Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Όσιος Δαυίδ ο εν Θεσσαλονίκη

Αυτός ο επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος απαρνήθηκε νωρίς την πατρίδα του τη Μεσοποταμία, όπως και κάθε δεσμό με τον κόσμο, για να σηκώσει τον σταυρό και να ακολουθήσει τον Κύριο ασπαζόμενος τη μοναχική πολιτεία στη Μονή των Αγίων Θεοδώρου και Μερκουρίου, τη λεγομένη Κουκουλιατών, στη Θεσσαλονίκη. 
Δουλαγωγούσε τις ορμές της σαρκός και των παθών της με σύντονη άσκηση και καθοδηγούνταν στην επιστήμη των θείων αρετών με τη μελέτη των Γραφών και τους Βίους των αγίων. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τους αγίους Στυλίτες: τον Συμεών τον Πρεσβύτερο, τον Συμεών του Θαυμαστού Όρους, τον Δανιήλ, τον Πατάπιο και τους ομοίους τους.
Φλεγόμενος από την επιθυμία να τους μιμηθεί, ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά που βρισκόταν δεξιά του ναού της μονής και εγκαταστάθηκε σε ένα κλαδί ως στυλίτης ενός νέου είδους (Δενδρίτης). Προσφέροντας ολοτελώς τον εαυτό του «θέατρο για τους αγγέλους και τους ανθρώπους» (Α΄ Κορ. 4, 9) υπέμενε με καρτερία της καιρικές αντιξοότητες, δαρμένος από τους ανέμους, μουσκεμένος από τη βροχή, καμένος από τον ήλιο και εκτεθειμένος κατά τον χειμώνα στο χιόνι και στο ψύχος. Δεν είχε καν τη σταθερότητα που διέθεταν οι στυλίτες πάνω στον στύλο τους και κρατιόταν πάνω στο κλαδί του σαν ένα πουλί που ανέπεμπε προς τον Θεό νυχθημερόν τις γλυκιές μελωδίες των ύμνων του και τους αδιάλειπτους αίνους του.

Άνθρωποι θεοσεβείς και γεμάτο ζήλο για την αρετή έγιναν μαθητές του και παρακαλούσαν τον όσιο να κατέβει από το κλαδί του για να τους καθοδηγήσει στη μοναχική ζωή. Ο Δαυίδ όμως απαντούσε ότι θα κατέβαινε μετά από τρία χρόνια, αφού θα είχε λάβει σημείο από τον Θεό. Όταν πέρασε το ορισμένο διάστημα, ένας άγγελος εφάνη σ’ αυτόν και του ανήγγειλε ότι η ουράνια πολιτεία του ήταν αρεστή στον Θεό, αλλά ήταν πια καιρός να κατέβει για να αποσυρθεί σε κελλί, πριν του ανατεθεί μια άλλη αποστολή. Ο Δαυίδ ανακοίνωσε το όραμα αυτό στους μαθητές του και, αφού του ετοίμασαν ένα νέο μικρότατο ησυχαστήριο, τον κατέβασαν από το δένδρο, παρουσία του τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Δωροθέου, και πλήθους κληρικών. Τελέστηκε η θεία Λειτουργία και κατόπιν ο όσιος αφοσιώθηκε στον έγκλειστο βίο εν μέσω πνευματικής γιορτής και ευχαριστηρίων ύμνων. Προσευχόμενος αδιαλείπτως, χωρίς περισπασμούς, ο όσιος περίσσευσε σε χάρη και ευλογία παρά Θεού. Μια νύχτα, καθώς οι στρατιώτες της φρουράς ανέβαιναν στα τείχη, είδαν φωτιά να βγαίνει από το παράθυρο του κελλιού του. Το πρωί που πήγαν εκεί, έμειναν έκπληκτοι βλέποντας το κελλί άθικτο και τον άνθρωπο του Θεού σώο και αβλαβή. Το ίδιο θαύμα επαναλήφθηκε συχνά και όλη η πόλη έγινε μάρτυρας αυτού. Ένας από τους κατοίκους, ο Παλλάδιος, που είδε με τα μάτια του πολλές φορές το θαύμα, είπε: «Αν ο Θεός δίνει τόση δόξα στους δούλους Του, πόση τάχα επιφυλάσσει στον μέλλοντα αιώνα, όταν τα πρόσωπά τους θα λάμψουν όπως ο ήλιος;». Και αναχώρησε για να γίνει μοναχός στην Αίγυπτο.

πό τη δόξα αυτή του Θεού, που ήταν το αντικείμενο της θεωρίας του, ο άγιος Δαυίδ έλαβε την εξουσία να εκβάλλει δαιμόνια. Χάριζε έτσι το φως σε τυφλούς και θεράπευε κάθε ασθένεια επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού, έτσι που ολόκληρη η πόλη τον θεωρούσε φύλακα άγγελό της.
Κατά τους χρόνους εκείνους οι ορδές των Σλάβων και Αβάρων, που από κοινού είχαν εισβάλει στη Μακεδονία ερημώνοντάς την, απειλούσαν το Σίρμιο, έδρα του επάρχου του Ιλλυρικού. Αυτός έγραψε τότε στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, συνιστώντας σε αυτόν να στείλει ως πρεσβευτή στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό έναν ενάρετο άνδρα για να του ζητήσει να μεταθέσει την έδρα του στη Θεσσαλονίκη, τα τείχη της οποίας αποσοβούσαν όλες τις βαρβαρικές επιχειρήσεις. Συγκεντρωμένοι γύρω από τον επίσκοπο, οι άρχοντες και κληρικοί της πόλης, αποφάνθηκαν όλοι με μια φωνή ότι μόνο ο Δαυίδ ο έγκλειστος ήταν άξιος να τους αντιπροσωπεύσει στον αυτοκράτορα. Ο όσιος, προφασιζόμενος το προχωρημένο της ηλικίας του, αρνήθηκε στην αρχή· αλλά φέρνοντας στη μνήμη του το μήνυμα του αγγέλου, ενέδωσε προλέγοντας ότι επιστρέφοντας θα παρέδιδε τη ψυχή του λίγα μόλις στάδια μακριά από το κελλί του. Όταν ο όσιος Δαυίδ βγήκε από το κελλί του, όλοι οι κάτοικοι γονάτισαν μπροστά του βλέποντας την επιβλητική όψη του· τα μαλλιά και τα γένια του έφθαναν μέχρι τα πόδια του και το πρόσωπό του, όμοιο με εκείνο του σεβάσμιου πατριάρχη Αβραάμ, ακτινοβολούσε θεία δόξα. Ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη με δύο μαθητές του, αλλά όταν έφθασε το παλάτι ο αυτοκράτορας έλειπε και έγινε δεκτός από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία του ζήτησε να προσευχηθεί για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας και της Βασιλεύουσας. Μαθαίνοντας κατά την επιστροφή του ο Ιουστινιανός ότι βρισκόταν εκεί ένας άνθρωπος του Θεού, συνεκάλεσε τη Σύγκλητο για να μάθει το αίτημά του. Ο όσιος Δαυίδ παίρνοντας στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα και βάζοντας άφθονο θυμίαμα θυμίασε τον ηγεμόνα και όλη τη Σύγκλητο για μία ώρα περίπου, δίχως να αισθανθεί το παραμικρό κάψιμο. Ο αυτοκράτορας εντυπωσιάσθηκε, δέχθηκε ευνοϊκά το αίτημα του μητροπολίτη που μετέφερε ο Δαυίδ και συναίνεσε στη μετάθεση της έδρας της επαρχίας Ιλλυρικού στη Θεσσαλονίκη (535), απέστειλε μάλιστα τον όσιο στην πατρίδα του με τιμές. Όταν το πλοίο έφθασε κοντά στον φάρο της Θεσσαλονίκης, σε ένα σημείο απ’ όπου ήταν ορατό το μοναστήρι του οσίου, ο Δαυίδ ανήγγειλε στους μαθητές του ότι είχε φθάσει η ώρα του· και, αφού τους έδωσε τον ασπασμό της ειρήνης και ανέπεμψε στον Θεό μια τελευταία δέηση, παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή (540). Παρά τον ισχυρό άνεμο, το καράβι έμεινε ακίνητο και απλώθηκε μια θεϊκή ευωδία, ενώ ακούστηκαν ουράνιες φωνές. Όταν πια αυτές σίγησαν, το καράβι συνέχισε τον δρόμο του. Ο μητροπολίτης και όλοι οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τον όσιο στην ακτή και, σύμφωνα με τις τελευταίες επιθυμίες του, πήγαν να τον ενταφιάσουν στη μονή του.

Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, ο ηγούμενος, θέλοντας να προμηθευτεί ένα μέρος των λειψάνων του, είπε να ανοίξουν τον τάφο, αλλά η πλάκα που τον κάλυπτε έγινε χίλια κομμάτια. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο επόμενος ηγούμενος κατάφερε να ανοίξει το μνήμα και το σκήνωμα του οσίου βρέθηκε άφθορο. Για πολλούς αιώνες τα τίμια αυτά λείψανα συνέχισαν να θαυματουργούν. Τα λείψανα αυτά όμως μεταφέρθηκαν στην Παβία της Ιταλίας κατά τη Φραγκοκρατία (1222) και αποδόθηκαν στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης το 1978.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοῖς ὁσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σε, θερμὸν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.
—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἐπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου Πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ζωῆς τῆς μακαρίας, δι’ ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 10ος (Ιούνιος), σελ. 306–308.
Θεώρηση κειμένου: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»· Αθήναι, Φεβρουάριος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης: π. Δαμιανός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου