Μνήμη 11η Νοεμβρίου
Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ῞Οσιος Πατὴρ ἡμῶν Θεόδωρος γεννήθηκε τὸ 759 στοὺς κύκλους
τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τοὺς ταραγμένους ἐκείνους καιρούς, ὅπου ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Εʹ ὁ Κοπρώνυμος ἐδίωκε τοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς
τιμῆς τῶν ῾Αγίων
Εἰκόνων, ὁ πατέρας του Φωτεινός, Αὐτοκρατορικὸς Θησαυροφύλαξ καὶ ῾Υπουργὸς Οἰκονομικῶν, καὶ ἡ μητέρα του Θεοκτίστη, κατώρθωσαν νὰ τοῦ μεταδώσουν τὴν στερεότητά τους στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν ἀρετή.
Εἰκόνων, ὁ πατέρας του Φωτεινός, Αὐτοκρατορικὸς Θησαυροφύλαξ καὶ ῾Υπουργὸς Οἰκονομικῶν, καὶ ἡ μητέρα του Θεοκτίστη, κατώρθωσαν νὰ τοῦ μεταδώσουν τὴν στερεότητά τους στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν ἀρετή.
῎Ελαβε τὴν πληρέστερη δυνατὴ μόρφωσι στὶς ἱερὲς καὶ θύραθεν ἐπιστῆμες, ἀπόκτησε ὅμως, κυρίως ἀπὸ τὴν μητέρα του,
μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἄσκησι καὶ τὴν προσευχή, καθὼς καὶ μία βαθειὰ ἀγάπη γιὰ τὴν ζωὴ τῶν Μοναχῶν.
Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου Εʹ, μετὰ τὴν σύντομη βασιλεία
τοῦ Λέοντος Δʹ (775-780), ἡ Αὐτοκράτειρα Εἰρήνη ἀνέλαβε τὴν ἀντιβασιλεία καὶ ἀποκατέστησε μὲ σύνεσι, ἔχουσα τὴν βοήθεια τοῦ
Πατριάρχη ῾Αγίου Ταρασίου, τὴν τιμὴ τῶν ῾Αγίων Εἰκόνων, καὶ ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία τοὺς ῾Ομολογητές.
῎Ετσι τὸ 780, ὁ ἐκ μητρὸς θεῖος τοῦ Θεοδώρου, ῾Οσιώτατος Μοναχὸς Πλάτων ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολι, ἀφοῦ διετέλεσε
ἐπὶ δέκα χρόνια ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Συμβόλων, στὴν Βιθυνία.
᾿Ενέπνευσε στὴν οἰκογένειά του τόσο μεγάλο ἔρωτα γιὰ τὴν
Μοναχικὴ Πολιτεία, ὥστε ἔπεισε τὸν Θεόδωρο, τοὺς γονεῖς του,
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὶς ἀδελφές του, καθὼς καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς
φίλους τους, νὰ ἀσπασθοῦν τὸν ᾿Αγγελικὸ Βίο.
῾Ο Φωτεινὸς ἐπώλησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα καὶ διεμοίρασε τὰ
χρήματα στοὺς πτωχούς· ἄφησε μόνον ἕνα οἰκογενειακὸ ἀγρόκτημα
ποὺ εἶχε στὸ ὄρος ῎Ολυμπος τῆς Βιθυνίας, τὸ λεγόμενο Σακκουδίων,
τὸ ὁποῖο λόγῳ τῆς τοποθεσίας του καὶ τῶν εὐνοϊκῶν συνθηκῶν
ποὺ ὑπῆρχαν, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μετατραπῆ σὲ Μοναστήρι, ἀφοῦ
κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ περισσότερες Μονὲς ἦσαν ἐγκαταλελειμμένες ἐξ αἰτίας τῶν διώξεων.
ΥΠΟ τὴν σοφὴ καθοδήγησι τοῦ ῾Οσιωτάτου Πλάτωνος, μεταμόρφωσαν σύντομα τὸν τόπο σὲ κοινοβιακὸ Μοναστήρι, ὅπου ὁ Θεόδωρος προώδευσε σύντομα στὴν πνευματικὴ ζωή. ᾿Επέδειξε φλογερὸ ζῆλο στὴν ἐκκοπὴ τῆς παραμικρᾶς κινήσεως τοῦ ἰδίου θελήματος
μὲ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀποκάλυψι ὅλων τῶν λογισμῶν του
στὸν Καθηγούμενό του.
Παρὰ τὴν λεπτή του κράσι καὶ τὴν ἐκλεπτυσμένη παιδεία του,
ἀνελάμβανε τὰ πλέον ἐπίμοχθα ἔργα, ὥστε νὰ ἀνακουφίζη τοὺς
ἄλλους ᾿Αδελφούς: μετέφερε νερὸ καὶ ξύλα, ἔσκαβε τὸν κῆπο καὶ
σηκωνόταν ἀκόμη καὶ τὴν νύκτα κρυφὰ γιὰ νὰ μεταφέρη στοὺς
ὤμους τὴν κοπριά, ὥστε νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτὸς καὶ δεχθῆ ἐπαίνους.
Διαλογιζόμενος ἀδειαλείπτως τὸ παράδειγμα τῆς ἀπείρου συγκαταβάσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν
ἀνθρώπων, ὁ Θεόδωρος δὲν ζοῦσε πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ᾿Αδελφούς του καὶ ἔφθασε ἔτσι συντόμως
στὴν κορυφὴ τῆς ἁγίας ταπεινώσεως.
Συνάπτοντας τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ στὴν σκέψι τοῦ θανάτου,
ἔλαβε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων σὲ τέτοια ἀφθονία, ὥστε δὲν πέρασε ἡμέρα ὥς τὴν τελευτή του, δίχως νὰ χύση γλυκὰ δάκρυα
κατανύξεως στὴν προσευχή του.
῎Εχοντας ἐμπιστοσύνη στὶς ἱκανότητές του καὶ τὴν ὑπακοή του, ὁ
῞Αγιος Πλάτων τοῦ ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, τὸ ὁποῖο περατώθηκε σύντομα καὶ προκαλοῦσε
τὸν θαυμασμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν. ῾Ο Θεόδωρος ἦταν πάντοτε πρῶτος ἐκεῖ γιὰ τὶς ᾿Ακολουθίες, τὶς ὁποῖες παρακολουθοῦσε μὲ ἐγρήγορσι καὶ κατάνυξι, καὶ ἔφευγε τελευταῖος. ᾿Αγαποῦσε ἐπίσης νὰ
ἀποσύρεται ἐκεῖ μόνος τὴν νύκτα, ἐπὶ πολλὲς ὧρες, γιὰ νὰ συνομιλῆ μὲ οἰκειότερο τρόπο μὲ τὸν Θεό.
῎Εδειχνε μεγάλη αὐστηρότητα στὴν ἄσκησι καὶ τὴν νηστεία, δίχως ὡστόσο νὰ ξεπερνᾶ ποτὲ τὰ ὅρια τῶν δυνάμεών του. Δὲν
ἔτρωγε ποτὲ μέχρι χορτασμοῦ, γιὰ νὰ μὴ βαρύνη καὶ σκοτίζη τὴν
διάνοιά του, ἀλλὰ ἔτρωγε ὀλίγο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ πρόσφεραν· ἔτσι,
ἦταν καλὰ προετοιμασμένος γιὰ τὴν προσευχή, δίχως νὰ γίνεται
ἀντιληπτὸ ὅτι νηστεύει.
Τὸ 787 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο,
καὶ ἔκτοτε ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότερη ἄσκησι: κοιμόταν μία ὥρα
μόνον τὴν νύκτα καὶ ἀφιέρωνε ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τῆς μακρᾶς ἀγρυπνίας του στὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῶν ῾Αγίων Πατέρων, τῶν
ὁποίων ἦταν ἔνθερμος μαθητής. ῾Ο Μέγας Βασίλειος, ὁ ῞Οσιος Δωρόθεος τῆς Γάζης, ὁ ῞Οσιος Νεῖλος ὁ Σιναΐτης, ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάννης
τῆς Κλίμακος ἦσαν ἡ ἀγαπημένη του συντροφιά.
᾿Εμβαθύνοντας στὴν διδασκαλία τους γιὰ τὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν μοναχικὴ ἀκτημοσύνη, διώρθωσε ὡρισμένες παρεκτροπές, οἱ ὁποῖες εἶχαν εἰσαχθῆ στὸ ὄρος ῎Ολυμπος: ὡρισμένοι Μοναχοὶ διατηροῦσαν προσωπικὰ ἀγαθά, εἶχαν ὑπηρέτες, ἀσκοῦσαν τὴν
κτηνοτροφία.
῾Η αὐθεντία καὶ τὸ αἰσθητήριο ποὺ διέθετε ὁ Θεόδωρος ἐπὶ τῶν
᾿Αρχῶν τοῦ Μοναχισμοῦ, ὡδήγησαν τὸν ῞Αγιο Πλάτωνα νὰ τοῦ προτείνη νὰ λάβη τὴν θέσι του στὴν ῾Ηγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Σακκουδίωνος, ἡ ὁποία ἀριθμοῦσε τότε περὶ τοὺς ἑκατὸ Μοναχούς, μεταξὺ
τῶν ὁποίων διέλαμπαν ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωσήφ, ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου καὶ μέλλων ᾿Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ῞Αγιος Ναυκράτιος, οἱ Εὐθύμιος καὶ Τιμόθεος (δύο μέλλοντες Μάρτυρες τῶν εἰκονομάχων),
ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε ἀπὸ ταπεινοφροσύνη.
᾿Ολίγα χρόνια ἀργότερα ὅμως, ἀναγκάσθηκε νὰ δεχθῆ τὸ ἀξίωμα, ἐπειδὴ ἀσθένησε σοβαρὰ ὁ Πλάτων.
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ τοῦ 795, ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ϛʹ (780-797)
ἀπέπεμψε τὴν σύζυγό του, Μαρία τὴν ᾿Αρμενία, γιὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ
μία ἀνηψιὰ τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου, τὴν Θεοδότη. ῾Ο Πατριάρχης
Ταράσιος ἀρνήθηκε νὰ εὐλογήση τὴν ἕνωσι αὐτή, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτωρ
ἀνέθεσε παρὰ ταῦτα τὴν τέλεσι τοῦ γάμου σὲ ἕναν καιροσκόπο ἱερέα,
τὸν ᾿Ιωσήφ, Οἰκονόμο τῆς Μεγάλης τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίας.
Οἱ ῞Αγιοι Πλάτων καὶ Θεόδωρος ἀντιτάχθηκαν τότε, ἀγανακτισμένοι, στὴν ἀξίωσι τοῦ ῾Ηγεμόνα νὰ ἀγνοῆ τοὺς νόμους καὶ τοὺς
Κανόνας τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ νὰ θέτη τὸν ἑαυτό του ὑπεράνω τῶν
πιστῶν. ῏Ησαν οἱ μόνοι ποὺ ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον αὐτῆς τῆς καταχρήσεως ἐξουσίας καὶ γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕναν χρόνο ἀντιστάθηκαν σὲ κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγῆς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῆς Αὐλῆς. Τελικά, ὁ Πλάτων συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε
στὴν Κωνσταντινούπολι, ἐνῶ ὁ Θεόδωρος καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
Μοναχούς του ἐξωρίσθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπέστησαν
πολλὲς δοκιμασίες.
῞Οταν στὰ 797 ὁ Κωνσταντῖνος Ϛʹ παραμερίσθηκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία πρὸς ὄφελος τῆς μητέρας του Εἰρήνης (792-802), ὁ Πλάτων,
ὁ Θεόδωρος καὶ οἱ σύντροφοί τους, οἱ ἐπονομαζόμενοι Ζηλωτές,
ἀπελευθερώθηκαν καὶ ἠδυνήθησαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Μονὴ τοῦ
Σακκουδίωνος πρὸς μεγάλη χαρὰ τῶν μαθητῶν τους, ἔχοντας κερδίσει τὸν σεβασμὸ τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καὶ τῶν
᾿Αρχόντων τῆς Αὐλῆς, καθὼς καὶ τὸν θαυμασμὸ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος
ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους τὴν ἐνσάρκωσι τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς
᾿Εκκλησίας καὶ τῆς σταθερότητος τῆς Παραδόσεως ἔναντι τῆς κοσμικῆς ᾿Εξουσίας.
Η ΝΕΑ τους ἐγκατάστασι, ὡστόσο, δὲν διήρκεσε πολύ. Οἱ συχνὲς
ἐπιδρομὲς τῶν ᾿Αράβων τοὺς ἀνάγκασαν ἐν τέλει νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ ὄρος ῎Ολυμπος καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Κωνσταντινούπο λι, ὅπου τοὺς προσέφεραν τὴν Μονὴ
τοῦ Στουδίου, ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθῆ τὸ
463 ὑπὸ τοῦ ῾Υπάτου Στουδίου.
῾Η μεταφορὰ αὐτὴ τῆς μοναχικῆς
᾿Αδελφότητος, ἡ ὁποία ἔμελλε συντόμως νὰ ἀριθμῆ ἑπτακόσιους περίπου
Μοναχούς1
, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν
Θεόδωρο νὰ ἐφαρμόση πρὸς τὸ αὐστηρότερο, ἐν σχέσει μὲ τὴν Μονὴ τοῦ
Σακκουδίωνος, τὴν Κοινοβιακὴ Τάξι,
ὅπως ὁρίζει αὐτὴν ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου ἡ βιοτὴ ἦταν μία τέλεια εἰκόνα τῆς πρώτης ἀποστολικῆς κοινότητος: ὅλων «ἦν ἡ καρδία
καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿
ἦν αὐτοῖς πάντα κοινὰ» (Πράξ. δʹ 32).
Οἱ Μοναχοὶ δὲν εἶχαν ἰδιαίτερα κελλιά, ἀλλὰ ἔμεναν σὲ μεγάλους κοιτῶνες καὶ φοροῦσαν ἕνα ροῦχο, τὸ
ὁποῖο ἄλλαζαν τακτικά. Τὰ πάντα ἐγίνοντο μὲ τάξι καὶ ἁρμονία
ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ κεφαλὴ ἑνὸς πολυμελοῦς σώματος.
῞Οπως ὁ Μωυσῆς ἐθέσπισε τοὺς Κριτὰς γιὰ τὸν λαὸ τοῦ ᾿Ισραὴλ
(᾿Εξόδ. ιηʹ), συνεκρότησε μία ὁλόκληρη ἱεραρχία ὑπευθύνων, τόσο
γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὑλικὴ ὀργάνωσι τῆς ᾿Αδελφότητος, ὥστε νὰ παραμένη ὁ ἴδιος πνευματικὸς Πατὴρ ὅλων καὶ
καθενὸς ξεχωριστὰ γιὰ τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τῆς ζωῆς του.
᾿Ερύθμισε τὴν τάξι τῶν ἱερῶν ᾿Ακολουθιῶν μὲ τρόπο, ὥστε οἱ
Μοναχοὶ νὰ εὑρίσκωνται στὴν ᾿Εκκλησία ὅπως οἱ ῎Αγγελοι στὸν
Οὐρανὸ ψάλλοντες αἰωνίως τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν ὁμονοίᾳ καὶ
ἁρμονίᾳ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ᾿Ακολουθιῶν δὲν ἔπαυε νὰ ἐξομολογῆ καὶ νὰ δέχεται τὴν ἐξαγόρευσι τῶν λογισμῶν τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα, κατὰ τὸν ῎Ορθρο, ἔκανε μιὰ σύντομη
Κατήχησι 2
, κατὰ τὴν ὁποία ὑπενθύμιζε τὸ μεγαλεῖο τῆς παρθενίας,
τὴν ἀνάγκη τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, τὴν
χρεία τοῦ διαρκοῦς ἀγῶνος κατὰ τῶν παθῶν μας, ὥστε ὁ Χριστὸς .
῾Ο ῞Οσιος Θεόδωρος Στουδίτης
ἐν μέσῳ τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων
Μηνᾶ, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου,
ἑορταζομένων ἐπίσης κατὰ τὴν 11ην
Νοεμβρίου.
– 6 –
νὰ κατοικῆ καὶ νὰ αὐξάνεται ἐντός μας. Συμπαραστέκετο καὶ ἐπέβλεπε
μὲ ἀγάπη καὶ προσοχὴ εὐκαίρως ἀκαίρως, ἤλεγχε, ἐπιτιμοῦσε, παρηγοροῦσε, «ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ», κατὰ τὸ παράδειγμα
τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου (Βʹ Τιμ. δʹ 2), μὴ ἔχων ἄλλη ἔγνοια, παρὰ
τὴν σωτηρία τῶν ᾿Αδελφῶν του.
Συνέθεσε ὁ ἴδιος πολυάριθμους κατανυκτικοὺς λειτουργικοὺς ὕμνους, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ σωζόμενοι στὸ Τριώδιον τῆς ῾Αγίας καὶ
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Τὸ Μοναστήρι ἦταν σὰν μία μεγάλη κυψέλη: ὁ καθεὶς εἶχε ἐκεῖ ἕνα
διακόνημα κατὰ τὶς δυνάμεις του, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζη τὴν καλὴ πρόοδο τῆς κοινοβιακῆς ᾿Αδελφότητας καὶ τὴν ἀκτινοβολία της στὴν
᾿Εκκλησία. Εὕρισκε ἐπίσης ἐκεῖ κανεὶς ἁγιογράφους, ἀντιγραφεῖς καὶ
εἰκονογράφους χειρογράφων καὶ κάθε εἴδους ἐργαστήρια, τὰ ὁποῖα
κατέστησαν τὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου τὸ βασικὸ θρησκευτικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς 3
.
ΟΤΑΝ ἐκοιμήθη ὁ ῞Αγιος Ταράσιος τὸ 806, ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Αʹ (802-811) προεκάλεσε τὴν ἀντίθεσι τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου
καὶ τῶν Στουδιτῶν, ἀνεβάζοντας ἕναν λαϊκό, τὸν ῞Αγιο Νικηφόρο,
στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, κυρίως ὅμως ἀποκαθιστώντας τὸν καθηρημένο ᾿Ιωσὴφ στὶς τάξεις τοῦ ῾Ιερατείου.
῾Ο Πλάτων, ὁ ᾿Ιωσὴφ (ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τότε) καὶ ὁ
Θεόδωρος ἐξωρίσθηκαν, ὁ καθένας σὲ ξεχωριστὸ νησὶ τῶν Πριγκιποννήσων. Οἱ προσπάθειες, τὶς ὁποῖες ἔκαμε ὁ αὐτοκράτωρ νὰ
ὑποτάξη τοὺς ἄλλους Μοναχούς, ἔμειναν ἄκαρπες καὶ ἔτσι τοὺς
διασκόρπισε σὲ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Αὐτοκρατορίας.
᾿Απὸ τὴν φυλακὴ ὁ Θεόδωρος ἐνθάρρυνε τοὺς μαθητές του μὲ
τὴν πλούσια ἀλληλογραφία του. Δύο χρόνια ἀργότερα, μὲ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Αʹ (811), οἱ ἐξόριστοι ἐπέστρεψαν στὴν Μονή τους καὶ ἀπήλαυσαν μία σύντομη εἰρήνη.
Τὸ 815 ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ ᾿Αρμένιος ἄρχισε ἐκ νέου τὴν
δίωξι τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς τιμῆς τῶν ῾Αγίων Εἰκόνων.
Ο Θεόδωρος ἐξηγέρθη καὶ πάλι κατὰ τῶν αὐτοκρατορικῶν παρεμβάσεων
στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἔλαβε θαρραλέα τὸν λόγο γιὰ νὰ ὑποστηρίξη τὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστι. Μὲ τὶς Καταχήσεις, τὶς ᾿Επιστολὲς καὶ τὶς δογματικὲς Πραγματεῖες του ἀπεδείκνυε, ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ῞Αγιοί
Του εἶναι πραγματικὰ παρόντες στὴν Εἰκόνα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναφορᾶς της πρὸς τὸ Πρωτότυπο, καὶ ὅτι ἡ τιμὴ ποὺ τῆς ἀποδίδουν οἱ
πιστοὶ εἶναι μία αὐθεντικὴ ὁμολογία τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας ᾿Ενσαρκώσεως.
Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 815, ὁ Θεόδωρος ὠργάνωσε εἰς τὰς
ὁδοὺς τῆς Βασιλευούσης μία μεγάλη λιτανεία ἀπὸ χιλίους Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν Εἰκόνες καὶ ἔψαλλαν μὲ μία φωνὴ ὕμνους
πρὸς τιμήν τους.
῾Η σθεναρή του στάσις ὡδήγησε τὸν ῞Οσιο γιὰ ἄλλη μία φορὰ
στὴν ἐξορία καὶ τὴν φυλάκισί του στὴν Μετώπη, πλησίον τῆς λίμνης ᾿Απολλωνιάδας, στὴν Βιθυνία. ᾿Απὸ ἐκεῖ ὡστόσο κατώρθωνε
νὰ ἀποστέλλη ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ἐπιστολῶν πρὸς τοὺς ᾿Ορθοδόξους καὶ τοὺς διασκορπισμένους Μοναχούς του, γιὰ νὰ τοὺς μεταδίδη συμβουλὲς καρτερίας καὶ ἐλπίδος στὸν Θεό.
Κατεβλήθη προσπάθεια νὰ τὸν ἀπομακρύνουν περισσότερο, στέλλοντες αὐτὸν στὴν Βόνητα, στὸ μακρινὸ Θέμα τῶν ᾿Ανατολικῶν
(816), ὅπου τὸν ἔκλεισαν στὴν κορυφὴ ἑνὸς πύργου, σὲ ἕναν θάλαμο, τὸν ὁποῖο ἀπεμόνωσαν, κρημνίζοντες τὴν σκάλα ποὺ ὡδηγοῦσε
σὲ αὐτόν.
῾Υποφέροντας ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τὸ κρύο, ὁ ῞Αγιος τρεφόταν
μόνον μὲ ἕνα τεμάχιο ἄρτου κάθε δύο ἡμέρες, χωρὶς νὰ μειώση τὸν
ζῆλο του.
῏Ηταν ἕτοιμος, ἔλεγε, νὰ χρησιμοποιήση τὸ πετσί του σὰν
περγαμηνὴ καὶ τὸ αἷμα του γιὰ μελάνι, προκειμένου νὰ συνεχίση τὴν
ἀλληλογραφία του 4
.
Καὶ ὄντως, χάρις στὴν εὐμηχανία τῶν μαθητῶν του, κατώρθωνε
νὰ στέλλη ἐπιστολὲς κατὰ ἑκατοντάδες γιὰ τὴν στήριξι τῆς ᾿Ορθοδοξίας πρὸς κάθε κατεύθυνσι, ὥς καὶ τὴν ῾Ιερουσαλήμ, τὴν Ρώμη καὶ
τὴν ᾿Αλεξάνδρεια.
῞Ενας μεγάλος ἀριθμὸς μαθητῶν του τότε ἐβασανίσθησαν καὶ ἐμαρτύρησαν. ᾿Ακόμη καὶ τὸν ἴδιο ἐμαστίγωσαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν ἡμιθανῆ, νὰ κολυμπᾶ μέσα στὸ ἴδιο τὸ αἷμα του. Τὸν μετέφεραν τότε
στὴν Σμύρνη σὲ μία φυλακὴ ἀποκομμένη ἀπὸ κάθε ἐπικοινωνία μὲ
τὸν ἔξω κόσμο. ᾿Απὸ ἐκεῖ ἐξῆλθε τελικὰ τὸ 820, μετὰ τὸν θάνατο
τοῦ αὐτοκράτορος.
Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ του, Μιχαὴλ Βʹ ὁ Τραυλὸς (820-829), εἶχε ἀνοίξει
τὶς φυλακές, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσημη ἀναστήλωσι τῶν
῾Αγίων Εἰκόνων· ἔτσι, ὁ ῞Οσιος Θεόδωρος δὲν εἶχε τὴν ἄδεια νὰ
ἐπιστρέψη στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἄλλωστε ἡ περίφημη Μονή του εἶχε καταληφθῆ ἀπὸ ἄλλους Μοναχούς.
Τότε, ἐγκαταστάθηκε προσωρινὰ μὲ μερικοὺς μαθητές του στὴν
Μονὴ Κρήσκεντος, στὸν κόλπο τῆς Νικομηδείας, χρειάσθηκε δὲ νὰ
παραμείνη καὶ σὲ μερικὰ ἄλλα μέρη, γιὰ νὰ ἐνισχύση τὸ στρατόπεδο τῶν ᾿Ορθοδόξων.
Μετὰ τὰ ταξίδια του αὐτὰ ὅμως, ἐξαντλημένος
ἀπὸ τὶς στερήσεις, τὶς κακουχίες τῆς ἐξορίας καὶ τοὺς μόχθους τῆς
ἀσκήσεως, ἀσθένησε ἀπὸ βαρειὰ ἀρρώστια στὸ στομάχι. ᾿Επέστρεψε στὴν Μονὴ Κρήσκεντος, ἔχοντας μείνει σκελετός, χωρὶς ὅμως νὰ
παύση νὰ προΐσταται τῆς ζωῆς τῆς ᾿Αδελφότητος, νὰ διδάσκη καὶ
νὰ τελῆ τὰ ἱερὰ Μυστήρια.
Τέλος, ἀναπαύθηκε ἀπὸ τοὺς περισσοὺς ἀγῶνες του5
τὴν 11η
Νοεμβρίου 826, ἀφοῦ μετέλαβε γιὰ τελευταία φορὰ τῶν ᾿Αχράντων
Μυστηρίων καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς Μοναχούς του νὰ ἀρχίσουν
τὴν Νεκρώσιμη ᾿Ακολουθία καὶ νὰ ψάλουν τὸν ῎Αμωμον (Ψαλμ. ριηʹ).
῞Οταν αὐτοὶ ἔφθασαν στὸν στίχο: «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι
τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με» (Ψαλμ. ριηʹ 93), ὁ
῞Αγιος Θεόδωρος παρέδωσε τὴν ὁσιακὴ ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ
ζῶντος, σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν.
Νέος Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου, τ. Γʹ, Νοέμβριος, σελ. 125-132, ἐκδόσεις «῎Ινδικτος», ᾿Αθῆναι 2004.
1. ῾Ο ἀριθμὸς αὐτὸς πρέπει νὰ περιλάβη καὶ τοὺς Μοναχοὺς ποὺ διέμεναν στὰ
Μετόχια, διότι τὸ μέγεθος τοῦ Ναοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, τὰ ἐρείπια τῆς
ὁποίας σώζονται, δὲν συνάδει μὲ μία τόσο πολυπληθῆ ᾿Αδελφότητα.
2. Οἱ Κατηχήσεις αὐτές, τῶν ὁποίων ἔχουμε δύο ἐκδόσεις, ἀναγινώσκονται ἀκόμη
τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα στὰ Μοναστήρια. Βλ. Μεγάλη Κατήχησις (κείμ., μετάφ.),
ἔκδ. ΕΠΕ, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν 18-18Α, Θεσσαλονίκη 1996·
Μικρὰ καὶ Μεγάλη Κατήχησις (κείμ.), ἔκδ. «᾿Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη
1982.
3. ῾Ο τρόπος ζωῆς τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου ἔγινε τὸ πρότυπο ἑνὸς μεγάλου ἀριθμοῦ
βυζαντινῶν Μοναστηριῶν, ἰδιαίτερα τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου
τοῦ ᾿Αθωνίτου, καθὼς καὶ ρωσικῶν Μονῶν, ἀπὸ τὸν ΙΑʹ αἰώνα.
4. Βλ. ᾿Επιστολὴ II, 66.
5. Κατ᾿ ἄλλους ἐκοιμήθη στὴν Πρίγκιπο ἢ στὸ ἀκρωτήριο ᾿Ακρίτας. Βλ. τὴν μνήμη
τῆς ᾿Ανακομιδῆς τῶν Λειψάνων του κατὰ τὴν 26η ᾿Ιανουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου