Έχουν κορυφωθεί τελευταία οι συζητήσεις για τον «χωρισμό» Εκκλησίας – Πολιτείας σε συνδυασμό με την αναθεώρηση του Συντάγματός μας. Είναι δε πέρα για πέρα φανερό πώς νοείται, από την πλευρά τουλάχιστον, της Πολιτείας.
Το σκοπούμενο είναι η πλήρης αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από το Έθνος, η ιδιωτικοποίηση της παραδοσιακής μας Πίστης για τη μεταβολή του Έθνους –και όχι μόνο του Κράτους- σε ά-θρησκο και, τελικά, άθεο.
Στην παγκοσμιοποίηση, που είναι ο τελικός προορισμός της ανθρωπότητας, κατά τους σχεδιασμούς της Υπερδύναμης, συμπορεύονται δύο τάσεις: η αθεΐα και η πανθρησκεία, που είναι πρακτική αθεΐα, ως πολυθεΐα.
Στην παγκοσμιοποίηση, που είναι ο τελικός προορισμός της ανθρωπότητας, κατά τους σχεδιασμούς της Υπερδύναμης, συμπορεύονται δύο τάσεις: η αθεΐα και η πανθρησκεία, που είναι πρακτική αθεΐα, ως πολυθεΐα.
Οι σχέσεις όμως Εκκλησίας και Έθνους (συνεπώς και της Πολιτείας) στην ελληνορθόδοξη παράδοση είναι ιστορικά διαμορφωμένες και αποτελούν ουσιώδες συστατικό της ταυτότητάς μας. Το σημαντικότερο δε, διακρατούν την ενότητα του Έθνους, κάτι που λειτουργεί σωτήρια σε δυσχείμερες περιόδους της ιστορίας του. Στην ουσία του Έθνους μας, που χαρακτηρίζεται στην παράδοσή μας ως Λαός του Θεού και Σώμα Χριστού, ήδη από την εποχή Αποστόλων (Πραξ. Κειμ. 2,4 και 6) καθιερώθηκαν δύο διακονίες (δεν λέμε εξουσίες) σύμφωνα με το δυσυπόστατο του ανθρώπου: διακονία του σώματος και διακονία της ψυχής, με όλα τα συναφή με τα δύο αυτά μεγέθη προβλήματα.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικές στιγμές αυτής της πορείας και της αδιατάρακτης ως σήμερα συνέχειάς της. Αποφασιστική ήταν η πρόταση του Μ. Κωνσταντίνου (4ος αι.) να θεωρείται «επίσκοπος των εκτός». Δηλαδή, σε όσα αφορούν στον Λαό του Θεού –το εθνικό Σώμα- και βρίσκονται έξω από τα εσωτερικά της Εκκλησίας. Έτσι διαμορφώνονται οι σχέσεις Ιερωσύνης και Βασιλείας, και όχι κατά την δυτική και μη ορθόδοξη ορολογία: Εκκλησίας και Πολιτείας. Μη λησμονείται ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός ή Παπισμός και ο Προτεσταντισμός είναι χριστιανισμός άλλου είδους, σαφώς διακρινόμενος από την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, που συνεχίζεται στην Ορθοδοξία.
Υπήρξαν βέβαια και ταλαντεύσεις σ’ αυτήν τη σχέση, προκαλούμενες από την ανθρώπινη αδυναμία και την αμαρτία. Γι’ αυτό ο μεγάλος αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος αναγκάζεται να διακηρύξει: IMPERATOR EST INTRA ECCLESIAM, NON SUPRA ECCLESIAM (Ο αυτοκράτορας, και το κράτος προφανώς, είναι μέσα στην Εκκλησία – μέλος της δηλαδή και αυτός– και όχι πάνω από την Εκκλησία, δηλ. το Γένος). Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος θα αναγκαστεί να πει στον (αρειανό) αυτοκράτορα Ουάλεντα: «Οίδα ότι πρόβατον ει της εμής ποίμνης». Η Πολιτεία ποιμαίνει το Γένος στα κοινά και η Ιερωσύνη (Εκκλησία) στα πνευματικά.
Η νομική καταξίωση ήλθε με τους αυτοκράτορες Ιουστινιανό (518-565) και συνεχίσθηκε με τους διαδόχους του. Ο Ιω. Τζιμισκής (969-976) ορίζει καθαρά ότι έργο της Ιερωσύνης είναι η «επιμέλεια ψυχών» και της Βασιλείας (Κράτους) η «επιμέλεια σωμάτων», ώστε να διακονείται ολόκληρος ο άνθρωπος, ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα. Από δύο «διακονικές εξουσίες» με ρόλους διακριτούς, αλλά συνδεόμενους μεταξύ τους, βάσει της αρχής της «συναλληλίας», ομόνοιας δηλαδή και συνεργασίας. Σημαντικό δε ότι οι διακριτοί ρόλοι και η συναλληλία των δύο διακονιών συνεχίσθηκαν και στη δουλεία, μέσα στην Εθναρχία. Με κέντρο τον Ναό ως τόπο σύναξης των «Προυχόντων – διακόνων» του σώματος, Κληρικοί και Προεστοί/Δημογέροντες διακρατούν τους διακριτούς ρόλους τους, με ενοποιητικό μεταξύ τους στοιχείο τη διακονία του Λαού.
Το ίδιο πνεύμα διαπνέει το Έθνος και μετά την Ελληνική Επανάσταση (1821). Κατά το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου (1.1.1822) εξακολουθούν να ισχύουν οι Νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, κάτι που πολέμησε με πάθος ο ευρωπαϊστής Κοραής. Με τους Βαυαρούς θα κλονισθεί και εν πολλοίς θα καταργηθεί ο σεβασμός της εθνικής μας ταυτότητας, με βάση τα νέα πρότυπα, την παπική απολυταρχία και την προτεσταντική πολιτειοκρατία. Η βούληση του έθνους όμως, για τη συνέχιση της ταυτότητάς του, φαίνεται στην Ευχή της Ακολουθίας για την εγκατάσταση «δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής» που είναι κείμενο του 19ου αιώνα. Εκεί γίνεται λόγος για «άρχοντες», που μας έδωσε ο Θεός «κατά την καρδίαν ημών» (πρβλ. Ιερ. 3,15), διότι εμείς τους εκλέγουμε. Τονίζεται όμως για το έργο τους: «Διακονησάτωσαν και ου διακονηθήτωσαν». Συνεχίζεται, δηλαδή, η συνείδηση ότι το έργο και της Πολιτείας είναι διακονικό και όχι εξουσιαστικό. Άλλωστε μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος υπουργός, που αυτό ακριβώς σημαίνει: διάκονος, υπηρέτης. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος μάλιστα (679) εισήγαγε και τον όρο: υπουργία, που είναι έννοια παράλληλη προς εκείνη της διακονίας. Διακονία στα πνευματικά, υπουργία στα κοινωνικά.
Ήδη δε, στο Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, που θα επαναλαμβάνεται και στα επόμενα Συντάγματα της Χώρας μας μέχρι σήμερα, γίνεται λόγος για «επικρατούσα θρησκεία». Πολλοί όμως αγνοούν, ακόμη και πολιτικοί, ότι ο όρος εμφανίζεται το 1803 στο Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας, του πρώτου δηλαδή Ελληνικού Κράτους στη Νεώτερή μας Ιστορία. Σημαίνει δε έκτοτε τη «θρησκεία» της πλειοψηφίας. Έχει δε σημασία ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, που αναγνωρίζονται συνταγματικά (άρθρο 13). Ο όρος συνεπώς «επικρατούσα» δεν δείχνει κάποια εύνοια προς τη θρησκεία της πλειοψηφίας.
Αλλά και οι σχέσεις «Εκκλησίας-Πολιτείας» είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες, με βάση τον Νόμο 590/1977 ως απόρροια του Συντάγματος του 1975. Ο Νόμος αυτός είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετὰ τῆς Πολιτείας, προκειμένου περὶ θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς τὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος, τῆς ἐν τῷ στρατεύματι θρησκευτικῆς ὑπηρεσίας, τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, τῆς φροντίδος διὰ τὴν περίθαλψιν τῶν δεομένων ἐν γένει προστασίας, τῆς διαφυλάξεως τῶν ἱερῶν κειμηλίων καὶ ἐκκλησιαστικῶν καὶ χριστιανικῶν μνημείων, τῆς καθιερώσεως νέων Θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ζητεῖ δὲ τὴν προστασίαν τῆς Πολιτείας ὁσάκις προσβάλλεται ἡ θρησκεία». Θα προσθέταμε όμως, εκτός και αν τη θρησκεία μας «προσβάλλει» η ίδια η Πολιτεία. Όλα αυτά μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και όχι στην πάλαι ποτέ Σοβιετία ή την Αλβανία του Χότζα.
Δεν πρέπει όμως να παραθεωρηθεί το γεγονός ότι ο «χωρισμός» δεν είναι ανάγκη να εκφρασθεί ως τέλεια διακοπή των σχέσεων και φανερή σύγκρουση Εκκλησίας-Πολιτείας. Κάτι τέτοιο δεν θα συνέφερε πρώτα την ίδια τη Πολιτεία. Ο χωρισμός με την έννοια της «ουδετερότητας» μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως αυξημένη πολιτειοκρατική πίεση πάνω στην Εκκλησία για την πλήρη εξουθένωσή της. Μία εκκλησιαστική διοίκηση, συνεπώς, που παραδίδει τον εκκλησιαστικό χώρο στην οποιαδήποτε Πολιτεία, εγκληματεί κατά της Εκκλησίας, αλλά και κατά του Έθνους, κακά τα ψέματα.
Η Ορθοδοξία είναι το «κινδυνευόμενον και προκείμενον», και αυτή ενοχλεί τους «προστάτες» μας. Διότι η Ορθοδοξία μάς διαφοροποιεί πλήρως από την άλλη Ευρώπη. Η εξουθένωση της Ορθοδοξίας με τη διάλυση της Εκκλησίας εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο. Και λυπούμαι, διότι η Διοίκηση της Εκκλησίας μας δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κατανοήσει, λόγω των εξαρτήσεών της και της εθελοδουλείας της. Στην περίπτωση όμως αυτή πρόκειται για έγκλημα εσχάτης προδοσίας κατά της Πίστεως και της αποστολικοπατερικής παράδοσής μας. Ό,τι δεν πέτυχαν μέχρι σήμερα οι διώκτες και πολέμιοι της Ορθοδοξίας το πραγματοποιεί ένα μέρος της Διοικούσας Εκκλησίας μέσα σε χαμόγελα και φιλοφρονήσεις. Ας μη λησμονείται όμως ότι «Θεός ου μυκτηρίζεται» (Γαλ.6,7), αλλά ούτε και ο λαός Του, όταν φυσικά κατανοήσει τί τεκταίνεται εις βάρος, όχι μόνον του κλήρου, αλλά και του έθνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου