«Αμέσως. Έρχομαι αμέσως, παρακαλώ», φώναξε.
Ο ιερέας άνοιξε τη νότια θύρα του ιερού, για να δει ποιος ήταν αυτός που κτυπούσε έντονα και παρατεταμένα.
Βρέθηκε μπροστά σε μία γιαγιά που κρατούσε ένα μπαστούνι στο χέρι της και κτυπούσε τη θύρα.
«Πάτερ», είπε εκείνη παίρνοντας το δεξί χέρι του ιερέα να το φιλήσει. «Θέλω να μου διαβάσεις μία ευχή για να κοινωνήσω».
Ο ιερέας δεν την είχε ξαναδεί. Μα δεν παραξενεύτηκε. Πολλοί άνθρωποι, και αρκετά προχωρημένης ηλικίας, έρχονταν στον κεντρικό ναό που υπηρετούσε, γιατί ήταν προσκυνηματικός ναός πρώτον, αλλά και πέρασμα γι’ αυτούς που κατέφθαναν από την επαρχία και έρχονταν είτε για δουλειές είτε και για ιατρικούς λόγους.
«Μία ευχή; Τι ευχή;» είπε ο ιερέας, περισσότερο για να δώσει ώθηση για περισσότερες διευκρινίσεις στη μεγάλης ηλικίας γυναίκα, παρά γιατί δεν… κατάλαβε.
«Μία ευχή, πάτερ. Αυτό που διαβάζετε οι παπάδες στην εξομολόγηση. Ήρθα από το νησί μου για κάποιες εξετάσεις στην καρδιά μου εδώ στη μεγάλη πόλη, κι είπα να έρθω για να μπορώ να κοινωνήσω».
Η Εκκλησία ήταν πολύ ήσυχη εκείνη την πρωινή ώρα. Η πρωινή ακολουθία του όρθρου είχε τελειώσει προ πολλού. Υπήρχαν κάποιοι προσκυνητές, οι οποίοι όμως άναβαν διακριτικά το κεράκι τους και προσκυνούσαν τις εικόνες. Μερικοί κάθονταν σε απομονωμένα στασίδια και έκαναν την προσευχή τους. Το μόνο που ακουγόταν ήρεμα και μελωδικά, ήταν το απαλό ψάλσιμο από ένα cd της μικρής παράκλησης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σαν «απόηχος» από τον όρθρο είχε μείνει και το… «άκουσμα» της ευωδίας του λιβανιού από το πρωινό θυμιάτισμα.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε με μεγάλη στοργή ο ιερέας στη γιαγιά, που του θύμιζε τη δική του γιαγιά, καθώς την πήρε από το χέρι και την καθοδήγησε να κάτσει σ’ ένα κάθισμα στο σολέα του ναού. Κάθισε κι αυτός δίπλα της. Τον κοίταξε ερωτηματικά η ηλικιωμένη νησιώτισσα.
«Κάθε πότε περίπου κοινωνάτε;»
«Ε, τηρούμε τις παραδόσεις μας, παππούλη μου. Οι γονείς μου ήταν καλοί άνθρωποι και μας έμαθαν να πηγαίνουμε πάντοτε στην Εκκλησία και να παίρνουμε τακτικά την αγία μεταλαβιά».
«Δηλαδή, κάθε πότε;» επέμεινε ο ιερέας.
«Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα, της Παναγιάς μας το δεκαπενταύγουστο», είπε η γιαγιά και σταυροκοπήθηκε.
«Δεν είναι λίγες οι φορές αυτές;» τη ρώτησε ο παπάς, κι άθελά του επικέντρωσε στο αριστερό ροζιασμένο ρυτιδωμένο χέρι της γιαγιάς. «Πόσες δουλειές και μάλιστα βαριές δεν έχουν κάνει αυτά τα χέρια!» του ήλθε η σκέψη. «Χέρια ανθρώπου… δουλευταρά!». Του ‘ρθε να βάλει μετάνοια και να τα φιλήσει. Γιατί τα συνέκρινε ντροπιασμένος με τα δικά του χέρια, τα ντελικάτα, τα συνηθισμένα να τελούν μόνο τις ακολουθίες, κάποιες εργασίες στο ιερό, άντε και τις γραφικές στο γραφείο, μερικά διακονήματα στο σπίτι, για να βοηθήσει λίγο την παπαδιά του! Το μυαλό του πέταξε και στα χέρια κάποιων ιερέων της επαρχίας, οι οποίοι παράλληλα με τα ιερατικά τους ήταν και αγρότες! Την πρώτη φορά που τα ‘χε δει κι έσκυψε να τα φιλήσει, σαν να… σοκαρίστηκε! Σαν πέτρες του φάνηκαν. Και τότε είχε νιώσει το ίδιο ντροπιασμένος!
«Εμ, πόσες πρέπει να κοινωνάμε τον Κύριο;» άκουσε τη γυναίκα να του λέει, και… επανήλθε. «Ο πατέρας μου μας έλεγε, θυμάμαι από τα μικράτα μου, ότι η μεταλαβιά δεν είναι… σούπα – συγγνώμη για την έκφραση, παπά μου! – για να την παίρνει κανείς συνεχώς. Κι απορώ κι εγώ που βλέπω μερικές και στο δικό μου το νησί, πολύ περισσότερο εδώ στην πόλη που έρχομαι, να κοινωνάνε πολύ συχνά. Μερικές φορές και κάθε φορά που ο παπάς λειτουργάει!» Η απορία της φαινόταν να συμπλέκεται μ’ ένα είδος αδιόρατης οργής. Οι πιστοί που κοινωνούσαν συχνά ήταν για τη γιαγιά αυτή, τη νησιώτισσα, την άξια γυναίκα, κάποιοι ίσως… βλάσφημοι και ιερόσυλοι!
Ο παπάς αισθάνθηκε κάποια δυσφορία, την οποία είχε νιώσει και την ένιωθε αρκετά συχνά, όταν βρισκόταν μπροστά σε παρόμοιες αντιλήψεις. Δεν έφταιγαν οι απλοί ή και απλοϊκοί μερικές φορές αυτοί άνθρωποι. Έτσι είχαν μάθει έτσι έκαναν. Κι ήταν μέσα στην «ευλογημένη» γι’ αυτούς… παράδοση του τόπου και της εκκλησιάς τους. Αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποια κατήχηση; Να μάθει ο λαός μας, ο καλός αυτός λαός μας, το μεγαλείο της πίστης του, τις δωρεές του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, τη χαρά Εκείνου όταν εμείς Του προσφέρουμε τη συμμετοχή μας στο σώμα και το αίμα Του;
«Γιαγιά μου», έπιασε να λέει ο ιερέας πιάνοντας το γεροντικό χέρι, κι ήταν σαν να απευθυνόταν στη δική του γιαγιά. «Μου επιτρέπετε να σας προσφωνώ με τον τρόπο αυτόν, έτσι δεν είναι;» Δεν είπε τίποτε η γιαγιά, κι έδειξε ότι χαίρεται την κίνηση του παπά. «Η χαρά του Θεού μας είναι να κοινωνάμε όσο το δυνατόν πιο συχνά. Γι’ αυτό άλλωστε ήλθε ο Κύριος στον κόσμο. Σταυρώθηκε για εμάς, πήρε πάνω Του τις αμαρτίες μας, αναστήθηκε, αναλήφθηκε, έστειλε το άγιο Πνεύμα Του στην Εκκλησία που είναι το δικό Του σώμα, για να μπορούμε ακριβώς να είμαστε πάντοτε μαζί Του. Και είμαστε κυρίως μαζί Του, όταν Τον κοινωνάμε. Όταν Τον μεταλαβαίνουμε, και το σώμα Του και το αίμα Του γίνεται ένα με το δικό μας σώμα και με το δικό μας αίμα. Υπάρχει σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο από αυτό;»
Η γιαγιά δεν κουνιόταν. Μόνον άκουγε. «Γι’ αυτό και εκείνοι που βλέπετε να κοινωνάνε τακτικά, κάποιοι μάλιστα κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, καλώς πράττουν. Αυτοί πρέπει να είναι τα παραδείγματά μας, ώστε κι εμείς αν είναι δυνατόν να τους μοιάσουμε. Αρκεί βεβαίως…», κοντοστάθηκε ο παπάς, γιατί κάτι είδε σαν παραξένεμα στα μάτια της γιαγιάς, «… οι πιστοί αυτοί να έχουν την άδεια του πνευματικού τους, που σημαίνει ότι εξομολογούνται κατά καιρούς τις αμαρτίες τους, καθοδηγούνται από τον πνευματικό, κι εκείνος επομένως κρίνει ότι μπορούν να συμμετέχουν όσο πιο τακτικά γίνεται στη Θεία Ευχαριστία. Αυτό γινόταν, γιαγιά μου, και στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Τότε μάλιστα οι χριστιανοί κοινωνούσαν καθημερινά, ορισμένοι μάλιστα, όταν για διαφόρους λόγους δεν μπορούσαν να πάνε να κοινωνήσουν, έπαιρναν και τη θεία κοινωνία και στο… σπίτι τους! Τέτοιο πόθο και αγάπη είχαν προς τον Κύριο. Αλλά και ζούσαν ασφαλώς και αγιασμένη ζωή. Γιατί η θεία Κοινωνία πάντοτε, το ξέρετε αυτό καλά, πρέπει να συμβαδίζει με την τήρηση από εμάς των εντολών του Χριστού μας. Θέλω να πω, γιαγιά μου, ότι ένας πιστός χριστιανός, που αγαπάει τον Κύριο, που προσπαθεί να ζει όσο είναι δυνατόν σαν κι Εκείνον, αυτός αμαρτάνει αν δεν κοινωνεί τακτικά».
Η νησιώτισσα φαινόταν λίγο να… χάνει τη σειρά. «Αμαρτάνει αν δεν κοινωνεί τακτικά; Δηλαδή, εγώ, παππούλη, που δεν κοινωνάω τόσες φορές σαν τους άλλους που σας είπα, αυξάνω τις αμαρτίες μου;»
«Εξαρτάται, όπως σας είπα. Αν προσεύχεσθε, αν δεν κρατάτε κακίες μέσα στην καρδιά σας για τον όποιο συνάνθρωπό σας, αν προσπαθείτε να αναπνέετε, όπως λέμε, τον Χριστό, τότε, ναι! Αμαρτάνετε! Αν όμως, δεν πολυπροσεύχεσθε, αν κυρίως δεν συγχωρείτε με την καρδιά σας κάποιον που σας αδίκησε και σας έβλαψε, αν… κι άλλα πράγματα, τότε όχι! Δεν αμαρτάνετε που δεν κοινωνάτε, αλλά αμαρτάνετε πολύ περισσότερο γιατί ακριβώς δεν μένετε πάνω στα λόγια του Χριστού μας. Δεν εφαρμόζετε τις εντολές Του!»
Ο παπάς στράφηκε και κοίταξε την απορημένη λίγο γερόντισσα στα μάτια. «Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα; Μου ζητήσατε να σας διαβάσω μία ευχή. Δηλαδή να εξομολογηθείτε χωρίς εξομολόγηση. Έτσι δεν είναι;» «Ναι, παιδάκι μου. Γιατί ούτε έκλεψα ούτε σκότωσα, παιδί δεν έριξα, αντρόγυνο δεν χώρισα. Τι άλλο λοιπόν να πω;»
«Κρατάτε καμία κακία μέσα σας για κανέναν συγχωριανό σας ή για κάποιον τέλος πάντων συνάνθρωπό σας; Γιατί, το έχετε ακούσει από το Ευαγγέλιο αυτό, αν κρατάμε μέσα μας κακία απέναντι στον όποιον συνάνθρωπό μας, ακόμη και τον εχθρό μας, τότε δεν μπορούμε όχι μόνο να κοινωνάμε, αλλ’ ούτε καν και να προσευχόμαστε και να βλέπουμε στα μάτια τον Χριστό, την Παναγία μας, τους αγίους μας. Κι είδατε, γιαγιά, τι λέει ο Χριστός μας; Όχι μόνο να μην κρατάμε κακία, αλλά και να τον αγαπάμε τον εχθρό μας. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών…».
Η γιαγιά που καθόταν κι άκουγε τον παπά ήταν απλή γυναίκα, αλλά όχι βεβαίως χαζή. Καταλάβαινε τι έλεγε ο ιερέας του Θεού κι έβλεπε ότι τα λόγια του μπαίνουν στην καρδιά της και της προκαλούν ένα είδος… αναστάτωσης. Ειδικά αυτά που είπε στο τέλος για αγάπη και προς τους εχθρούς. Αυτή δεν είχε εχθρούς, έτσι πίστευε, μα δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον κουνιάδο της που είχε βλάψει τόσο πολύ τον άνδρα της. Θέλησε να του φάει την περιουσία των γονιών τους, και σ’ ένα βαθμό το είχε καταφέρει. Κι έβλεπε την αδικία. Και της δημιουργούσε τούτο μέσα της αντάρα και πόνο. Γιατί η αρπαγή των χωραφιών του άντρα της από τον αδελφό του, πλήγωνε και αδικούσε και τα δικά της παιδιά. Αυτό δεν μπορούσε να το σηκώσει. Πώς να συγχωρήσει αυτό που και ο ίδιος ο Θεός δεν… ήθελε;
«Παππούλη, έχω μέσα μου θυμό για τον κουνιάδο μου. Αλλά αυτό είναι το δίκιο. Γιατί μας έκανε κακό μεγάλο. Και δεν νομίζω ότι μπορώ να τον συγχωρέσω. Δεν το θέλει ούτε … ο Θεός!»
Ο ιερέας ξαναείπε τα λόγια του Κυρίου. Έπιασε από τον ώμο τη γερόντισσα και με πολλή ταπείνωση και σεβασμό της εξήγησε ότι κατανοεί τη θέση της – κι αυτός στον κόσμο τούτο ζει – μα αν δεν συγχωρήσουμε κυρίως αυτόν που μας έχει αδικήσει και βλάψει, όχι μόνο δεν θα συγχωρηθούμε από τον Θεό, αλλά κι εμείς οι ίδιοι θα σέρνουμε μέσα μας πάντοτε ένα τεράστιο αγκάθι. «Εμείς τελικά την πληρώνουμε όταν δεν συγχωρούμε τους άλλους. Μένει μέσα μας μία αρρώστια και ζούμε μία κόλαση. Ξέρετε τι να κάνετε, γιαγιά;» είπε τελικά ο ιερέας.
«Τι;» έκανε η ηλικιωμένη γυναίκα, φανερά εξουθενωμένη, που πήγε για μία… «ευχή» ενός λεπτού, και βρέθηκε να κάθεται ώρα τώρα και να ακούει τους λόγους του παπά. Το ‘νιωθε όμως ότι ο παπάς έκανε αυτό που έπρεπε. Βαθιά μέσα της ήξερε την αλήθεια αυτών που της εξηγούσε. Αισθανόταν όμως τόσο αδύναμη. Το δίκιο της την… έπνιγε και την «κατάπινε».
«Γιαγιά μου», άκουσε τα τελευταία λόγια του ιερέα πριν εκείνος την σηκώσει για να την αποχαιρετίσει, «όταν δεν μπορούμε κάτι να κάνουμε από αυτό που μας ζητάει ο Χριστός μας, στρεφόμαστε σ’ Εκείνον και του λέμε την αδυναμία μας. Του ζητάμε να μας βοηθήσει κι Εκείνος ανάλογα με το τι καρδιά Του το λέμε, μας δίνει τη χάρη και γίνεται πράξη το αδύνατο. Γιαγιά, ζητήστε από τον Κύριο να σας βοηθήσει. Και θα δείτε το θαύμα στη ζωή σας».
Σηκώθηκε ο παπάς κι έπιασε και τη γερόντισσα να τη σηκώσει. Σηκώθηκε με δυσκολία. «Πάτερ, τώρα που σας είπα αυτό που υπάρχει στην καρδιά μου, δεν θα μου διαβάσετε τη συγχωρητική ευχή; Να μην μεταλαβαίνω;»
«Θα κάνετε προσευχή να σας δώσει ο Θεός δύναμη να απαλλαγείτε από το βάρος σας αυτό;» ρώτησε σχεδόν με αγωνία ο ιερέας, ικετεύοντας σχεδόν την θετική απάντηση της σεβαστής νησιώτισσας.
«Ναι, πατέρα μου. Θα προσπαθήσω. Θα παρακαλέσω τον Χριστό και την Παναγιά μας. Το ξέρω μέσα μου ότι έτσι είναι τα πράγματα, όπως μου τα είπατε».
Ο ιερέας φόρεσε το πετραχήλι του και διάβασε με αίσθηση ψυχής τη συγχωρητική ευχή. Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του.
«Και κάνοντας την προσευχή αυτή διαρκώς, να παίρνετε και σεις τον Κύριο με την αγία κοινωνία όσο μπορείτε πιο συχνά», απόσωσε τον λόγο του ο παπάς, κι αγκάλιασε την πονεμένη και αδικημένη γερόντισσα, ενθυμούμενος τον παρήγορο λόγο του οσίου Γέροντα Παϊσίου: «Οι αδικημένοι του κόσμου τούτου, είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Χριστού μας. Τους βάζει κατευθείαν στην καρδιά Του».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου