« Ἡ Σὴ βασιλεία ἐστὶ ἡ ἀγάπη...»
Αὐτὸ τὄγραψε ὁ ἃγιος Νεκτάριος καὶ εἶναι ὁ μόνος πλοῦτος ποὺ κουβαλάει καθὼς τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 1904 φτάνει στὴν Αίγινα. Ὁ Σαρωνικὸς παίζει καὶ χαϊδεύει τὸ ψαράδικο νησί μὲ τα ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου ναοῦ.
Ὁ κόσμος στὴν ἀγορὰ τοῦ νησιοῦ πηγαινοέρχεται· περιμένει τὶς τράτες καὶ τὰ ψαράδικα γιατὶ ἄν ἐξαιρέσεις λίγους, μετρημένους στὰ δάχτυλα, οἱ ὑπόλοιποι στενάζουν ἀπὸ φτώχεια καὶ δέρνονται ἀπὸ τὸ χτικιό. Τὰ παλληκάρια νοικιάζονται παραγιοὶ στοὺς ἐμπόρους. Ἄλλοι τραβοῦν γιὰ τὴ ξενιτιά. Οἱ πιότεροι μπαρκάρουν μὲ τὰ σφουγγαράδικα. Στὸ λιμάνι ὁ κόσμος τῆς φτώχειας καὶ τοῦ παραδερμοῦ περιμένει τὶς τράτες μὲ λίγες χάλκινες δεκάρες νὰ βροντοῦν στὴν τσέπη γιὰ νὰ ἀγοράσουν μιὰ χούφτα μαρίδες.
Ἂνθρωποι τοῦ Σαρωνικοῦ ποὺ τοὺς βασανίζει ἡ θάλασσα κι ἡ φτώχεια. Ἓνα νησὶ με 365 ἐκκλησιὲς ποὺ ἐκεῑ τρέχουν γιὰ παρηγοριὰ καὶ παρακάλιο αὐτοὶ ποὺ μείναν πίσω, νὰ παρακαλέσουν γιὰ τοὺς σφουγγαράδες, τοὺς ξενιτεμέ-νους ναυτικοὺς ποὺ δοκιμάζονται σκληρὰ σὲ μακρυνὲς θάλασσες. Τοὺς σφουγγαράδες ποὺ φεύγουν τὸ Φλεβάρη, γυρίζουν τοῦ Ἅϊ Δημητριοῦ, σημαιοστολισμένοι ἄν δὲν ἒχει συμβεῑ κάποιο ἀτύχημα. Tὸ ἐπάγγελμα τοῦ δύτη εἶναι, βλέπεις, πολὺ ἐπικίνδυνο. Συχνὰ παθαίνει ὁ βουτηχτὴς παράλυση ἤ ἂλλες ἀρρώστιες καὶ ἡ πρόνοια εἶναι ἐλάχιστη ως καὶ μηδαμινή. Παγαίνουν γιὰ νἂβρουν τὸ σφουγγάρι Βεγγάζη, Τύνιδα, Σικελία, Μικρασία, Δωδεκάνησα. Καὶ τὰ τραγούδια του εἶναι ποτισμένα μ’ἁρμύρα καὶ καημό:
« Ἡ μηχανὴ ’ν’ ἡ μάνα μου
κι ἡ ρόδα ἡ ἀδερφή μου
σ’αὐτὰ τὰ παλιομάρκουτσα
κρέμεται ἡ ζωή μου!
Ἒλα νὰ πᾱμε, μάτια μου,
κι ἄς φέρουν τὰ κομμάτια μου... »
Ἕνας λαὸς ποὺ καὶ σὰν ἀγρότης πεινᾱ, λιγοστὸ καὶ τὸ ψωμὶ στὰ σπιτικά. Τὸ Σεπτέμβρη ποὺ σταματοῦν οἱ ἀγροτικὲς δουλειὲς καὶ κόβεται τὸ κολατσό, τὸ δειλινό τραγουδᾱ μὲ θλίψη:
« Φεύγεις, πάεις, Λειδινέ μου
τσ’ ἐμᾱς ἀφίνεις κρύους,
πεινασμένους, διψασμένους,
τσ’ὄχι μαραμένους.
Λειδινέ μου, Λειδινέ μου! »
Σ’αὐτὸ τὸ νησὶ τοῦ Σαρωνικοῦ, τέλος καλοκαιριοῦ φτάνει ὁ Δεσπότης. Φτωχός ὁ λαὸς ποὺ θὰ ποιμάνει, μὰ ξέρει δὰ ἀπὸ φτώχεια ὁ Δεσπότης. «Χριστούλη μου, μὲ ρώτησες γιατὶ κλαίω.
Λιώσανε τὰ ροῦχά μου, λιώσανε τὰ παπούτσια μου, βγῆκαν τὰ δάκτυλά μου ἒξω καὶ ὑποφέρω· καὶ χιονίζει.
Τὶ νὰ κάμω τώρα; Πῶς νὰ τὰ καταφέρω δίχως ροῦχα;
Μπαλώνω, μπαλώνω καὶ σχίζονται.
Συγχώρεσέ με ποὺ Σ’ἐνοχλῶ...».
Ἕνα τέτοιο γράμμα ἔχει στείλει παιδὶ πράμμα στὸ Χριστό. Ξέρει ἀπὸ φτώχεια ὁ Δεσπότης κι ἀπὸ πικραμένη πεινασμένη παιδικὴ ψυχὴ ξέρει. Τοὒστειλε,λέει, μὲ τὰ παιδιά της μιὰ νοικοκυρὰ ἔνα καρβέλι. «Ἐσεῖς νὰ τὸ φᾶτε, παιδιά μου, ἔχετε πιότερη ἀνάγκη ἀπό μένα».
Τί λαχταράει μιὰ παιδικὴ ψυχή, τὄξερε ὁ Δεσπότης. Μιὰ καραμέλα, ἔνα λουκούμι. Καὶ εἶχε πάντα κάτι νὰ δώσει στὸ παιδομάνι, ποὺ σὰν τὸν ἔβλεπε δῆθεν παίζοντας, ζύγωναν. Κι ἐκεῖνος ἔμπαζε τὰ παιδιὰ στὸν Παράδεισο: τὰ εὐλογοῦσε, τὰ φώναζε μὲ τὰ μικρά τους ὀνόματα -γιατὶ τἄξερε τὰ παιδιά – καὶ ἁπλόχερα μοίραζε καραμέλες. Εὐτυχισμένος καθὼς ἔβλεπε τὴ γιορτὴ ποὺ στήναν τὰ παιδιά μὲ τὰ ζαχαρωτά. Καὶ τότες γινόνταν σχολικὲς ἐκδρομές. Οἱ δάσκαλοι ἀνεβάζαν πρὸς τὸ Μοναστήρι τὰ παιδιά· ὁ Δεσπότης σὰ τἄβλεπε νἄρχονται ἔβγαινε στὸ μπαλκόνι νὰ τὰ εὐλογήσει. Εὐχὲς νὰ δίνει, ζαχαρωτὰ νὰ δίνει, καὶ ἡ γλυκειὰ κουβέντα πιὸ γλυκειὰ ἀπ’ τὰ γλυκὰ καὶ ἡ συμβουλή, νὰ τὰ πεσκέσια γιὰ τὰ παιδιά, τοὺς αὐριανοὺς πολίτες τ’Οὐρανοῦ.
Kι ἦταν χρυσὸ πάπλωμα στὶς παιδικὲς τὶς σκανταλιές, στὶς ζαβολιὲς πως... Κάτι χαρτιὰ ἔδωκε στὸ γιό του ένας πατέρας νὰ τὰ κουβαλήσει, λέει, στὸν Δέσποτα. Παιδὶ λωλό, ξεχάστηκε νὰ παίζει τὶς ἀμάδες μ’ἄλλα παιδιὰ κι όταν σουρούπωσε παλάβωσε. Καὶ τὰ χαρτιά; Ποῦ τἄχατες τ’ἀπίθωσε; Τὰ βρῆκε τελικὰ τρεχάλα γιὰ τὸ Μοναστήρι. Κι εἶχε νυχτώσει γιὰ καλὰ σὰν ἔφτασε ἐκεῖ. «Παιδί μου, τέτοια ὥρα πῶς καὶ σ’ἔστειλε ὁ πατέρας σου ἐδῶ;», ρώτησε ὁ Δεσπότης. Τὸ ψέμα νὰ ἐκεῖ στὸ χείλη ἔτοιμο νὰ τὸ ξεστομίσει τὸ παιδὶ μὰ δὲ τὸ μπόρεσε. Σὲ τὲτοιον ἄνθρωπο δὲ πρέπει ἡ ψευτιά. Καὶ εἶπε όλη τὴν ἀλήθεια. Ἐχαμογέλασε ὁ Δέσποτας. «Μὴ φύγεις τώρα όμως, ἐσυμβούλεψε, εἶναι ἀργά. Αὔριο κατηφορίζεις καὶ ἔννοια σου, θὰ τὶς γλυτώσεις τὶς ξυλιὲς ἀπ’ τὸν πατέρα σου».
Ἂνθρωποι τοῦ Σαρωνικοῦ!! Παιδεμένοι ξωμάχοι. Κι ἡ χούφτα τοῦ Δεσπότη κάλους ἔκανε νὰ δίνει... νὰ δίνει κι ἀπ’ αὐτὸ ἀκόμα ποὺ δὲν εἶχε. Μαστόροι δουλεύανε στὸ Μοναστήρι κι όταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κολατσίσουν ἔβγαζε ὁ καθεὶς τὸ κάτι τι ποὺ ἐκουβάλησε ἀπὸ τὸ σπιτικό του ὁ Δέσποτας κοντά. Ἕνας ἔβγαλε σκέτες ἐλιές. «Ἐσὺ δὲν ἔχεις φαγητό; γιατὶ μόνο ἐλιές;», ρωτάει ὁ Δεσπότης. «Πέντε παιδιὰ ἔχω στὸ σπίτι. Κι ἄν ἔπαιρνα ἐγὼ τὸ φαγητὸ τὶ θἄτρωγαν ἐκεῖνα;», Ταπεινή, πικρὴ ἡ ἀπόκριση. «Ἀπὸ αὒριο, κανεὶς δὲ θὰ κουβαλάει μαζί του φαγητό. Ὅλοι θὰ τρῶτε στὴν τράπεζα!». Ἒτσι λέει ὁ Δε- σπότης, γιατὶ στὸ πρόσωπο τοῦ καθενοῦ βλέπει τὸν Κύριο. Νὰ τὸν ταΐσει πρέπει χωρίς νὰ τὸν πληγώσει όμως.
Μιὰ μέρα, λέει, μετὰ τὴ λειτουργία κάποια κυρὰ ποὔχε τὸν τρόπο της, τὸν κάλεσε γιὰ ένα καφέ. Κι ἑτοίμασε κατὰ πῶς ἅρμοζε, δίσκο μὲ όλα τὰ καλὰ γιὰ νὰ τὰ πάει ἐκεῖ πλάϊ στὸ γιασεμί π’ἀναπαυόταν ὁ Δεσπότης. Κείνη τὴν ὥρα χτυπᾶ ἡ ξώθυρα. Μιὰ γύφτισσα, μιὰ ζητιάνα. Τῆς ρίχνει ένα νόμισμα ἡ κυρά. Μὰ τῆς ἁρπάζει τὸ χέρι ὁ ἅγιος. «Πάρε, παιδί μου, τοῦτο τὸ δίσκο καί πάγαινε κοντά της καί κάνε της παρέα ὥσπου νὰ φάει. Ὕστερα νἄρθεις».
Καὶ νὰ τὸν ντύσεις πρέπει τὸν ἐλάχιστο ἀδερφό. Μιὰ πάμφτωχη ξυπόλητη ἀνηφορίζει γιὰ τὸ Μοναστήρι. Βλέπει τὰ γυμνοπόδαρά της ὁ Δεσπότης. Βγάζει αὐτοστιγμῆς τὰ παπούτσια του. «Φόρα τα ἐσύ, ἐγὼ θὰ περπατήσω μὲ τὶς κάλτσες». Μόνο ὁ ίδιος δὲν ἔχει δικαιώματα. Ἀγάπαγε, λένε, τὴ σπανακόπιττα. «Ἂχ νἄχαμε ένα κομμάτι», εἶπε μιὰ φορά. «Νὰ φτιάξουμε» εἶπαν οἱ μοναχές. «Ὄχι, γιατὶ θέλει τόσο λάδι, τόσο ἀλεύρι, τόσα ὑλικὰ ποὺ θὰ περάσουμε τρεῖς μέρες μὲ ἄλλα φαγητὰ ἄν κάμουμε». Ὄχι λοιπὸν στὴ σπανακόπιττα!!
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Σαρωνικοῦ δὲν εἶναι ἄγγελοι. Λένε ψέματα, βλαστημᾶνε ... καυγαδίζουν. Ἕνας πηγαίνει στὸ χωράφι του. Ὁ Δέσποτας σεργιάναγε, τὸν βλέπει καὶ τὸν εὐλογεῖ. «Στὰ μάτια σου πρωΐ πρωΐ» λέει ὁ ἀγρότης. «Ἐγὼ πάω στὴ δουλειά μου κι ἐσὺ με μουτζώνεις». «Σὲ εὐλόγησε, δὲν ἦταν μούτζωμα», τοῦ ἐξηγεῖ ένας ποὺ πήγαινε μαζί. «Στ’ ἀλήθεια; Θὰ πάω νὰ ζητήσω συγχώρεση». Τρέχει καὶ γονατίζει μπρὸς στὸ Δέσποτα. «Δὲν πειράζει, μὴ στεναχωριέσαι», τοῦ λέει καλωσυνάτα ἐκεῖνος. Κι ἂλλη φορὰ σ’έναν ἐργάτη ζυγώνει ὁ Δεσπότης. «Μανώλη, βάζεις τὴ σφήνα παρακεῖ;». «Ἂντε στὸ δ...», ἀγριεύει ὁ ἐργάτης. Μὰ μετανοιώνει: «Συγχώρα με», ψελλίζει. «Ὂχι παιδί μου, ἐσὺ νὰ μὲ συγχωρέσεις. Πολεμᾶς στὴ ζέστη καὶ ταλαιπωριέσαι κι ἦρθα ἐγὼ νὰ σὲ ζαλίσω, νὰ σ’ἐνοχλήσω»
Τὄπαμε πὼς δὲν ἦταν ἄγγελοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Σαρωνικοῦ. Μὰ ἡ ἀγάπη ξέρει νὰ κουμαντάρει τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ μεθούσανε τὴν Κυριακή, τὰ βάζανε μὲ τὶς φαμίλιες τους, βλαστήμαγαν. Τοὺς ἤξερε ὁ Δέσποτας καὶ πήγαινε ἀπὸ βραδύς. «Αὔριο νὰ ρθεῖς νὰ ἐργαστεῖς στὸ Μοναστήρι», μὲ τὴ σειρὰ τοὺς ἐπισκεπτόταν ὁ Δεσπότης «Μὰ αὔριο εἶναι Κυριακή», όλο ἀπορία ἀπαντοῦσε ὁ ἐργάτης. «Δὲ πειράζει, θὰ μᾶς συγχωρήσει ὁ Κύριος μιὰ κι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι μερεμέτια». Τὴν ἄλλη μέρα ἀνέβαινε ὁ ἐργάτης. Ὁ Δέσποτας τὸν ἔπαιρνε στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ θὰ λειτούργαγε. «Ἄναψε τὸ κεράκι σου καὶ μετὰ τὴ λειτουργία θ’ ἀνταμώσουμε». Ἔτσι τοὒλεγε, μετὰ τὸ κολατσιὸ ἐρχότανε, μετὰ ἔτσι γιὰ τὰ μάτια κάτι τὶς νὰ φτιάξει ὁ ἐργάτης καὶ φαγητὸ τὸ μεσημέρι καὶ ἀκέραιο τὸ μεροκάματο. «Δὲν ἦταν πιὸ καλά σήμερα παρά τὶς ἄλλες Κυριακάδες;» τοὔλεγε στὸ τέλος. Κι ὁ ἄλλος καταλάβαινε τὸ μάθημα.
Ἕνας ἄλλος, πάλι, εἶπε τὸ ναὶ σὲ κάποιον ποὺ τὸν ἤθελε νὰ τοῦ σκάψει τὸ ἀμπέλι του. «Ἔλα αὔριο καὶ θὰ σοῦ δώσω πιότερα ἀπ’τὸ Δεσπότη»,τοὔταξε. Εἶπε ψέμα τὸ λοιπὸν στὸ Δέσποτα πὼς τἄχατες θὰ κάτσει αὔριο νὰ παλαίψει στὸ δικό του ἀμπέλι. Ἀξημέρωτα ξεκίνησε γιὰ τὸ ἀμπέλι τοῦ ἄλλου, μὰ νὰ μπροστά του ὁ Δέσποτας. Κρύος ἱδρὼς μουσκεύει τὸ κούτελο τοῦ ἐργάτη. Μὰ ὁ Δέσποτας χαμογελᾶ: «Γιατὶ δὲ μοὔπες τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ τὄξερα ἀπὸ τὰ χτές. Νὰ πᾶς παιδί μου, ἐκεῖ θὰ πάρεις καὶ περισσότερο μεροκάματο. Νὰ πᾶς, γιατὶ ἔχεις καὶ μικρὰ παιδιά». Μὰ κι οἱ ψαράδες ἔχουν νὰ λένε... Ἴδια πεθαμένος ἀνεβαίνει ὁ ψαρᾶς στὸ Μοναστήρι. «Σκυλόψαρα, Δεσπότη μου. Οὔτε λέπι στὴ θάλασσα. Κι εἶναι μὲ ψωμὶ μονάχα τέσσερις βδομάδες τὰ παιδιά. Νὰ βγῶ νὰ ζητιανέψω ντρέπομαι. Κι όταν ἔρθουν οἱ σκύλοι, γιὰ πέντε χρόνια ψάρι δὲν ὑπάρχει στὴ θάλασσα». «Φέρε τὰ σύνεργά σου», λέει ὁ Δεσπότης. Ἴδιο πουλὶ τρέχει κάτω ὁ ψαρᾶς. Τὸ δειλινὸ φέρνει κοφίνια καὶ σπάγγους.
Τὰ πιάνει στὰ χέρια του ὁ Δέσποτας, τὰ πάει κεῖ μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Τὰ δείχνει στὸ Χριστὸ, στὴν Κυρὰ Παναγιά. Δὲν εἶναι σκέτα σύνεργα αὐτά. Εἶναι τὸ φαΐ τῆς φαμελιᾶς! «Πάρτα καὶ πήγαινε καὶ ρίξε τα στὴ θάλασσα», λέει στὸν ψαρᾶ. Σὲ δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω νάτος ὁλόχαρος ὁ ψαρᾶς μὲ δύο συναγρίδες ἐκεῖ στὰ χέρια. «Φύγανε οἱ σκύλοι καὶ γιόμισε ψάρι ἡ θάλασσα», φωνάζει ἀπὸ μακριά. Μά κι ἄλλοι ψαράδες παραπονέθηκαν στὸ Δέσποτα πὼς λέπι δὲ πιάνουνε μιὰ κι ένα μεγάλο ψάρι τοὺς χαλᾶ τὰ δίχτυα. Κι εἶναι φτωχοί ἄνθρωποι κι οἱ φαμελιὲς πεινοῦν.
Σ’ένα πανέρι τοῦ κουβαλοῦνε μιὰ κουλούρα δίχτυ. Τὸ εὐλόγησε. Καὶ κόντεψε τὸ δίχτυ νὰ σκιστεῖ. Τόσα τὰ ψάρια ποὔπιασαν. Ἀγάπαγε νὰ κάθεται στὸ μπαλκονάκι ἔξω ἀπ’ τὸ κελλί του. Ὅποιος κι ἂν πέρναγε τὸν σταύρωνε, τὸν βλόγαγε. Στὰ 1912, στὸν πόλεμο,βγῆκε πάλι στὸ μπαλκονάκι καὶ σταύρωνε τοὺς ἄντρες ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ τὸ δρόμο καὶ τρα βοῦσαν νὰ ντυθοῦν φαντάροι. Στεκόταν -σαμε νὰ περάσει κι ὁ τελευταῖος. Ἔτσι δὲν ἔπαθε κανένας ἀπ’ τὸ Μεσαγρό.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸ καθημερινό του! Μὰ ίδιος Ἑλληνορθόδοξος ρασοφόρος ἔγνοια μεγάλη μπὰς καὶ ξεχάσει ἡ Γυναίκα Χριστὸ κι Ἑλλάδα. Γιὰ τοῦτο ὀνειρευότανε σχολειὸ νὰ κάνει ἐκεῖ στὸ Μοναστήρι, νὰ μὴ πηγαίνουν σὲ φράγκικα σχολεῖα τὰ παιδιὰ καὶ ἀργότερα ἀνώτερης διδασκαλίας νὰ γίνει τοῦτο τὸ σχολειό. Ὁ ίδιος μὰ κι ἡ μοναχὴ Μαγδαληνὴ μάθαινε γράμματα στὰ παιδιὰ. Γράμματα καὶ ψαλμουδιές. Ἴδια, ὁλόιδια σὰν τὸ κρυφὸ σχολειό.
Ρώτησαν ένα γέροντα σημερινὸ πῶς γίνεσαι ἅγιος. «Εἶναι εὔκολο μωρέ!», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Θέλει ταπείνωση καὶ προσευχὴ καὶ νὰ κρατιέσαι ἀπὸ τῆς Παναγιᾶς τὸ φόρεμα». Νὰ πῶς ἔγινε ἅγιος ὁ Δέσποτας. Ἔγινε ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἁγίασε τὸν τόπο τοῦτο. Κι εἶναι μεγάλο πρᾶγμα δὰ γιὰ τὴ ζωὴ ἑνός τόπου ένας ἅγιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου