ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Β´ 12 - 16
12 Ὥστε, ἀγαπητοί μου, καθὼς πάντοτε ὑπηκούσατε, μὴ ὡς ἐν τῇ παρουσίᾳ μου μόνον, ἀλλὰ νῦν πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ ἀπουσίᾳ μου, μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε· 13 ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας. 14 πάντα ποιεῖτε χωρὶς γογγυσμῶν καὶ διαλογισμῶν, 15 ἵνα γένησθε ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ, 16 λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, εἰς καύχημα ἐμοὶ εἰς ἡμέραν Χριστοῦ, ὅτι οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον οὐδὲ εἰς κενὸν ἐκοπίασα.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
12 Ωστε, αγαπητοί μου, όπως και προηγουμένως πάντοτε υπηκούσατε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και εμιμήθητε την ταπείνωσιν και την αγάπην του Χριστού, έτσι και τώρα, όχι μόνον όταν είμαι παρών, αλλά πολύ περισσότερον τώρα που είμαι απών, με φόβον και τρόμον να εργάζεσθε και να αγωνίζεσθε, δια να ολοκληρώσετε την σωτηρίαν σας. 13 Είναι ιερώτατον και μέγιστον το έργον αυτό, διότι ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος ενεργεί εις σας και δίδει την χάριν του, ώστε να θέλετε την σωτηρίαν σας και να ενεργήτε με προθυμίαν, δια να πραγματοποιηθή η αγαθή του θέλησις δια την ιδικήν σας σωτηρίαν. 14 Ολα όσα ο Θεός διατάσσει πρέπει να τα εφαρμόζετε χωρίς να γογγύζετε, ότι τάχα είναι δύσκολα και πολλά, και χωρίς να γεννώνται μέσα σας διαλογισμοί αμφιβολίας και κλονισμοί, αν είναι ορθά και απαραίτητα, όσα το θείον θέλημα επιβάλλει. 15 Δια να γίνετε έτσι άμεμπτοι και ακατηγόρητοι εις την συμπεριφοράν σας, άδολοι, καθαροί και άρτιοι κατά τον χαρακτήρα και την ψυχήν, άξια τέκνα του Θεού, απηλλαγμένα από κάθε ηθικόν ρύπον μέσα εις μίαν γενεάν ανθρώπων δολίων και διεστραμμένων, μεταξύ των οποίων σεις φαίνεσθε σαν φωτεινά αστέρια στον κόσμον. 16 Κρατείτε, λοιπόν, σταθερά, χωρίς αμφιβολίας και χαλαρότητας, τον λόγον του Ευαγγελίου, που είναι ζωή και μεταδίδει ζωήν. Αυτό δε θα είναι και δι' εμέ καύχημα κατά την μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, διότι θα φανή έτσι, ότι δεν έτρεξα ανωφελώς ούτε και εκοπίασα χωρίς αποτέλεσμα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50
36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. 37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου 38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. 39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. 42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; 43ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. 45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. 46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. 47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. 48 εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. 49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; 50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού. 37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον. 38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον. 39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”. 41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα. 42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;” 43Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”. 44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της. 45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου. 46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον. 47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”. 48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου” 49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;” 50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου