Ὀνομάζομαι Γεωργία Γ. Θεοχαροπούλου, κάτοικος Ζωγράφου Ἀττικῆς, καὶ διακονῶ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσιο στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, ἀφιερωμένο στὸν Τίμιο Πρόδρομο, τὸ λεγόμενο τῆς «Κολώνας» (ὁδὸς Εὐριπίδου 70).
Ἡ εὐρύτερη περιοχή, στὴν ὁποία βρίσκεται τὸ ἐκκλησάκι, δυστυχῶς ἔχει πλημμυρίσει ἀπὸ κακοποιὰ στοιχεῖα, κυρίως ἐπικίνδυνων ἀλλοδαπῶν, (ὅπως κλέφτες, ἔμποροι ναρκωτικῶν, ἐγκληματίες, ἔμποροι σαρκός, ἱερόσυλοι κτλ).
Ἕνα πρωϊνό, καὶ ἐνῶ καθόμουν πίσω ἀπὸ τὸ παγκάρι καὶ διάβαζα προσευχές, ξαφνικὰ ἀκούστηκαν οὐρλιαχτὰ ἀπὸ τὸν αὔλειο χῶρο τοῦ Ναοῦ.
Βγῆκα γρήγορα καὶ ἔκπληκτη εἶδα ἕναν ἄγνωστο ἀλλοδαπό, μὲ σκουρόχρωμο δέρμα, νὰ χοροπηδάει καὶ νὰ τρέχει καταδιωκόμενος πρὸς τὴν ἔξοδο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὁδὸ Εὐριπίδου. Ἀντιδροῦσε μὲ πόνο σὰν νὰ ἔτρωγε ξύλο, σὰν νὰ καιγόταν, καὶ οὔρλιαζε σὰν ἄγριο θηρίο.
Ἀπὸ τὶς φωνὲς βγῆκαν οἱ μαγαζάτορες καὶ συγκέντρωθηκαν καὶ οἱ διερχόμενοι καὶ μὲ ρωτοῦσαν μὲ ἀπορία: «Τί ἔπαθε αὐτός, τί τοῦ ἔκανες;». Καὶ ἀπαντοῦσα: «Δὲν τὸν γνωρίζω, οὔτε τὸν ἔχω δεῖ ποτέ!».
Ἐπέστρεψα μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ ἔκανα τὸν σταυρό μου, εὐχαριστώντας τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Βαπτιστή του γιὰ τὴν διάσωση. Σκέφτηκα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος −ποὺ ὁποιοσδήποτε θὰ τὸν παρομοίαζε μὲ ἀνήμερο θηρίο ἀπὸ τὴν ζούγκλα− προφανῶς εἶχε ἔρθει μέσα στὸν Ναό γιὰ νὰ κάνει κακό.
Τότε σκέφτηκα πὼς σίγουρα ἐλέγχθηκε ἀπὸ τὸν προστάτη τοῦ Ναοῦ, ἅγιο Ἰωάννη.
Ὡστόσο, πέρασαν δύο μὲ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, καὶ δεῖτε τί ἀποκαλύφθηκε. Ὁ ἴδιος κακὸς ἄνθρωπος ἐπέστρεψε μέσα στὴν ἐκκλησία, ὅμως ἔτρεμε ὁλόκληρος σὲ κατάσταση ἀμόκ. Τὰ μάτια του γυάλιζαν σὰν νὰ πέταγαν φωτιές. Κοίταζε σὰν περιστρεφόμενη κάμερα δεξιὰ-ἀριστερὰ ὅλες τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Χωρίς ὑπερβολὴ ἦταν σὲ κατάσταση πανικοῦ∙ εἶχε σηκώσει τὰ χέρια του καὶ γρύλιζε, ἐνῶ ἔτρεμε καὶ ἔψαχνε νὰ ἐντοπίσει κάποια μορφή.
Φοβήθηκα πάρα πολύ. Ξαφνικὰ σταματάει τὸ βλέμμα του δίπλα ἀπὸ ἐμένα, ποὺ βρισκόμουν πίσω ἀπὸ τὸ παγκάρι, καὶ ἄρχισε νὰ ἔρχεται κατὰ πάνω μου, ὅπως ἕνα λιοντάρι στὸ θήραμά του. Δίπλα μου ἀκριβῶς ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ ἐν πολλοῖς ἄγνωστου ἁγίου Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως, τοῦ σημειοφόρου. Η συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἱεράρχη ἦταν σὲ μεγάλο μέγεθος (Α3), πλαστικοποιημένη.
Αὐτομάτως τὴν ἅρπαξε μὲ λύσσα καὶ μανία οὐρλιάζοντας. Ἀκόμη τὴν τσαλάκωσε μὲ γρήγορες καὶ βάρβαρες κινήσεις καὶ στὴν συνέχεια βγῆκε ἔξω, τὴν πέταξε στὸν δρόμο καὶ ἄρχισε νὰ τὴν πατάει.
Κάνω μία παρένθεση καὶ θυμίζω πὼς ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ἡ ἀσεβὴς Ἡρωδιάδα τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι, τὸ ἔθαψε ἔξω ἀπὸ τὸ ἀρχοντικό της καὶ κάθε πρωῒ ἀπὸ ἔλεγχο πήγανε καὶ πατοῦσε τὸ σημεῖο ποὺ ἦταν θαμμένη ἡ τίμια κεφαλή! Ἔτσι καὶ αὐτὸς ὁ ἀθεόφοβος ἀπὸ ἔλεγχο πατοῦσε μὲ μίσος τὸν ἅγιο τῆς Ἠπείρου, Σοφιανό.
Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ Ἱεράρχης Σοφιανός, ὅπως εἶναι φανερό, μὲ τὴν ποιμαντική ράβδο του, ἀόρατος, ἤλεγξε τὸν ἄπιστο καὶ τοῦ ἔδωσε ξύλο, ὅταν εἶχε ἔρθει πρὶν τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ κάνει κακό.
Εὐχαρίστησα τὸν ἅγιο Σοφιανό ποὺ μὲ προστάτεψε ἀπὸ χέρια ἐγκληματικὰ καὶ τὶς δύο φορές…
Ἅγιε Σοφιανέ μου, μεγάλε καὶ θαυματουργέ μου, προστάτη τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, φύλακά μου, ἰαματικέ καὶ ἀόρατε βοηθέ μου, σὲ εὐχαριστῶ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου