ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΛΟΥΚΑ - Ο ΑΦΡΩΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ
1. Σᾶς εἶπα καί ἄλλοτε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας σάν φιλεύσπλαγχνος μητέρα πού εἶναι, αὐτήν τήν χειμερινή περίοδο, πού ἀπό παλαιά οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς ἦταν δύσκολες, βάζει ὡς κυριακάτικα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα περικοπές πού κεντρίζουν τό ἐνδιαφέρον γιά τούς πάσχοντες ἀδελφούς μας.
Ἔτσι τήν προηγούμενη Κυριακή ἀκούσαμε τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου καί τήν σημερινή Κυριακή ἀκούσαμε πάλι τήν ὁμοία στό περιεχόμενο παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Σέ ἄλλο μου κήρυγμα στήν παραβολή αὐτή θυμᾶμαι ὅτι σᾶς ἀπέδειξα γιατί ὁ πλούσιος εἶναι ἄφρονας.
Δέν θέλω νά ἐπαναλάβω τά ἴδια, γι᾽ αὐτό θά σᾶς μιλήσω σήμερα μέ λίγα ἁπλᾶ λόγια γενικά ἐπί τῆς παραβολῆς.
Δέν θέλω νά ἐπαναλάβω τά ἴδια, γι᾽ αὐτό θά σᾶς μιλήσω σήμερα μέ λίγα ἁπλᾶ λόγια γενικά ἐπί τῆς παραβολῆς.
2. Ἀκοῦστε: Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς δέν ἔγινε πλούσιος ἀπό τά ἀγαθά πού ἀπέκτησε ἐκείνη τήν χρονιά, ἀλλά ἦταν ἤδη πλούσιος ἀπό προηγούμενα χρόνια. Ἑπομένως, δέν εἶχε ἀγωνία πῶς νά περάσει τόν ἐρχόμενο χρόνο καί μποροῦσε λοιπόν νά πεῖ, «ὅλη τήν φετινή μου σοδειά τήν δίνω στήν φτωχολογιά». Δέν τό εἶπε ὅμως αὐτό. Ἀλλά δέν τόν ἀκοῦμε νά εὐχαριστεῖ καί τόν Θεό γιά τήν εὐλογία πού τοῦ ἔδωσε μέ τήν εὐφορία τῶν χωραφιῶν του. Γιατί, ἡ γεωργία προπαντός, ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τόν Θεό, πού ρυθμίζει τίς συνθῆκες τῶν καιρῶν γιά μιά πλούσια καρποφορία. Ἀντίθετα, ἐνῶ ὁ ἄφρονας πλούσιος εἶδε τόν ἄφθονο καρπό του, τόν ἀκοῦμε καί τόν βλέπουμε νά ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του, μέ πολλή μάλιστα ἀγωνία καί πολύ ἄγχος. Καί ἡ ὥρα εἶναι μεσάνυχτα. Δηλαδή, κοιμοῦνται οἱ πτωχοί, κουρασμένοι ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας, γιά νά βγάλουν τό ψωμί τους, καί δέν κοιμᾶται ὁ πλούσιος, πού τά ἔχει ὅλα καί μάλιστα τώρα, μέ τήν ἔκτακτη σοδειά του, ἀπέκτησε ἀκόμη περισσότερα. Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς μας λέγει ἕνα λόγο, πού μόνο ὁ πάμπτωχος καί ἡ χρεωμένη χήρα θά μποροῦσε νά πεῖ. «Τί νά κάνω;», λέγει. «Τί ποιήσω;». Τό πρόβλημά του εἶναι τό ὅτι οἱ ἀποθῆκες του εἶναι μικρές καί δέν χωροῦν λοιπόν τήν τόσο πλούσια σοδειά τῆς χρονιᾶς ἐκείνης!... Ἀλλά ἀποθῆκες γιά τά πλούσια ἀγαθά του εἶναι «τά στομάχια τῶν πεινασμένων», τοῦ λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος. «Τί νά κάνω;», λέγει ὁ ταλαίπωρος καί ἀξιολύπητος πλούσιος τῆς παραβολῆς μας. Ἀλλά ἕνας καλός μαθητής, καί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου ἀκόμη, θά μποροῦσε ἄριστα νά πεῖ στόν πλούσιο, πού διερωτᾶται τί νά κάνει. Θά τοῦ ἔλεγε, νά κάνει μιά διαίρεση. Γιατί ἄν ξέρουμε τήν τιμή τῶν πολλῶν καί δέν ξέρουμε τήν τιμή τῆς μιᾶς, κάνουμε διαίρεση! Τόσα εἶναι τά ἀγαθά του, τόσοι εἶναι οἱ πτωχοί στήν ἐπαρχία του, μιά διαίρεση λοιπόν καί θά ἔλυε τό πρόβλημα, γιά τό ὁποῖο, ἀπορώντας καί ἀγωνιώντας, ἔλεγε «τί ποιήσω;». Καί ἐπειδή, ἀγαπητοί μου, μνημόνευσα τόν ἅγιο Βασίλειο, σᾶς ἀναφέρω καί μία ὡραία περικοπή λόγου του, πού γράφει μιλώντας στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή. «Ὅσο περισσότερο – λέγει – χρησιμοποιοῦμε τά νερά μιᾶς πηγῆς, τόσο εἶναι καλύτερο καί γιά τήν πηγή καί γιά τά νερά της. Ὅπως τά νερά γίνονται στάσιμα καί μολύνονται, ὅταν δέν τά χρησιμοποιοῦμε, ἔτσι καί ὁ ἀχρησιμοποίητος πλοῦτος, γίνεται μή παραγωγικός καί ἄχρηστος».
3. Αὐτόν τόν πλούσιο, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε, ἀδελφοί, ὁ ἴδιος ὁ Θεός τόν εἶπε «ἄφρονα». «Ἄφρων», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «αὐτήν τήν νύχτα τήν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Ποιοί «ἀπαιτοῦν» τήν ψυχή, ἀδελφοί μου; Τήν ψυχή τήν ἀπαιτοῦν δικαιωματικά, σάν νά εἶναι δική τους, αὐτοί στούς ὁποίους δόθηκε. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τόν Θεό καί ἐφαρμόζει τόν Νόμο Του, τότε τήν ψυχή τήν ἀπαιτοῦν οἱ ἄγγελοι, γιά νά τήν παραδώσουν στόν Θεό. Ἄν ὅμως ἡ ψυχή λασπώθηκε στήν ἁμαρτία, χωρίς νά μετανοήσει, καί ἄν ἡ ψυχή σκεπτόταν ὅλο τά ὑλικά καί καθόλου τά πνευματικά, σάν τόν ἄφρονα πλούσιο τῆς παραβολῆς μας, τότε ἀνήκει στούς δαίμονες. Καί λέγει λοιπόν ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ἑρμηνεύοντας τήν εὐαγγελική μας περικοπή, ὅτι οἱ δαίμονες, αὐτοί εἶναι πού «ἀπαιτοῦν» τήν ψυχή τοῦ ἄφρονα πλουσίου. Καί γι᾽ αὐτό εἶναι γιά ἕνα περισσότερο ἀκόμη λόγο «ἄφρονας» ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς μας. Τί σημαίνει «ἄφρονας», χριστιανοί μου; Κατά λέξη σημαίνει «ἄμυαλος», ἀπό τό στερητικό «α» καί τό «φρήν», πού σημαίνει «νοῦς». Ἀλλά στήν θεολογία μας ὁ «νοῦς» δέν σημαίνει ἁπλᾶ τό «μυαλό», ἀλλά ὅλο τό ἐσωτερικό «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, σημαίνει γενικά τήν ψυχή του. Ὥστε, μιλώντας θεολογικά, θά ποῦμε ὅτι «ἄφρων» εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού δέν ἔχει μέσα του καθόλου ἔννοια Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τά λόγια του καί οἱ πράξεις του δέν ἀναφέρονται καθόλου στόν Θεό, οὔτε καί στόν ἄλλο ἄνθρωπο, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀναφέρονται μόνο στόν ἑαυτό του. Ἔτσι καί ὁ «ἄφρων», γιά τόν ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ ψαλμός 52, πού λέγει ὅτι «δέν ὑπάρχει Θεός», εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔλεγε καί ἔπραττε χωρίς καμμιά ἔννοια Θεοῦ, κάνοντας ἔργα βδελυκτά καί διεφθαρμένα (βλ. Ψαλμ. 52,2). Καί μ᾽ αὐτήν τήν ἔννοια, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἄς τό παραδεχθοῦμε ταπεινά, ὅτι ὅταν ἁμαρτάνουμε γινόμαστε πραγματικά «ἄφρονες». Ἐνῶ, ὅσο περισσότερο ἅγιοι γινόμαστε, τόσο καί περισσότερο συνετοί καί φρόνιμοι καί νουνεχεῖς εἴμαστε.
4. Τέλος, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἐπειδή προηγουμένως σᾶς μίλησα γιά ἕνα ψαλμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μιλάει γιά ἄφρονα, θέλω πάλι, τώρα στό τέλος τοῦ κηρύγματός μου, νά σᾶς μιλήσω γιά ἄλλον ψαλμό, τόν 48, μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά σχετίζεται κατά πολύ ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὁ ψαλμός αὐτός παρομοιάζει τούς πλούσιους, πού θέλουν νά διαιωνίσουν τό ὄνομά τους μέ τά πλούτη τους, τούς παρομοιάζει μέ τά πρόβατα ἐκεῖνα, πού, παρότι ὁδηγοῦνται στήν σφαγή, αὐτά κοιτᾶνε τήν χλόη. Ἔτσι καί οἱ ἄφρονες πλούσιοι ὁδηγοῦνται στόν ἅδη, ὅπου θά διαπιστώσουν ὅτι κριτές τους θά γίνουν οἱ πτωχοί, τούς ὁποίους αὐτοί παρέβλεπαν ἤ καί ἀδίκησαν ἀκόμη. «Καθένας – λέγει ὁ ψαλμωδός – βλέπειὅτικαίοἱσοφοίπεθαίνουν, ὅτιχάνονται, ὅπως οἱ τρελλοί καί οἱ ἀνόητοι, καί ἐγκαταλείπουν σέ ἄλλους τά ἀγαθά τους». Χριστιανοί μου, ἄς ζητᾶμε τόν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος στό τέλος τῆς παραβολῆς, πού τόν ἀποκτοῦμε μέ τήν ἀπόλαυση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν προσευχή καί μέ τήν μελέτη τῆς διδαχῆς τῶν ἁγίων Πατέρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου