εκ. πλάτος, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Αγιορείτικης τεχνοτροπίας του 19ου αιώνα, μέ έκδηλες τίς δυτικές επιδράσεις στόν συγκεκριμένο τύπο εεκόνας «της Κυράς των Αγγέλων».

Τό στοιχείο πού καθιστά τήν Ι. Εἰκόνα μοναδική είναι ακριβώς αυτή η τεχνοτροπία της, δουλεμένη μέ τήν τεχνική της ακιδογραφίας, περισσότερο γνωστής ως «σγκραφίτο». Κατά αυτήν επιστρώνεται η επιφάνεια του ξύλου μέ ένα προκαταρκτικό χρώμα, εδώ μέ φύλλο χρυσού, επικαλύπτεται αυτό μέ δεύτερο καί στή συνέχεια αφαιρείται, γιά τήν ακρίβεια ξύνεται μέ ακίδα, τό επιφανειακό επίχρισμα έτσι ώστε τό εμφανιζόμενο καλλιτεχνικό σχέδιο νά έχει την απόχρωση του υποστρώματος.
Αρχίζοντας τήν περιγραφή μας από τή μορφή του «παιδίου» Ιησού Χριστού, του κεντρικού προσώπου της Εικόνος, παρατηρούμε τό έντονα ρεαλιστικό βλέμμα Του καί τό χαρακτηριστικά ευρύ μέτωπό Του, πού αποκαλυπτει τή Θεϊκή σοφία Του. Φέρει διακοσμημένο φωτοστέφανο μέ επιγραφή στόν εγχάρακτο σταυρό «Ο ΩΝ». Ευλογεί μέ το δεξιό Του χέρι καί στό αριστερό κρατά τό Βιβλίο της Ζωής (Αποκ. ιγ,8). Ο χιτώνας Του έχει γήινες αποχρώσεις (terra verde), ενώ ο μανδύας βαθύ κυανό [indigo blue] με τις πτυχές του να φωτίζονται με πραγματική χρυσαλοιφή.
Η Παναγία ένθρονη άτενίζει καί καθηλώνει τόν προσκυνητή μέ τό φως του Προσώπου Της και τή γλυκύτητα της Μορφής Της, πού δεσπόζει στήν Εικόνα. Οι συμμετρίες των χαρακτηριστικών Της σκιαγραφούν τό έκδηλα Θεομητορικό ήθος της καί ο ακτινωτός φωτοστέφανος διαχέει τό μυστικό Φώς Της.
Τά Πανάχραντα χέρια της Θεομήτορος, μέ διακοσμημένες – έπιχρυσωμένες χειρίδες, βαστάζουν τόν Υιό της. Ανασηκώνει μέ το δεξιό χέρι Της το αριστερό πόδι του Κυρίου καί μέ τό αριστερό Της χέρι μας προτρέπει νά προσκυνήσουμε τόν Σωτήρα του κόσμου.
Άξιο θαυμασμού είναι τό εξωτερικό ένδυμα της Παναγίας (τό μαφόριον). Μας εκπλήσσουν οι εκλεπτυσμένες λεπτομέρειες, πραγματικό χρυσοποίκιλτο κέντημα «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη …» (ψαλμ. μδ,10), χρώματος ρόζ μέ τά βαθύτερα μέρη του [γραψίματα] νά προσεγγίζουν τό βαθύ κόκκινο. Στήν άκρη του, στό σειρίτι, επιδέχεται τήν τεχνική του στιλβωτού [στίλβω: γυαλίζω, λουστράρω], σκιάζοντάς το μέ τό σπάνιο ορυκτό χρώμα «αίμα δράκου» καί κοσμείται μέ εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια. Στό ύψος των βραχιόνων, κατά μήκος του γαλονιού, κρέμονται τα ερυθρόχρυσα κρόσσια, σύμβολο των ουράνιων χαρισμάτων Της, «εν κροσσωτοίς χρυσοίς …» (ψαλμ. μδ,14).
Ευδιάκριτα είναι καί τά τρία αστέρια, στό μέτωπο καί στούς ώμους, τά οποία συμβολίζουν τό αειπάρθενο της Θεοτόκου. Τό εσωτερικό ρούχο σέ σκούρα απόχρωση, όπως καί ο μανδύας του Χριστού, επισημαίνει την θεολογική αλήθεια οτι ο Χριστός ως Θεός ενδύθηκε τήν Ἀνθρώπινη φύση καί η Παναγία ως άνθρωπος τή θεϊκή χάρη. Παράλληλα μέ αυτή τήν αντίστροφη αντιστοίχιση των χρωμάτων στάενδύματα. ισορροπούν εικαστικά οι χρωματικές αναλογίες της Εικόνας. Από τόν χιτώνα προεξέχουν τά λιτά υποδήματά Της, πού τονίζουν μέ τό κόκκινο χρώμα τους καί τά χρυσά ψιμμύθιά τους, πού δίνουν τόν απαραίτητο φωτισμό, τήν βασιλική ιδιότητα της Άνασσας.
Μία λεπτομέρεια πού μένει απαρατήρητη από τό βλέμμα του προσκυνητή είναι η χρώματος μπλέ ουρανί (serulen) στρωμνή στό κάθισμα του θρόνου, πού αποδεικνύει καί αυτή τήν εξαιρετικά καλλιτεχνική φροντίδα.
Εκατέρωθεν παρίστανται οι δύο Άρχάγγελοι, Μιχαήλ καί Γαβριήλ, οι οποίοι στηρίζονται στίς πλαϊνές προεξοχές του θρόνου. Στραμμένοι πρός τό Χριστό και την Παναγία σεβίζουν μέ τά χέρια τους εσταυρωμένα στό στήθος, φέροντας ο καθένας πάνω άπό τούς ακτινωτούς φωτοστεφάνους τους τά μονογράμματα «Μ» καί «Γ» άντίστοιχα. Οι εξωτερικοί μανδύες των Αρχαγγέλων, μέ τούς έντονους σέ κόκκινο καί ρόζ χρωματισμούς, έκπέμπουν χρυσίζον φως.
Αξιοσημείωτη είναι η λεπτομέρεια των έσωτερικών ενδυμάτων τους (στοιχάρια), πού στολίζονται στό μεγαλύτερο μέρος τους μέ κομψό καί ρεαλιστικό φυτικό διάκοσμο, παράλληλα είναι δουλεμένα αριστοτεχνικά μέ τήν τεχνική του σγκράφιτο ώστε νά δίνουν τήν εντύπωση υφαντών. Τά φτερά τους, χρώματος γκρί – πράσινου, σέ άπόλυτη σχηματική αρμονία μεταξύ τους, πλαισιώνουν τίς μορφές της Εικόνας.
  
Ο μεγαλοπρεπής θρόνος προσδίδει στό σύνολο βασιλική αίγλη. Τό ἐρεισίνωτο είναι στολισμένο με αχνούς υδατογραφικούς φυτικούς σχεδιασμούς σε χρώμα βαθύ κυανό, οι οποίοι, εξαιτίας της οξείδωσης από τό βερνίκι, πλέον είναι δυσδιάκριτοι. Επίσης είναι πλαισιωμένο μέ διακόσμηση πού δίνει τήν εντύπωση σκαλισμένου ξύλου, όπως καί τά πλαϊνά στηρίγματά του (βάσεις) μέ τά χαρακτηριστικά άνεπτυγμένα φύλλα άκανθας.
Ο κάμπος [φόντο] στό πάνω μέρος της Εικόνος, δουλεμένος έπίσης μέ τήν περίτεχνη μέθοδο του στιλβωτού καί της ακιδογραφίας, απεικονίζει συστάδες φυλλωμάτων, πλεγμένα μεταξύ τους, τά οποία χαρίζουν ένα θαυμάσιο σύνολο. Στό κέντρο, μέσα σέ τονισμένο μέ λευκό φόντο πλαίσιο, επιγράφεται μέ χρυσούς κεφαλαίους καλλιγραφικούς χαρακτήρες «Η ΠΕΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ». Στις δύο γωνίες, μέσα σέ χρυσούς κύκλους διακρίνουμε ευανάγνωστα μέ κεφαλαιογράμματη γραφή σέ σύντμηση τό «ΜΡ» (μήτηρ) «ΘΥ» (θεού).

Τό υποπόδιο [βάση του θρόνου] είναι χρώματος θαλασσί, συμβολική απεικόνιση του Ιονίου. Η άπόχρωση δέ αυτή, κυριαρχεί καί στά ένδύματα της Θεομήτορος, του Ιησού καί των Αρχαγγέλων, ωστόσο μέ τήν πάροδο του χρόνου έχει υποστεί καί αυτό σημαντικές χρωματικές άλλοιώσεις.
Στό κάτω μέρος της Εικόνος, σέ φόντο βαθύ πράσινο αναγράφονται, μέ χρυσά καλλιτεχνικά γράμματα, στήν κάτω αριστερά γωνία τά ονόματα των δωρητών: «Δαπάνη Βενεδίκτου Ιερομονάχου Καββαδά. Ανατωλίου μοναχού Μεσολογγίτου, καί Αγιορίται Λευκάδιοι πολίται» καί στήν κάτω δεξιά γωνία υπογράφει ο Αγιογράφος: «Εν Αγίω Όρει τοῦ Ἄθῳ τῷ ᾳωπζ! (1887) Χειρεί Βενιαμίν Ιερομονάχου Κ. Κοντράκη».

Η περικαλλής καί θαυματουργική Είκόνα της Παναγίας Πεφανερωμένης άποτελεί ένα θαυμάσιο έργο εκκλησιαστικής τέχνης. Ωατόσο ο θαυμασμός μας γιά αυτή τήν υπέροχη σύνθεση επισκιάζεται άπό τήν ευγνωμοσύνη μας πρός τήν Μητέρα όλων των Χριστιανών, η οποία μέ τήν εξαίσια φανερωμένη μορφή Της αναδεικνύει μέ ενάργεια δογματικές αλήθειες, ανυψώνει τά μάτια της ψυχής στή δόξα της Αγίας Τριάδας καί τήν εμπνέει νά απευθύνει ύμνο κατανυκτικό στή Θεομήτορα καί τόν Υιό της.
«Τόν τύπον της μορφής Σου Θεοτόκε Πανάχραντε,
τόν Αχειροποίητον πάντες, προσκυνούντες τιμώμέν Σε …»
Εκ του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου