Στὸ ἀπόμακρο γιὰ κεῖνο τὸν καιρὸ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας, τὸ Ἀρεταίειο, ἡ γραμματεία ἔπαιρνε ἀπ’ ἔξω ἐντολὴ καὶ ἔδινε μέσα ἐντολὴ νὰ κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στὸν μικρὸ παθολογικὸ θάλαμο, γιὰ ἕναν γέροντα καλόγερο ἀπὸ τὴν Αἴγινα.
Τὸν ἔφεραν κάποιο μεσημέρι δύο καλόγριες κι ἕνας μέτριος στὸ ἀνάστημα σαραντάρης, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μπῆκαν ἀνησυχοῦσε καὶ κρυφόκλαιγε. Ἔκαναν τὶς διατυπώσεις τῆς εἰσόδου καὶ παραμονῆς του στὸ θεραπευτήριο καὶ ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο καλόγριες ἔφυγε.
Στὸν θάλαμο ποὺ τὸν τοποθέτησαν ἦταν ἄλλα τέσσερα κρεββάτια, ὡστόσο μόνο τὰ δύο ἦταν πιασμένα. Στὸ διπλανὸ τοῦ γέροντα τῆς Αἴγινας ἀναπαυόταν ἕνας ἄντρας περίπου σαραντάρης ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν κάτω ἄκρων. Ἦταν ἐπαρχιώτης οἰκογενειάρχης, εἶχε πέσει σ’ ἕνα γκρεμὸ ἀπὸ τὸ ζῶο του, χτύπησε κι ἀπὸ τότε τὸν ἔσερναν μὲ τὰ φορεῖα. Στὸ παρακάτω, ἔμενε κάποιος γέροντας συνταξιοῦχος δάσκαλος, μὲ οὐρολογικὴ κι αὐτὸς πάθηση.
«Τί νομίζεις γερόντισσα Εὐφημία, ἔκανε κάπου στὸν προθάλαμο σιγανασαίνοντας καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά του ὁ ἄντρας, θὰ κάνει τὴν ἐγχείρηση, θ’ ἀντέξει στὸ μαχαίρι;»
Ἐκείνη ἀπόμεινε συλλογισμένη.
«Τί θ’ ἀπογίνουμε δίχως τὴν εὐλογημένη του καθοδήγηση, πῶς θὰ ζήσουμε χωρὶς τὴν προσευχή του;», συνέχισε ὁ ἄντρας.
«Ἐλπίζω, κύριε Σακκόπουλε, ἀποκρίθηκε τέλος ἡ καλόγρια μισοταραγμένη. Ὁ καλὸς Θεὸς θὰ λυπηθεῖ τὴν ἀδελφότητα, δὲν θὰ ἐπιτρέψει ν’ ἀπομείνουμε εἴκοσι ὀκτὼ ψυχὲς ὀρφανές.»
«Ὦ ἀδελφὴ Εὐφημία, σ’ αὐτὸν ὀφείλω τὰ πάντα. Καὶ κυρίως τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς μου. Αὐτὸς μὲ εἰσήγαγε εἰς τὸ εὖρος, τὸ ὕψος καὶ τὸ κάλλος ποὺ ἔχει ὁ Κύριος. Ἀπὸ νωρὶς ἔχασα τὴν μητέρα μου καὶ τὸ ξεπέρασα, πρόπερσι ἀναπαύθηκε κι ὁ πατέρας μου, ἄνθρωπος ὅλο αὐταπάρνηση κι εὐγένεια καὶ τὸ κατάπια. Ἂν μᾶς ἐγκαταλείψει κι ὁ ἅγιος γέροντας, ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ὁδηγὸς καὶ μεσίτης εἰς τὸν Θεόν, θὰ καταντήσω δυστυχής, θὰ παραμείνω δεντρὶ στὴν ἔρημο…»
Ἡ καλόγρια τὸν ἀνακοίταξε μὲ κάποια στοργὴ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι.
Πέρασε ὁ πρῶτος μήνας, πέρασε κι ὁ δεύτερος.
Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει ἐγχείρηση, δὲν πρόλαβε νὰ περάσει ἀπὸ μαχαίρι.
Ἡ Ἀθήνα συγκλονιζόταν ἀπὸ ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς γιὰ τὴν ἐκλογικὴ ἥττα τοῦ Βενιζέλου, γιὰ τὶς ἀλλαγὲς στὴν Κυβέρνηση, γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἐξόριστου Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι συζητοῦσαν, σχολίαζαν τὴν ἔκπτωση τοῦ Μελετίου καὶ τὴν ἐπανενθρόνιση τοῦ Θεοκλήτου, ὅταν ὁ χλωμὸς ἀσκητικὸς ἐκεῖνος γέροντας, ὁ καλόγερος τῆς Αἴγινας, ἔβλεπε ξαφνικὰ καταμπροστά του ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἀγγέλους κατὰ χιλιάδες νὰ τὸν ὑποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτοῦ ξεψυχήσει κι ἀφουγκράστηκε. Ἀπὸ ψηλὰ κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ὁλόγλυκια φωνὴ σὲ ξένη χώρα τὸν καλοῦσε. «Εἴσελθε τέκνον, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Σὲ ἀναμένει ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος.»
«Εἰς ἐμέ, εἰς ἐμὲ τὸ λέγεις Κύριε;», πρόλαβαν νὰ ψιθυρίσουν γιὰ στερνὴ φορὰ τὰ χείλη του.
Κι ἀνοίγοντας τὸ στόμα νὰ πάρει ἀνασεμιά, εἶδε πὼς μεταφέρεται. Παρέδωσε τὴν ἅγια του ὑπομονετικὴ ψυχὴ στὸν ἀγαπημένο του Ἀφέντη. Στὸν Ἀφέντη τῶν οὐρανίων, τῶν ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.
Ἡ γερόντισσα Εὐφημία ἀναστατώθηκε.
«Σεβασμιώτατε, Σεβασμιώτατε, ἀνέκραξε μὲ λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, ποῦ εἶναι ὁ κύριος Σακκόπουλος;… Τὸ τηλέφωνο παρακαλῶ, τὸ τηλέφωνο…
Ἦρθε μία σαβανώτρα ἀπὸ τὸ προσωπικό του νοσοκομείου νὰ βοηθήσει τὴ γερόντισσα. Τὸ νεκρὸ σῶμα, μοσκομύριζε… Θεὲ καὶ Κύριε ! … Κάτι πῆγε νὰ πεῖ ἡ γερόντισσα δὲν τὸ μπόρεσε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔβγαλαν τὴ μάλλινη φανέλλα καὶ τὴν πέταξαν πρόχειρα στὸ διπλανὸ κρεββάτι. Κι ὥσπου νὰ προχωρήσουν νὰ τελειώσουν μὲ τὰ σάβανα, ὁ διπλανὸς ἄρρωστος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν κάτω ἄκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε ὄρθιος, ἀμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στὰ πόδια του κι ἔκανε τὸ σταυρό του.
«Σηκώθηκα, περπατάω! ἀνέκραξε δυνατά, Θεέ μου, ἔγινα καλά! Τί ἔχει αὐτὴ ἡ φανέλλα;»
Γιὰ δές, ἦταν στ’ ἀλήθεια ὄρθιος, περπατοῦσε !
Δὲν καλοκατάλαβαν, ἀπόμειναν νὰ χάσκουν. Τὸ νεκρὸ σῶμα μοσκομύριζε… Ἡ γερόντισσα πῆρε τὴ φανέλλα, τὴν ἔβαλε ἕνα κουβάρι στὸ ράσο της. Τὰ χέρια της ἔτρεμαν.
Ἀπόρησαν oι γιατροί, ἀπόρησε καὶ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ὅταν ἔμαθαν πὼς ὁ φτωχὸς ρασοφόρος ἀπὸ τὴν Αἴγινα, ἦταν ἄλλοτε γενικὸς διευθυντὴς στὴ Ριζάρειο καὶ ἦταν λέει… Δεσπότης!
Μία νύχτα θρήνου πέρασε ἡ γερόντισσα Εὐφημία.
Ἀργὰ τὸ πρωὶ ἔφθασε ἕνας φίλος Ἀρχιμανδρίτης, ἱεροκήρυκας, ὁ Παντελεήμων Φωστίνης καὶ λίγο πιὸ ἔπειτα ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Ἄγγελος Νησιώτης, διαλεκτὸς μαθητής του στὴ Ριζάρειο καὶ δημιουργὸς ἀργότερα κατηχητικῶν σχολείων. Ἔφθασε σωστὸ ἀνθρώπινο ράκος κι ὁ Κωστὴς Σακκόπουλος. Παράγγειλαν τὸ φέρετρο, παράγγειλαν τὴ νεκροφόρα καὶ λίγo ἀργότερα ξεκίνησαν γιὰ τὸν Πειραιά.
Τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς, ἡ «Πτερωτή», θὰ σήκωνε ἄγκυρα γιὰ τὴν Αἴγινα ἀκριβῶς στὶς δύο τὸ μεσημέρι. Ἡ νεκροφόρα μὲ λογῆς – λογῆς διατυπώσεις, ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, ἔφθασε ἐμπρὸς στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸν Πειραιά, λίγo μετὰ τὶς δώδεκα. Ὁ Ναὸς βρέθηκε κλειστός, ὅλοι oι ἁρμόδιοι κι ὁ νεωκόρος, ἔλειπαν γιὰ μεσημεριάτικη διακοπή.
Αὐθόρμητα μαζεύτηκε ὁλόγυρα στὸ πεζοδρόμιο κόσμος. Ἀπὸ λαλιὰ σὲ λαλιά, ἀκούστηκε, μαθεύτηκε στὴν ἐργατικὴ πόλη, ἡ Κοίμηση τοῦ γέροντα τῆς Ριζαρείου. Κι ἕνας λαὸς περικύκλωσε τὸ φέρετρο.
Καθὼς τὸ ἔφεραν σιμὰ στὰ σκαλοπάτια τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ πάρουν τουλάχιστον μία φωτογραφία στὴν πόλη καὶ στὸ χῶρο ποὺ τόσο εἶχε κηρύξει κι ἀγαπήσει, κι ἄνοιξαν τὸ καπάκι, μούδιασαν, τά ᾽χασαν… Παρατήρησαν κάτι τὸ ἀσυνήθιστο, τὸ καταπληκτικό. Ἀπὸ τὴν ἤρεμη καὶ γαλήνια μορφὴ ἔσταζε κάτι σὰν ἱδρώτας ποὺ μοσκομύριζε… Θεὲ καὶ Κύριε !
Ὁ Κώστας ὁ Σακκόπουλος σαστισμένος ἔτρεξε κι ἀγόρασε ἀπὸ τὸ περίπτερο ἕνα πακέτο μπαμπάκι καὶ σκούπισε σιγὰ – σιγὰ καὶ ἁπαλὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τὸν μοσκομύριστο ἱδρώτα. Μερικοὶ τότε ἔπεσαν ἐπάνω του, τοῦ ἅρπαξαν τὶς τοῦφες τὸ μπαμπάκι, τὸ ἔφερναν εὐλαβικὰ στὸ μέτωπό τους, ἄλλοι τὸ ἔκρυβαν στὶς τσέπες τους, ἄλλοι τὸ παράχωναν στὸ στῆθος.
«Δὲν ἔχει βάρος, δὲν ἔχει βάρος, εἶναι ἐλαφρὺς σὰν πούπουλο», φώναξαν καὶ oἱ ἄνδρες ποὺ σήκωναν τὸ φέρετρο, ἕτοιμοι νὰ τὸ ξαναφέρουν στὴ νεκροφόρα.
Τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς ἡ «Πτερωτὴ» ἔφθασε στὶς τέσσερις παρὰ κάτι, ἀπόγευμα στὴν Αἴγινα μὲ τὴ σημαία «μετζάστρα» (μεσίστια) στὸ πλωριὸ κατάρτι.
Προτοῦ ἀράξει στὸ μῶλο, ὁ καπετάνιος σφύριξε τρεῖς φορὲς πένθιμα καὶ συνθηματικά. Στὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Σαρωνικοῦ ταξίδευε τὸ Ἱερὸ Λείψανο ἑνὸς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Ἑνὸς Κληρικοῦ ποὺ δὲν καυχήθηκε ποτὲ γιὰ κάτι δικό του. Ἑνὸς Ἱερομόναχου ποὺ εὐαρέστησε τὸν Ἅγιο Θρόνο μὲ τὴν ὑπακοή, τὸ ταπεινὸ φρόνημα, τὴν ὑπομονή, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη.
Ἀμέτρητος λαὸς πλημμύρισε κάτω τὴν παραλία. Ὅλος σχεδὸν ὁ Κλῆρος, ὅλοι oι Ἱερομόναχοι, ὅλες oι καλόγριες ἀπὸ τὰ ντόπια Μοναστήρια. Οἱ γυναῖκες ἔκλαιγαν σιωπηλά, μερικὲς στέναζαν, μερικὲς μοιρολογοῦσαν. «Παππούλη μας, προστάτη τῆς φτωχολογιᾶς, τί θ’ ἀπογίνουμε τώρα ποὺ μᾶς ἄφησες ὀρφανὲς καὶ μόνες;»
Διακόσιοι τόσοι ἄντρες τσακώθηκαν ποιὸς θὰ σηκώσει τὸ φέρετρο. Ἦταν oι φίλοι του, oἱ ψαράδες τοῦ γιαλοῦ, οἱ σφουγγαράδες ποὺ ταξίδευαν καὶ βουτοῦσαν πέρα στὴν Τζιμπεράλτα καὶ στὸ Τούνεζι κι ἔφερναν σφουγγάρια τῆς εὐλογίας μὲ χαραγμένο στὴ μέση τὸν Τίμιο Σταυρό, ἐργάτες ποὺ δούλεψαν στὴ Μονὴ κι ἔφαγαν ψωμὶ ἀπὸ τὰ χέρια του, oἰκοδόμοι, ἀγρότες, ἀμπελουργοί, ἐπαγγελματίες καὶ πλανόδιοι.
Ὁ δήμαρχος μὲ τὸν ἀστυνόμο γιὰ νὰ τοὺς φέρουν σὲ λογαριασμό, τοὺς χώρισαν σὲ τετράδες καὶ ὑπολόγισαν τὸ δρόμο κάπου δύο ὧρες καὶ κάτι, ὤσαμε τὸ Μοναστήρι. Σὲ λίγο τὰ πάντα τακτοποιήθηκαν καὶ ἡ πομπὴ ξεκίνησε.
Ἦταν κάτι τὸ ριγηλὸ καὶ συγκινητικό. Ποτὲ ἡ Αἴγινα δὲ θυμόταν ἕνα τέτοιο ξόδι. Αὐθόρμητα ἡ λαϊκὴ ψυχὴ ἀγκάλιασε τὸ Λείψανο – Θησαυρὸ τοῦ διαλεκτοῦ παιδιοῦ της καὶ τὸ ἔφερνε μὲ σφιχτὴ ἀνασεμιὰ στὴ θέση Ξάντος. Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε τὴν πόλη καὶ τὴν παραλία. Οἱ καμπάνες στοὺς Ναοὺς σιγοχτυποῦσαν ὅπως τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ’ ὅλες τὶς πόρτες καὶ δροσερὰ λουλούδια ἔπεφταν ἀπὸ γριὲς καὶ νιὲς καὶ δροσερὲς παρθένες. Ἕνα πλῆθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρεῖτες ἀκολουθοῦσαν σιωπηλοί.
«Δὲν ἔχει βάρος, δὲν ἔχει βάρος, εἶναι ἐλαφρὺς σὰν πούπουλο», φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰ σταυροδρόμια καὶ τὶς λαγκαδιές, καθὼς σήκωναν τὸ φέρετρο κι ἑτοιμάζονταν ν’ ἀλλάξουν βάρδια.
Τὸ Μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ἀτελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογῆς ἄνθρωποι, γνωστοί, ἄγνωστοι, καταλαχάρηδες τοῦ βουνοῦ, τοῦ λόγγου, τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ὅλοι τους εἶχαν διάθεση νὰ παρασταθοῦν, νὰ προσευχηθοῦν, νὰ ξενυχτήσουν, νὰ κλάψουν.
Σ’ ὅλο τοῦτο τὸ πλῆθος καὶ στὶς καλόγριες τῆς ἀδελφότητας ποὺ ἔκλαιγαν σὰν μικρὲς νεαρὲς κοπέλες, ξεχώριζε ἡ φυσιογνωμία τῆς Ἡγουμένης, τῆς Ὁσίας Ξένης, τῆς τυφλῆς. Στάθηκε κάποια στιγμὴ καταμπροστὰ στὸ φέρετρο, πάνω στὴ γαλήνια κι εὐγενικὴ μορφή, ποὺ θαρροῦσες ὅτι λαφροκοιμόταν, τὴ μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ ὁδηγοῦ, τοῦ εὐεργέτη καὶ προστάτη της καὶ μὴ μπορώντας μὲ τὰ τυφλὰ μάτια νὰ δεῖ, νὰ προσέξει τὸν ἱδρώτα – Μύρο ποὺ κυλοῦσε ἀπὸ τὸ μέτωπο, τὸ ἔνιωσε σὰν ὄσφρηση, σὰν εὐωδιὰ καὶ μένοντας ἀκίνητη καὶ κάνοντας τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶπε: «Ὁ πατέρας μας δὲν πέθανε. Ζεῖ, μᾶς βλέπει καὶ προσεύχεται ἀπόψε γιά μας. Τὸ Μοναστήρι μας θὰ προκόψει, δὲν θὰ τὸ ἀφήσει ὁ Κύριος. Ὅταν ζοῦσε καὶ τὸν ἀπολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο καὶ ὁδηγό, αὐτὸ πάντα μᾶς ἔλεγε. Αὐτὴ τὴν Προφητεία: Ἀπὸ ἐδῶ, μᾶς ἔλεγε, κόρες μου, ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἐρημιές, σὲ μερικὰ χρόνια θὰ διαβαίνουν ἅμαξες, θὰ περνᾶ πλῆθος ὁ κόσμος μὲ ἀφιερώματα, χρυσάφια καὶ λαμπάδες. Καὶ ἐμεῖς οἱ ἄπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ὁ Σεβασμιώτατος, ἀναρωτιόμασταν μὲ ἀνησυχία. Ἀδελφές μου, μὴ κλαῖτε, ἀδέλφια μου μὴ θρηνεῖτε. Ἡ Αἴγινα καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀπέκτησε ἕναν Ὅσιο, ἕνα σημερινὸ ἱκέτη ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἐσταυρωμένο».
Τὰ λόγια της σκέπαζαν τοὺς κρυφοὺς λυγμούς της ἀπὸ μία Θεϊκὴ Δύναμη καὶ Χάρη. Τὰ λόγια της ἔπεσαν στὸ πλῆθος μὲ τέτοια ἁρμονία ποὺ γλύκαναν εὐθὺς ὅλες τὶς καρδιὲς καὶ γιὰ κάμποσο χρονικὸ διάστημα τῆς νύχτας, ἀπόδιωξαν τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις τοῦ θανάτου.
Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες κράτησε τὸ λαϊκὸ τοῦτο προσκύνημα. Καὶ τὸ Λείψανο ἀδιάκοπα ἔσταζε ἱδρώτα-Μύρο καὶ σκορποῦσε ὁλοτρόγυρα Εὐωδία! Μία ἀπὸ τὶς τρόφιμες τῆς ἀδελφότητας ἀνησύχησε. «Θὰ πρέπει νὰ ἐπισπεύσουμε τὸν ἐνταφιασμό, πέταξε μὲ σπουδὴ στὴν Ὁσία Ξένη. Δὲν μπορεῖ, γερόντισσά μου, σῶμα εἶναι, θὰ βρωμίσει». Τὸ βράδυ ποὺ κοιμήθηκε, εἶδε ὁλοζώντανο σιμά της τὸν γέροντα ντυμένο στὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια. «Σεβασμιώτατε», ἀνέκραξε. Καὶ γονάτισε νὰ τοῦ ἀσπασθεῖ τὸ χέρι.
«Βρωμᾶ παιδί μου, τὸ χέρι μου;», τὴ ρώτησε ἐπιτιμητικά.
«Μοσκομυρίζει Σεβασμιώτατε», ψιθύρισε.
«Τί μυρίζει;»
«Λιβάνι καὶ ἀλόη.»
«Τότε μὴ φοβεῖσαι καὶ διὰ τὸ Λείψανον.»
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Ἔτρεξε στὸ φέρετρο, ἀσπάσθηκε τρεῖς φορὲς τὰ κρινοδάχτυλα τῶν χεριῶν. Καὶ ξαναπρόσεξε ποὺ ἔτρεχε συνέχεια στὴ μορφὴ ἱδρώτας – Μύρο.
Φυσικὰ φρόντισαν καὶ γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Θὰ τὸν τοποθετοῦσαν ἐκεῖ πλάγια στὸ Ναό, χαμηλὰ στὸ πεῦκο. Στὸ καταπράσινο καὶ φουντωτὸ βελονόφυλλο δεντρὶ ποὺ τόσο αὐτὸς καμάρωνε κι ἀγαποῦσε. Ἐκεῖ, ποὺ κάποτε ἡ πρώτη ἐκείνη γερόντισσα κάτοικος, σὰν ἔσκαβε γιὰ νὰ τὸ φυτέψει, τοσοδούλι καὶ μικράκι, ἄκουσε τὴν παράδοξη φωνή: «Ἄφησε τόπο γιὰ ἕνα τάφο». Ναί, τώρα ὅλα ξεκαθάριζαν. Ὁ καλὸς Θεὸς εἶχε προδιαλέξει τόπο γιὰ τὸ σκήνωμα τοῦ διαλεκτοῦ παιδιοῦ Του.
Προτοῦ σκεπάσουν τὸ φέρετρο γιὰ τὸν ἐνταφιασμό, ὅλες σχεδὸν oι μαθήτριες καὶ ὑποτακτικὲς ἔφεραν κι ἔριξαν λεμονανθοὺς ἀπὸ τὶς λεμονίτσες ποὺ εἶχε φυτέψει ὁ ἴδιος ὁ γέροντας μὲ τὸ χέρι του, σὲ διάφορες πρασιὲς ὁλόγυρα ἀπὸ τὸ Ναὸ καὶ παράπλευρα ἔξω.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σώτου Χονδρόπουλου: Ὁ Ἅγιος του αἰώνα μας – ὁ Ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλὰς
– Ἀφηγηματικὴ Βιογραφία.
Ἔκδ. Ἱ. Κοινοβ. Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης. B´ Ἔκδ. Σελ. 269-274.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου