«Ένας Ελβετός, κάνοντας πορεία στον Άθω να, βρέθηκε μπροστά σε μια καλύβι, που δεν διέφερε και πολύ από ταυροκάλυβο. (Ταυροκάλυβο στό Όρος ονομάζουν τόν χώρο στον όποιο σταβλίζουν τα αρσενικά βόδια.)
Κτύπησε δειλά-δειλά τήν πόρτα. Μια ισχνή φωνή τον κράζει νά περάσει μέσα. Ό Γέροντας, καθισμένος στό ξυλοκρέβατο, γύριζε στα δάκτυλά του το κομποσκοίνι. Ό ξένος περιέφερε τα ματιά του στο ξεροκάλυβο και στο τέλος περιεργάσθηκε το Γέροντα μέσα στα τρίχινα ενδύματα του. Οι κουβέντες έλειπαν άπ' τή γλώσσα, αλλά τά πάντα ήταν εκφραστικά. Ό Γέροντας ζει τη φτώχεια και την περιφρόνηση. Δεν παίζει μέ τά θεία πράγματα, νά κάνη το σπουδαίο, γι' αυτό παραμένει άγνωστος. Ο ξένος έβγαλε απ' το πορτοφόλι του πενήντα δολάρια να δώσει στο Γέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου