Εορτάζει στις 2 Ιανουαρίου και στις 19 Ιουλίου (ανακομιδή του αγίου λειψάνου του).
Ο όσιος Σεραφείμ προστάτευε το κοινόβιο από τις δυσκολίες και τις συμφορές. Έτσι π.χ. στον ανεγερθέντα ναό της Γεννήσεως του Χρίστου, όπου γινόταν διαρκής ανάγνωσις του Ψαλτηρίου,
άφησε εντολή να καίη πάντοτε κερί ενώπιον της εικόνος του Σωτήρος και ακοίμητη κανδήλα ενώπιον της εικόνος της Θεοτόκου. Πρόσθεσε ότι αν η εντολή του αυτή τηρηθή ακριβώς, η αδελφότητα του Ντιβιέγιεβο δεν θα υποστή θλίψεις και συμφορές• ούτε θα υπάρξη έλλειψις λαδιού.
Κάποτε όμως, όταν όλοι είχαν βγη από τον ναό, η εκκλησάρισσα είδε ότι η κανδήλα είχε σβύσει και το λάδι είχε μέχρι τέλους καή. Αυτό ήταν το τελευταίο λάδι. Τότε θυμήθηκε τους λόγους του οσίου Σεραφείμ και σκέφθηκε ότι αυτοί δεν εκπληρώθηκαν και άρα δεν πρέπει να πιστεύσωμε ούτε στις άλλες του προρρήσεις. Άρχισε να κλονίζεται η πίστις της στο προορατικό του χάρισμα. Ξαφνικά άκουσε ένα κρότο. Σήκωσε το κεφάλι και είδε ότι η κανδήλα είχε ανάψει, ήταν γεμάτη λάδι και μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν δύο χαρτονομίσματα. Τρομαγμένη έτρεξε στην γερόντισσα Ελένη Μαντάροβα, στην οποία και υποτασσόταν, και της διηγήθηκε τι είχε συμβή. Καθ’ οδόν την συνάντησε κάποιος χωρικός και της έδωσε τριακόσια ρούβλια σε χαρτονόμισμα για λάδι της ακοίμητης κανδήλας υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των γονέων του.
***
Κατά την προσευχή, ο όσιος έδινε μεγάλη σημασία στα γνήσια κεριά, τα οποία έκαιαν στο κελλί του ενώπιον των εικόνων. Αυτό το εξήγησε τον Νοέμβριο του 1831 στον διάλογο του με τον Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Διηγείται ο Μοτοβίλωφ: «Βλέποντας στον στάρετς πολλές κανδήλες και ιδίως μεγάλο αριθμό αγνών κεριών μεγάλων και μικρών σε διαφόρους στρογγυλούς δίσκους, στους οποίους από το μακροχρόνιο στάξιμο των κεριών είχαν σχηματισθή ολόκληροι λοφίσκοι από κερί, σκέφθηκα μέσα μου: Γιατί άραγε ο πατερούλης ανάβει τόσο πολλές κανδήλες και κεριά και προξενεί ανυπόφορη ζέστη στο κελλί του;
Και εκείνος, ωσάν να έλεγε στους λογισμούς μου να σιωπήσουν, μού είπε: «Εσείς θα θέλατε να μάθετε φιλόθεε, για ποια αιτία ανάβω τόσες κανδήλες και κεριά ενώπιον των εικόνων. Να λοιπόν γιατί: Καθώς γνωρίζετε έχω πολλά πρόσωπα πού με αγαπούν και ευεργετούν τις ορφανούλες μου του Μύλου. Αυτοί μού φέρουν λάδι και κεριά και με παρακαλούν να προσεύχωμαι γι’ αυτούς. Όταν διαβάζω την ακολουθία μου, τους μνημονεύω μία φορά στην αρχή. Επειδή όμως τα ονόματα είναι πολλά και εγώ δέν μπορώ να τα επαναλαμβάνω σε κάθε σημείο της ακολουθίας οπού πρέπει να μνημονευθούν, διότι ο χρόνος δεν θα μου αρκούσε, ανάβω όλα τα κεριά υπέρ αυτών ως θυσία στον Θεό, ένα κερί για τον καθένα. Για μερικούς ανάβω ένα μεγάλο κερί και για άλλους πάλι ανάβω μία κανδήλα. Και όπου χρειάζεται στην ακολουθία να τους μνημονεύσω, λέγω: Κύριε μνήσθητι πάντων των δούλων σου, υπέρ των ψυχών των οποίων εγώ ο ελεεινός άναψα ενώπιον σου αυτά τα κεριά και τις κανδήλες. Ότι δε τούτο δεν είναι κάποια δική μου επινόησις ή κάποιος δικός μου ζήλος πού δεν βασίζεται σε καμμία θεϊκή εντολή, θα σου φέρω ως απόδειξι τους λόγους της θείας Γραφής. Εκεί λέγεται ότι ο Μωϋσής άκουσε την φωνή του Κυρίου να τον προστάζη ”ίνα καίηται λύχνος διαπαντός, εν τη σκηνή του μαρτυρίου έξωθεν του καταπετάσματος του επί της διαθήκης καύσει αυτό Ααρών και οι υιοί αυτού αφ’ εσπέρας έως πρωί εναντίον Κυρίου.” Να, φιλόθεε, γιατί η Αγία Εκκλησία του Θεού παρέλαβε ως συνήθεια να ανάβωνται στους ιερούς ναούς και στα σπίτια των χριστιανών κανδήλες ενώπιον των αγίων εικόνων του Κυρίου, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των αγίων ανθρώπων, οι οποίοι ευαρέστησαν στον Κύριο».
Ο όσιος θεράπευε συχνά τους ασθενείς αλείφοντας τους με λάδι από τη κανδήλα πού κρεμόταν ενώπιον της εικόνος της Θεοτόκου, στο κελλί του, την οποία αποκαλούσε Χαρά όλων των χαρών.
Πάντοτε τόνιζε ιδιαιτέρως να έχουν διαρκώς στην γλώσσα και την καρδιά: την Κυριακή προσευχή «Πάτερ ημών», την αρχαγγελική «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη…», το Σύμβολο της πίστεως, και την ευχή του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό». «Σ’ αυτά, έλεγε, ας συγκεντρώνεται όλη σου η προσοχή• είτε κάθεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε έρχεσαι, είτε αναχωρείς, είτε βρίσκεσαι στο ναό πριν από την έναρξη της ακολουθίας, αυτά έχε συνεχώς στο στόμα σου και στην καρδιά σου. Με αυτή την επίκληση του ονόματος του Θεού θα ευρείς ανάπαυση, θα κατορθώσεις την κάθαρση σαρκός και πνεύματος και θα σκηνώσει μέσα σου το Πνεύμα το Άγιον, η πηγή όλων των αγαθών, και θα σε οδηγεί στην αγιοσύνη, εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι».
Τον χρόνο πού απέμενε στον όσιο από τις υποχρεώσεις του προς τους επισκέπτες, τον αφιέρωνε στην προσευχή. Τελώντας με την χαρακτηριστική σ’ αυτόν ακρίβεια και επιμέλεια τον κανόνα του προς σωτηρίαν της ψυχής του, προσευχόταν συγχρόνως και παρακαλούσε θερμά τον Θεό για όλους τους ζώντες και κεκοιμημένους ορθοδόξους χριστιανούς. Γι’ αυτό, όταν διάβαζε Ψαλτήρι, σε κάθε στάσι του ανέπεμπε ανελλιπώς δεήσεις με όλη την καρδιά του ως εξής:
α) Για τους ζώντες: «Σώσον Κύριε και ελέησον πάντας τους ορθοδόξους χριστιανούς και πάντας τους διαβιούντας εν παντί τόπω της δεσποτείας Σου. Χάρισαι αυτοΐς Κύριε, την ψυχικήν και την σωματικήν υγείαν και συγχώρησον αυτοίς πάν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον και ταις αγίαις ευχαίς αυτών ελέησον και εμέ τον αμαρτωλόν».
β) Για τους κεκοιμημένους: «Ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων Σου, των προπατόρων, πατέρων και αδελφών ημών, των ένθάδε κειμένων και απανταχού ορθοδόξων. Χάρισαι αυτοίς, Κύριε, την βασιλείαν Σου και την μέθεξιν της Σης άπειρου και μακάριας ζωής και συγχώρησον αυτοίς πάν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον».
***
Στα τέλη του 1832 ο όσιος μέτρησε ένα χώρο παραπλεύρως του ιερού βήματος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τον οποίο προόριζε για τάφο του. Ανήμερα των Χριστουγέννων, μία εβδομάδα προ της εκδημίας του, ο όσιος ήλθε στην θεία Λειτουργία και μετέλαβε των αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Μετά την λειτουργία συνομίλησε με τον ηγούμενο π. Νήφωνα. Τον παρακάλεσε να φροντίζει τους αδελφούς, ιδίως τους νεώτερους, και ζήτησε να τον θάψουν στο μνήμα που ο ίδιος είχε ετοιμάσει. Την πρώτη Ιανουαρίου του 1833, ημέρα Κυριακή, ήλθε για τελευταία φορά στον ναό των αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου, ασπάσθηκε όλες τις εικόνες και άναψε παντού κεριά. Κατόπιν, όπως συνήθιζε, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά το πέρας της λειτουργίας αποχαιρέτισε τους παρευρισκομένους στον ναό αδελφούς, τους ευλόγησε όλους, τους ασπάσθηκε και τους είπε παρηγορώντας τους: «Σώζεσθε· μην ολιγοψυχείτε· αγρυπνείτε· σας ετοιμάζονται στέφανοι». Κατόπιν ασπάσθηκε τον σταυρό και την εικόνα της Θεοτόκου, πήγε στην άγια Τράπεζα, έβαλε την συνήθη μετάνοια και βγήκε από την βόρεια Πύλη του ιερού.
Την ημέρα εκείνη ο αδελφός Παύλος, ο οποίος, μένοντας κοντά στον όσιο, του έφερε τροφή και τον εξυπηρετούσε, αντιλήφθηκε ότι ο όσιος Σεραφείμ πήγε τρεις φορές στον ήδη έτοιμο τάφο του και έμεινε εκεί πολλή ώρα με το βλέμμα προσηλωμένο στην γη. Ο ίδιος αυτός μοναχός, ευρισκόμενος το βράδυ στο κελί του, άκουσε τον όσιο να ψάλλει αναστάσιμους ύμνους. Την επομένη, στις δύο Ιανουαρίου, ο π. Παύλος βγήκε από το κελί του για την πρωινή λειτουργία στις έξι η ώρα το πρωί. Στον προθάλαμο του κελιού του οσίου Σεραφείμ αισθάνθηκε μυρωδιά καπνού. Στο κελί του γέροντα έκαιαν πάντοτε πολλά κεριά. Όταν του εφιστούσαν την προσοχή ότι απ’ αυτά μπορεί να προκληθεί πυρκαγιά, συνήθως απαντούσε: «Έως ότου ζω δεν θα γίνει πυρκαγιά· όταν όμως πεθάνω η τελευτή μου θα αναγγελθεί με πυρκαγιά». Έτσι και έγινε. Ο π. Παύλος αφού είπε την συνήθη ευχή κτύπησε την πόρτα του κελιού. Δεν έλαβε απάντηση. Η πόρτα ήταν από μέσα κλειδωμένη με σύρτη. Τότε λοιπόν, πιστεύοντας ότι ο όσιος έχει φύγει στην έρημό του και ότι στο κελί του κάτι καίεται, κάλεσε τους αδελφούς. Παραβίασαν την πόρτα και είδαν ότι δεν υπήρχε φωτιά. Στον πάγκο κοντά στην πόρτα υπήρχαν βιβλία και κάτι υφάσματα τα οποία έφερναν στον γέροντα διάφοροι επισκέπτες· αυτά είχαν καεί μάλλον από τις σπίθες που πετούσαν τα κεριά. Φωτιά όμως δεν υπήρχε πια· η τελευταία σπίθα έσβηνε την στιγμή εκείνη. Έξω ήταν ακόμη σκοτάδι· η αυγή μόλις χάραζε. Το κελί ήταν επίσης σκοτεινό. Οι πατέρες της μονής άναψαν κερί και είδαν τον πατέρα Σεραφείμ ασκεπή και ντυμένο το συνηθισμένο του λευκό ζωστικό να είναι γονατισμένος στο σημείο όπου τελούσε τον καθημερινό κανόνα του, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης. Στον λαιμό του είχε μεταλλικό σταυρό· τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος του· επάνω στο αναλόγιο, ενώπιον της εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, ήταν ανοικτό το βιβλίο, από το οποίο τελούσε τον κανόνα του. Νομίζοντας ότι κοιμάται, προσπάθησαν να τον ξυπνήσουν προσεκτικά, άλλα δεν πήραν καμία απάντηση· ο όσιος είχε τελειώσει την επί γης ασκητική του ζωή. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το πρόσωπό του όμως ολοζώντανο και εξαϋλωμένο από την μνήμη του Θεού και την προσευχή. Το σώμα του ήταν ακόμη ζεστό, ωσάν το πνεύμα του ακριβώς την στιγμή εκείνη να είχε αφήσει την γήινη κατοικία του. Με την ευλογία του ηγουμένου Νήφωνος οι αδελφοί πήραν στα χέρια τους το σώμα του μακαρίου γέροντα και το εναπέθεσαν στο γειτονικό κελί του ιερομόναχου Ευσταθίου. Εκεί του έπλυναν το μέτωπο και τα γόνατα, το έντυσαν κατά την μοναχική τάξη, το τοποθέτησαν στο φέρετρο και το μετέφεραν στο καθολικό.
Η είδηση της κοιμήσεως του οσίου διαδόθηκε αστραπιαία και αμέσως συνέρρευσε στο μοναστήρι όλος ο λαός της γύρω περιοχής. Όλοι θρηνούσαν και έκλαιαν πικρά για τον θάνατο του δικαίου, ιδίως οι αδελφές του Ντιβιέγιεβο που έχασαν τον πνευματικό πατέρα και κηδεμόνα τους. Αυτές ήσαν πολύ περισσότερο απαρηγόρητες, φοβούμενες ότι δεν θα υπήρχε άνθρωπος αντάξιος να τον αντικαταστήσει ως πνευματικός καθοδηγητής.
Την νύκτα της μακάριας τελευτής του οσίου Σεραφείμ, ο ιερομόναχος Φιλάρετος που ασκήτευε στην έρημο του Γκλινσκ, βγαίνοντας από το ναό μετά τον όρθρο έδειξε στους αδελφούς ένα παράδοξο φως στον ουρανό και είπε: «Να πώς ανεβαίνουν στον ουρανό οι ψυχές των δικαίων! Την στιγμή αυτή η ψυχή του πατρός Σεραφείμ αναλαμβάνεται στον ουρανό».
Πηγή: Αρχιμ. (Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου