O Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, κατά κόσμον Νικόλαος Χατζηνικολάου, ένας άνθρωπος, ο οποίος αφιερώθηκε, και υπηρετεί τον Θεό, επιτελώντας σημαντικό έργο στην μητρόπολη που υπηρετεί.
Στο πλαίσιο του ποιμαντικού του έργου τον Μάρτιο του 2010 ιδρύθηκε από την Ιερά Μητρόπολη και λειτουργεί ηΜονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας «Γαλιλαία», η οποία αποτελεί μοναδικό κέντρο ανακούφισης ενήλικων ασθενών με καρκίνο στην Ελλάδα.
Ο Σεβασμιώτατος, μας άνοιξε την πόρτα της Μητρόπολης μα κυρίως την πόρτα της ψυχής του και αποκάλυψε τι ήταν εκείνο που τον ώθησε να αφήσει την κοσμική του καριέρα του και να αφιερωθεί στον Θεό και μέσα από αυτόν να υπηρετεί τον συνάνθρωπο.
Ένας άνθρωπος με λαμπρό βιογραφικό, με σπουδές στη φυσική, αστροφυσική, μηχανολογία, με διδακτορικό στον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, ένας σπουδαίος επιστήμονας ο οποίος σπούδασε στο Harvard, στο ΜΙΤ, στα οποία δίδαξε ενώ παράλληλα εργαζόταν στη NASA, μας εξομολογείται: «Η επιστήμη μου έμαθε να σκέπτομαι, ενώ η Εκκλησία μου μαθαίνει να αγαπώ».
«Ο Θεός είναι το παν!»
«Ο Θεός είναι το παν!», μας αναφέρει αν και εντελώς βιωματικό για εκείνον - αλλά και για τον καθένα μας ξεχωριστά - ωστόσο είναι και αυτό που τον κάνει να αισθάνεται… πληρότητα, αλλά και όλα όσα κάνει - ακολουθώντας το δρόμο της Ιεροσύνης - να αποκτούν άλλο νόημα!
Ο ίδιος ωστόσο επιστήμη και Θεό τα… «παντρεύει» τονίζοντας ότι «η εμπειρία της επιστημονικής λογικής έχει μια θεϊκή γεύση», ενώ η εμπειρία της πίστης έχει θεϊκή όραση. «Η σκέψη μόνη της και η γνώση είναι μισό πράγμα. Το κράμα πίστης και αγάπης έχει πληρότητα».
Σεβασμιώτατε, σπουδάσατε Φυσική, αστροφυσική στο Harvard, μηχανολογία στη Μασσαχουσέτη, με διδακτορικό στον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας κ.ά., τι ήταν εκείνο που σας έκανε να τα αφήσετε μία λαμπρή καριέρα πίσω σας, να «κλείσετε» ένα λαμπρό βιογραφικό όσον αφορά την επιστημονική σας πορεία και να αφιερωθείτε στο Θεό. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ακολουθήσετε το δρόμο της ιεροσύνης;
«Έτσι που ρωτάτε είναι σαν αυτό που τώρα κάνω να είναι δεύτερης κατηγορίας ή τουλάχιστον λιγότερο λαμπρό. Δεν ξέρω αν είναι λαμπρό, αλλά είναι πολύ όμορφο, ουσιαστικό και αληθινό. Είναι μοναδικό! Επίσης συγκρίνετε την καριέρα και την επιστημονική πορεία με τον Θεό. Ο Θεός είναι το παν. Αν κανείς το καταλάβει, είναι δυνατόν να χάσει την ευκαιρία; Εν πάση περιπτώσει, η επιστήμη μου έμαθε να σκέπτομαι. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Η Εκκλησία μου μαθαίνει να αγαπώ. Ξεκίνησα από το πρώτο και συνεχίζω με το δεύτερο. Δεν είναι λάθος ο δρόμος. Η σκέψη μόνη της και η γνώση είναι μισό πράγμα. Το κράμα πίστης και αγάπης έχει πληρότητα».
Γνωρίζετε και εσείς ότι ο επιστημονικός ορθολογισμός εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος αντίπαλος της πίστης, κάθε μορφής πίστης, εξάλλου είναι πιο «φιλικός» στην ανθρώπινη νοημοσύνη και φέρει τη «γοητεία του νέου». Εσείς ως άνθρωπος της επιστήμης που «υπηρετήσατε» αυτόν τον ορθολογισμό, έχοντας την εμπειρία, με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι μπορούν να συστεγαστούν στην ψυχή ενός ανθρώπου ο επιστημονικός λόγος και η Χριστιανική Πίστη;
«Δεν έχω ακούσει πιο όμορφη διατύπωση αυτής της ερώτησης. Σας ευχαριστώ. Έχετε δίκιο. Ο επιστημονικός ορθολογισμός αντιπαλεύει την πίστη. Και αυτό είναι το λάθος του. Ότι είναι αποκλειστικός. Αποκλείει την πίστη. Ενώ θα έπρεπε να την δέχεται ως συμπληρωματική του. Επίσης, ενώ είναι πιο φιλικός στην ανθρώπινη λογική, δεν είναι φιλικότερος στην ανθρώπινη νοημοσύνη. Η πίστη, να ξέρετε, έχει μια λογική που καταξιώνει την ανθρώπινη νοημοσύνη και φυσικά η κοινωνία με τον Θεό είναι αυτή που έχει τη γοητεία του νέου για την οποία μιλήσατε. Η αναζήτηση του Θεού παρουσιάζει οπωσδήποτε μεγαλύτερες εκπλήξεις και από την πιο προκλητική επιστημονική έρευνα. Και το λέω αυτό, γιατί δεν έχω μόνο, όπως είπατε, την εμπειρία της επιστήμης αλλά έχω και την εμπειρία της πίστης. Η εμπειρία της επιστημονικής λογικής έχει μια θεϊκή γεύση. Η εμπειρία της πίστης έχει θεϊκή όραση. Ο ορθολογισμός από μόνος του οδηγεί στη γνώση του επιμέρους. Τον άνθρωπο από μονοδιάστατο τον κάνει επίπεδο. Η πίστη στον Θεό όμως του δίνει ύψος και όγκο. Άλλο πράγμα είναι να μελετάς τον κόσμο, άλλο τη δημιουργία του Θεού και άλλο να δοξάζεις τον Δημιουργό».
Λόγω και της επιστημονικής σας ιδιότητας είστε μάλλον από τους αρμοδιότερους ανθρώπους να απαντήσουν σε σημαντικά ερωτήματα που προκύπτουν από την επιστημονική δυναμική και αφορούν τη ζωή του ανθρώπου και την πορεία του προς το μέλλον. Ένα τέτοιο είναι το υπό αίρεση δικαίωμα μιας μέλλουσας μητέρας να προχωρεί στη διακοπή της κύησης ή όχι. Πολλές φορές η Εκκλησία έχει κατηγορηθεί για αυστηρή στάση στο ζήτημα, καθώς πολλές φορές μπαίνουν ζητήματα υγείας της μητέρας, αρτιμέλειας ή και νοητικής υγείας του εμβρύου, ενώ άλλες μια εγκυμοσύνη μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας εγκληματικής ενέργειας (βιασμός κ.λπ.). Ποια είναι η άποψη σας;
«Με κανένα τρόπο δεν δέχομαι ότι η θέση της Εκκλησίας στο συγκεκριμένο θέμα είναι αυστηρή ή πολύ περισσότερο σκληρή. Κάθε άλλο. Η εκκλησιαστική αντίληψη είναι εξαιρετικά ελεήμων, συμπαθής και συγχωρητική. Περιλαμβάνει και τη μητέρα και το έμβρυο, όχι μόνο στην εφήμερη διάστασή τους, αλλά και στην αιώνια προοπτική τους. Εμείς έχουμε έναν ιερέα που είχε πέντε παιδιά και υιοθέτησε ένα έκτο με σύνδρομο Down. Αυτό έχει σκληρότητα; Αυτή είναι η Εκκλησία· γεμάτη έλεος και συμπάθεια. Όσον αφορά σε μένα, δεν ξέρω αν είμαι από τους αρμοδιότερους να απαντήσω στο θέμα που θέτετε, σίγουρα όμως δεν είναι καθόλου κατάλληλοι να απαντήσουν αντικειμενικά αυτοί που νομιμοποιούν τις 53 εκατομμύρια επίσημες αμβλώσεις που γίνονται κατ’ έτος παγκοσμίως και ασφαλώς δεν παρουσιάζουν τα σπάνια προβλήματα που αναφέρατε. Κάθε έτος περισσότερα από 50 εκατομμύρια υγιή έμβρυα εξαφανίζονται ως ανεπιθύμητα με επιστημονικούς τρόπους, νόμιμες διαδικασίες και τη συγκατάθεση της μητέρας τους. Το φαντάζεστε; Μια Ισπανία και μια Πορτογαλία μαζί. Αυτό γίνεται κάθε χρόνο! Σε μια τρομοκρατική ενέργεια χάνονται 200 άνθρωποι και αναστατώνεται ο κόσμος. Ο πολιτισμένος κόσμος μας σκοτώνει εκατομμύρια απροστάτευτων ψυχών πριν να γεννηθούν και κανείς δεν μιλάει. Σε τί φταίει η Εκκλησία που διαμαρτύρεται για το σιωπηλό έγκλημα;».
Σεβασμιώτατε, πριν από μερικές δεκάδες χρόνια η βιοηθική ήταν συνυφασμένη με την επιστημονική φαντασία. Η χιονοστιβάδα ανακαλύψεων όμως έφερε την κοινωνία των ανθρώπων μπροστά σε αμείλικτα ερωτήματα όπως:
Είναι σωστή η θέσπιση επιλογής της ευθανασίας σε περιπτώσεις που ένας άνθρωπος βρίσκεται λίγο πριν από ένα επώδυνο τέλος;
Είναι σωστό να φτιάξουμε αντίγραφα των ανθρώπινων οργάνων, από ζώα, στο εργαστήριο και να τα χρησιμοποιήσουμε προς αντικατάσταση των δικών μας;
Πολλοί επιστήμονες μιλούν ακόμη και για ανθρώπινη κλωνοποίηση προκειμένου να δημιουργηθούν αντίγραφα ανθρώπινων οργάνων για μεταμόσχευση.
Είναι σωστή η χρήση της γενετικής στην επιλογή του φύλου ή άλλων χαρακτηριστικών του ανθρώπου αλλά και σε γενικότερο επίπεδο στη δημιουργία ενός ανθρώπινου είδους απαλλαγμένου αρχικά από κληρονομικές νόσους αλλά και (γιατί όχι αργότερα) «προικισμένου» με όποιο χαρακτηριστικό σήμερα οι επιστήμονες θεωρούν ότι συμβάλλει στην δημιουργία του «τέλειου» ανθρώπου;
«Τέλειος άνθρωπος δεν είναι αυτός που έχει το ιδανικό ύψος, τις πλέον επιθυμητές προδιαγραφές, τη μεγαλύτερη δύναμη και ευφυΐα, αλλά αυτός που κατανοεί ότι όλα αυτά είναι αλαζονικές αποπροσανατολιστικές φαντασιώσεις.
Τέλειος άνθρωπος είναι ο άγιος, είναι αυτός που δεν έχει ανάγκη να επιλέξει το φύλο του παιδιού του ούτε να κλωνοποιήσει το σώμα του εγωιστικά, αλλά να διακρίνει την αλήθεια και να μιμηθεί τον Χριστό ταπεινά. Αυτός έχει και καλό θάνατο και καλή ζωή. Γιατί ο θάνατός του έχει ελπίδα και η ζωή του νόημα.
Τα ερωτήματά σας είναι πολλά κι εγώ δεν μπορώ να τα απαντήσω όλα. Αυτό που έχω να πω είναι ότι ό,τι συμβάλλει στην υγεία, μειώνει τον πόνο και ανακουφίζει είναι ευλογημένο, αρκεί να σέβεται τη ζωή ως δώρο του Θεού. Τα επιστημονικά επιτεύγματα και οι τεχνολογικές εφαρμογές τότε είναι πραγματικά πετυχημένα, όταν αποτελούν προϊόν θείου φωτισμού και όχι αποτέλεσμα αλόγιστης αλαζονείας».
Σεβασμιώτατε, η εκκλησία πολλές φορές παρουσιάζεται ως «παρωχημένος» θεσμός κυρίως λόγω των θέσεων της σε μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων που απασχολούν κυρίως τους νέους ανθρώπους. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι αυτό των προγαμιαίων σχέσεων αλλά και ο ίδιος ο θεσμός του γάμου. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι νέοι βοηθούσης και της οικονομικής συγκυρίας αποφεύγουν την τέλεση θρησκευτικού γάμου και επιλέγουν τα λεγόμενα σύμφωνα συμβίωσης ή τον πολιτικό γάμο. Ποιες πιστεύεται είναι οι βαθύτερες αιτίες για την εμφάνιση του φαινομένου και ποιο θα πρέπει να είναι σήμερα το κριτήριο επιλογής νέων ανθρώπων στην έναρξη μιας νέας πορείας στη ζωή τους;
«Εγώ λυπούμαι γι’ αυτό που συμβαίνει. Είναι συνέπεια μιας ζωής που πνίγεται μέσα στη θάλασσα της εφημερότητας χωρίς προοπτική, σαν να είναι οι άνθρωποι βιολογικές μηχανές, ζωικές μάζες, κοινωνικές μονάδες και τίποτα παραπάνω.
Οι δε σχέσεις τους να μην έχουν μονιμότητα και σταθερότητα και να στηρίζονται όχι στην αληθινή αγάπη αλλά στην αμοιβαία σεξουαλική ικανοποίηση.
Δεν είναι παρωχημένη η Εκκλησία που αμφισβητεί όλα αυτά και αντιπροτείνει την ιερότητα των σχέσεων, η οποία δίνει διάρκεια, εξασφαλίζει την ενότητα, εκφράζει τον συνεχόμενο σεβασμό και την αδιάπτωτη αγάπη.
Μέχρι τώρα στον τόπο μας, οι άνθρωποι πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους έκαναν τον σταυρό τους, πριν να φάνε το ίδιο, πριν θεμελιώσουν το σπίτι τους έκαναν αγιασμό, πριν εγκαινιάσουν το κάθε έργο ζητούσαν την ευλογία του Θεού. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θεωρούσαν στην κοινή πορεία τους και στον γάμο ως ιερή αδιάσπαστη σχέση τους αναγκαία την ευλογία του Θεού. Αλλιώς δεν προχωρούσαν. Το ίδιο και στο τέλος της ζωής τους. Θέλανε να φύγουν κοινωνημένοι, συγχωρημένοι, διαβασμένοι. Ο θάνατός τους να είναι το προανάκρουσμα μιας άλλης ζωής. Μια ευλογημένη αρχή, όχι τέλος.
Σήμερα ο γάμος εκφυλίζεται σε πολιτική πράξη, συμβολαιογραφική σύμβαση, δεν έχει δια βίου υπόσχεση, έχει υπογραφή που εύκολα σβήνει. Δεν έχει τον Θεό εγγυητή, έχει τον δήμαρχο ή έναν συμβολαιογράφο διεκπεραιωτή. Και η κηδεία σταδιακά καταργείται. Νεοφανής πατέντα η πολιτική κηδεία. Αν είναι δυνατό! Να μας φεύγουν οι άνθρωποι αδιάβαστοι. Η Εκκλησία τα αρνείται όλα αυτά και ομολογεί την ιερότητα του γάμου. Γι’ αυτό και δυσκολεύεται να δεχθεί τις εκτός του γάμου σχέσεις. Η συγκολλητική ουσία της ενώσεως των ανθρώπων είναι η χάρις του Θεού. Αρκεί ο γάμος να είναι μυστήριο και να τελείται έτσι».
Ένα άλλο ζήτημα που διχάζει σήμερα την κοινωνία μας είναι αυτό της επιλογής του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού από ένα άνθρωπο. Από ένα μεγάλο μέρος η ομοφυλοφιλία θεωρείται παρέκκλιση, ενώ από άλλους φυσικό δικαίωμα. Κάθε πλευρά έχει τα δικά της επιχειρήματα που όμως και στις δυο περιπτώσεις περικλείουν κάποιο είδος υπερβολής.
Που βρίσκεται η αλήθεια κατά την άποψή σας; Υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει η κοινωνική ανάγκη για θέσπιση νέων κανόνων - νόμων που να διέπουν τη ζωή μας και σε αυτό το επίπεδο;
«Δεν κατάλαβα γιατί η θεώρηση της ομοφυλοφιλίας ως παρέκκλισης περικλείει υπερβολή. Η ύπαρξη των δύο φύλων στο ζωικό βασίλειο υπηρετεί την αναπαραγωγή και τη συνέχιση της ζωής. Αυτό γίνεται με την ένωση δύο όντων του ιδίου είδους αλλά διαφορετικού φύλου. Το φύλο δεν επιλέγεται και τα φύλα είναι μόνον δύο και συμπληρωματικά.
Στον άνθρωπο υπάρχει η έλξη της αγάπης. Αν αυτή έχει σκοπό την ένωση τότε προϋποθέτει και ανατομική και φυσιολογική συμπληρωματικότητα. Αλλιώς δεν γίνεται. Τον σύντροφό μας για αυτή την ολοκληρωμένη ένωση τον επιλέγουμε. Όχι όμως και το φύλο του ούτε και το φύλο μας. Η ετεροφυλικότητα είναι ευλογία. Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για ομοφυλοφιλία μιλάμε για παρέκκλιση. Πού βλέπετε την υπερβολή; Δυστυχώς, υπάρχει μία συρρίκνωση της λογικής, ένα τσαλάκωμα της ηθικής και μία διόγκωση ενός πανίσχυρου λόμπυ που προφασιζόμενο την αναλγησία της συντηρητικής κοινωνίας επιβάλλει την ασέβεια ενός άκρατου και αλόγιστου φιλελευθερισμού. Η Εκκλησία δεν είναι όπως την προβάλλουν μερικοί σκληρή. Είναι πολύ φιλάνθρωπη, γιατί σέβεται την ασθένεια, την αναπηρία, την ατέλεια, το πρόβλημα, τη δυσκολία. Αρνείται όμως την ασέβεια και τη διαστροφική αντίληψη, όχι την παρεκκλίνουσα ψυχολογία. Αυτήν την διορθώνει, την θεραπεύει. Η Εκκλησία σκεπάζει, συγχωρεί, ελπίζει».
Σεβασμιώτατε όσον αφορά την πολυσυζητημένη «κάρτα του πολίτη», γιατί να αρνηθεί ένας ορθόδοξος χριστιανός να την πάρει, είναι γνωστή η θέση σας πάνω στο θέμα, καθώς έχετε διατυπώσει και ο ίδιος την άρνησή σας να τη λάβετε, στέλνοντας γράμμα στο Εθνικό Λογιστήριο του κράτους να σας κόψουν το μισθό. Πολλοί είναι και εκείνοι που λένε ότι δεν πρέπει να δεχτούμε, αλλά για ποιο ή για ποιους λόγους;
«Όχι. Δεν είναι έτσι. Η άρνηση του μισθού από μέρους μου δεν είχε σχέση με την κάρτα. Απλά δεν θέλω να είμαι μισθωτός. Το έργο που κάνω είναι διακονία και όχι επάγγελμα. Δεν πληρώνεται και δεν δικαιολογεί ανταπόδοση. Εξ άλλου δεν έχω έξοδα στη ζωή μου.
Όσον αφορά στην κάρτα, έχω την εντύπωση ότι το ηλεκτρονικό φακέλωμα θα μετατρέψει την κοινωνία σε παγκόσμια φυλακή. Με τρομάζει η ιδέα ότι τελικά συγκεντρώνεται τεράστια δύναμη σε αθέατα και ανεξέλεγκτα κέντρα με πιθανότατα καταστροφικούς και καταχθόνιους σκοπούς. Δεν κινδυνεύει τόσο ο καθένας μας, όσο η ανθρωπότητα και ο κόσμος».
Σεβασμιώτατε, το τελευταίο χρονικό διάστημα την επικαιρότητα μονοπωλεί η σχέση Εκκλησίας - Κράτους. Αν και πρόκειται για δομές με περίπου τα ίδια μέλη (πολίτες - πιστούς) η σχέση αυτή διαχρονικά και από τότε που δημιουργήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος θεωρείται από πολλούς ότι βρίσκεται σε λάθος βάση. Τις ημέρες αυτές μείζον θέμα έχει αναδειχθεί η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος. Πιστεύετε ότι η σχέση Κράτους και Εκκλησίας είναι ζήτημα οικονομικό ή έχει άλλο υπόβαθρο και αν ναι, ποιο κατά τη γνώμη σας πρέπει να είναι αυτό;
«Όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και αλληλοσεβασμός, τότε βασιλεύει η καχυποψία, το στενό συμφέρον, η διεκδικητικότητα, η διόγκωση των δικαιωμάτων. Φυσικά και δεν είναι θέμα οικονομικό η σχέση Εκκλησίας και Κράτους. Είναι τόσο εξευτελιστικό για τον λαό και την ιστορία μας να συζητάμε σε αυτό το επίπεδο. Η σχέση συναλληλίας είναι τόσο ωραία. Μιλάμε για διακριτούς ρόλους και ενώ αυτό είναι σωστό, το ερμηνεύουμε λάθος και το τονίζουμε σαν να είναι δόγμα. Δεν είναι δουλειά της Εκκλησίας να ταΐζει τον κόσμο. Αυτό αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Και όμως ενώ δεν είναι δικός της ρόλος, η Εκκλησία με πολλή χαρά συμπαραστέκεται σε αυτό το επίπεδο στον λαό που υποφέρει. Αυτό έγινε και με την περιουσία της. Της δόθηκε, την απέκτησε και μεγάλο μέρος της το έδωσε στον λαό ως προσφορά. Το ότι το Κράτος της πήρε και το υπόλοιπο δεν δικαιολογεί την προσδοκία ότι πρέπει να της προστατεύσει τουλάχιστον την αξιοπρέπεια; Αυτό είναι η μισθοδοσία του Κλήρου. Το Κράτος δεν πληρώνει τους ιερείς. Αποπληρώνει ένα χρέος. Γιατί να προκαλείται η Εκκλησία είτε να διεκδικεί είτε να διαμαρτύρεται; Ποιός ωφελείται από κάτι τέτοιο; Μια ισχυρή Εκκλησία συμβατή με τη διδασκαλία της είναι δυνατό να αποτελεί απειλή για την κοινωνία και τον λαό; Και αν αυτό συμβαίνει, γιατί το Κράτος να την αντιμάχεται; Η Εκκλησία δεν έχει αμύθητη περιουσία. Είχε. Αυτό το «είχε», που εξυπονοεί ότι την πήρε το Κράτος, και το τεράστιο μέγεθός της δικαιολογεί την υποχρέωση της μισθοδοσίας του Κλήρου.
Στην παρούσα φάση, αυτό που συμβαίνει μου μοιάζει με κάτι σαν τα πρόσφατα μνημόνια. Μόνο που εκεί το Κράτος μας σκλάβωσε διαχρονικά, επειδή χρωστούσαμε στους ξένους, ενώ εδώ θέλει να σκλαβώσει την Εκκλησία για πάντα, ενώ αυτό της χρωστάει όχι λίγα. Και απειλεί ότι θα το κάνει μονομερώς!».
Είναι διαπιστωμένο ότι τα τελευταία χρόνια και κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 υπάρχει μια αποστροφή μεγάλου μέρους του Ελληνικού Λαού στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ο εξομολόγος έχει αντικατασταθεί από τον ψυχαναλυτή και ο εκκλησιασμός από την γιόγκα, προκειμένου να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία που προκαλούν οι δυσκολίες της ζωής.
Θεωρείτε ότι η Εκκλησία φέρει ευθύνη γι’ αυτό;
«Και ναι και όχι. Φέρει ευθύνη στον βαθμό που δεν εμπνέει, που η ζωή και μαρτυρία της δεν συμβαδίζει με τη διδασκαλία της, ούτε η στενοκεφαλιά με την ελευθερία του πνεύματος που επαγγέλλεται. Το γεγονός όμως ότι υπάρχει μια διαρκής πολεμική κατά της πίστης και γενικά του Θεού, δεν αποτελεί δική της ευθύνη. Ένας άνθρωπος που προσβάλλεται από έναν ιό δεν φταίει ο ίδιος. Η ευθύνη του είναι στο μέτρο που δεν ακολουθεί τους κανόνες της υγιεινής. Δεν φταίει αυτός που κυκλοφορούν μικρόβια. Πάντως ένας φωτισμένος αυθεντικός πνευματικός σου κάνει μασάζ στην ψυχή και μία ωραία λατρεία σε εκτοξεύει στα ουράνια. Η ψυχή δεν έχει τόσο ανάγκη από ανάλυση όσο από συγκρότηση, ούτε από γιόγκα και την ησυχία του τίποτα, αλλά από την παρουσία του Θεού μέσα της».
Τέλος Σεβασμιώτατε, ο εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας δεν πιστεύετε ότι είναι απαραίτητος προκειμένου να υπάρχει διεισδυτικότητα στη κοινωνία τουλάχιστον ανάλογη με αυτή που υπήρχε στο παρελθόν. Τουλάχιστον όσον αφορά στον λόγο και την επαφή της με τους ανθρώπους. Υπάρχει ο αντίλογος που λέει πως ο λόγος περιγράφει αναλλοίωτες αλήθειες και συνεπώς δεν μπορεί να αλλάξει. Δε θα μπορούσε να αλλάξει όμως τουλάχιστον ο τρόπος που παρουσιάζονται κυρίως στους νέους ανθρώπους;
«Καλύτερα στους Έλληνες να πεις τη μισή αλήθεια στα ελληνικά παρά ολόκληρη σε Σουαχίλι και ακόμη καλύτερα να την πεις ολόκληρη στη γλώσσα του καθενός. Η Εκκλησία δεν πρέπει να συ-σχηματίζεται με τα παροδικά σχήματα του κόσμου, η αλήθεια της είναι αιώνια και παγκόσμια, Πρέπει όμως να συγχρονίζεται με τη διάλεκτο της κάθε εποχής. Ο λόγος της πρέπει να είναι κατανοητός. Ο Χριστός είπε τα πάντα με παραβολές και με απλό, κατανοητό τρόπο. Και τα επισφράγισε με τη ζωή και τη θυσία Του. Εκκλησία που αντί να προστατεύεται αυτοθυσιάζεται, εμπνέει και αυτοεπιβεβαιώνεται. Αυτό που μας λείπει δεν είναι ο λόγος ούτε ο τρόπος. Αυτό που μας λείπει είναι η απόδειξη της ζωής και το αίμα της θυσίας».
Σας ευχαριστούμε θερμά Σεβασμιώτατε.
Συνέντευξη στη Μαρία Λιναρδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου