Ἡ ἁγία Ταβιθά καταγόταν ἀπό τήν Ἰόππη, καί ἔζησε στούς ἀποστολικούς χρόνους. Αὐτά πού γνωρίζουμε ἀπό τόν βίο της εἶναι τά ὅσα ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό ἔνατο κεφάλαιο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», ὅπου τονίζει ὅτι «ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καί ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει».
Τό ὄνομα Ταβιθά εἶναι συριακό καί στά ἑλληνικά ἑρμηνεύεται δορκάς-ζαρκάδι. Ἦταν ὑφάντρια καί κατασκεύαζε χιτῶνες καί ἱμάτια, τά ὁποῖα χάριζε σέ πτωχούς ἀνθρώπους, σέ χῆρες καί ὀρφανά. Καί ἐνῶ ἐργαζόταν ἀκούραστα, ξαφνικά ἀσθένησε καί ἀπέθανε. Ὁ θάνατός της, ὅπως ἦταν φυσικό, προξένησε βαθύ πόνο, κυρίως σέ ὅσους δοκίμασαν τήν εὐεργετική παρουσία της καί τήν προσφορά της. Καί ἐνῶ ὅλα ἦταν ἕτοιμα γιά τήν κηδεία της, οἱ πιστοί πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, στά πλαίσια τῆς ἀποστολικῆς περιοδείας του γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, βρισκόταν στήν Λύδδα, ἡ ὁποία ἦταν κοντά στήν Ἰόππη.
Ἡ εἴδηση αὐτή χαροποίησε τούς ἀνθρώπους πού τήν ἀγαποῦσαν, γι’ αὐτό καί ἀπέστειλαν δύο ἄνδρες στήν Λύδδαν γιά νά τόν παρακαλέσουν νά ἔλθη στήν Ἰόππη. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκληση, καί ὅταν ἦλθε παρουσιάσθηκαν μπροστά του ὅλες οἱ χῆρες καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ ἔδειχαν τούς χιτῶνες καί τά ἱμάτια πού τούς χάρισε ἡ Ταβιθά. Συγκινημένος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τό δωμάτιο γονάτισε καί προσευχήθηκε θερμά. Ἔπειτα στράφηκε στό νεκρό σῶμα καί εἶπε: «Ταβιθά ἀνάστηθι». Καί ὄντως ἡ νεκρή ἀναστήθηκε! Τότε ἡ θλίψη τῶν παρισταμένων μεταβλήθηκε σέ χαρά καί πνευματική ἀγαλλίαση. Τό γεγονός αὐτό ἔγινε γνωστό σέ ὅλη τήν Ἰόππη, μέ ἀποτέλεσμα νά πιστέψουν πολλοί στόν Χριστό.
Ἡ ἁγία Ταβιθά, σύμφωνα μέ προφορική παράδοση, «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ» σέ βαθειά γεράματα, κατάφορτη ἀπό ἀγαθά ἔργα, ὡς «ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ὅ,τι ἔχει ἀρχή ἀναπόφευκτα ἔχει καί τέλος. Ἔτσι, καί ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στήν γῆ ἀρχίζει κάποια στιγμή, καί μετά ἀπό μερικά χρόνια -λίγα ἤ πολλά- τελειώνει. Ἡ ζωή, ὅμως, δέν τελειώνει ποτέ, ἐπειδή ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατη, ὄχι ἀπό τήν φύση της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι τό θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό σημασία ἔχει, ὄχι τό πόσα χρόνια θά ζήση κανείς ἐδῶ στήν γῆ, ἀφοῦ ὅσα χρόνια καί νά ζήση θά ἔλθη ἡ ὥρα πού θά πεθάνη, ἀλλά τό νά ζήση μέ τέτοιον τρόπο, οὕτως ὥστε νά ἀξιωθῆ τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς. Δηλαδή, ἡ ψυχή του μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα νά εἰσέλθη μέσα στό Φῶς καί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καί κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἡ ψυχή του ἑνωμένη μέ τό ἀναστημένο ἄφθαρτο σῶμα του, νά «ἀπέλθη» ὄχι «εἰς κόλασιν αἰώνιον», ἀλλά «εἰς ζωήν αἰώνιον», ἐκεῖ ὅπου δοξολογεῖται ἀκαταπαύστως ὁ Θεός, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει χαρά ἀνεκλάλητος καί εὐφροσύνη αἰώνιος.
Στούς ἀπίστους καί τούς εἰδωλολάτρες ὁ θάνατος προκαλεῖ φόβο. Ὁ φιλόσοφος Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι «ὁ θάνατος φοβερότατον», ἐνῶ γιά τούς πιστούς ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμολογοῦσε μέ χαρά ὅτι «ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύη στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καί προπαντός ὅταν τήν βιώνη στήν ὕπαρξή του, ὅπως οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό, τόν νικητή τοῦ θανάτου, καί ἐνίκησαν τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς, τότε αἰσθάνεται τόν θάνατο ὡς ταξίδι, ὡς μετάβαση «ἐκ τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα», καί ὡς «ἀνάπαυση καί χαρά». Ρωτήθηκε κάποτε ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, λίγο πρίν ξεψυχήση, πῶς αἰσθάνεται τώρα πού φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, καί ἀπάντησε: «Καί ἐδῶ μέ τόν Θεό καί ἐκεῖ μέ τόν Θεό, παντοῦ καλά εἶναι».
Δεύτερον. Ἡ ἐλεημοσύνη καί ὅλα τά ἀγαθά ἔργα εἶναι καλά, ὅταν γίνονται καλῶς, ἤτοι χωρίς πονηρία, σκοπιμότητα, ὑστεροβουλία, κενοδοξία, ἀλλά μέ ἁπλότητα, εἰλκρίνεια, καί ἀσφαλῶς μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται καί ὡς προσφορά ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά κυρίως ὡς προσευχή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί ἰδιαίτερα γιά τούς ἐμπερίστατους καί πονεμένους, τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καρπός τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη, καί τότε μέ τήν προσευχή του καί τό φωτεινό παράδειγμά του γίνεται εὐεργετικός στούς συνανθρώπους του. Γίνεται τό πνευματικό ἁλάτι, τό ὁποῖο συντηρεῖ τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σήψη, τόν ἀφανισμό, τήν καταστροφή. Ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει σημειωθῆ, οἱ ἅγιοι εἶναι, ὄχι ἁπλῶς ἐλεήμονες, ἀλλά ἡ ἐλεημοσύνη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ χάρη στούς ἁγίους μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός. Καί γιά νά γίνη αὐτό κατανοητό θά ἀναφερθῆ ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, καί συγκεκριμένα ἀπό τό 18ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ὅπου καταγράφεται ἕνας διάλογος τοῦ Θεοῦ μέ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ἀνακοίνωσε ὁ Θεός -τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ἄσαρκος Λόγος- στόν Ἀβραάμ ὅτι θά καταστραφοῦν οἱ πόλεις τῶν Σοδόμων και τῆς Γομόρρας ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν κατοίκων τους. Καί τότε ὁ Ἀβραάμ παρακάλεσε τόν Θεό νά μή ἐπιτρέψη νά καταστραφοῦν, ἐάν σέ αὐτές τίς πόλεις ὑπάρχουν πενήντα δίκαιοι. Ὁ Θεός τοῦ εἶπε ὅτι, ἐάν εὑρεθοῦν ἐκεῖ πενήντα δίκαιοι δέν θά καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές. Στήν συνέχεια ὁ Ἀβραάμ ἐρώτησε: «Ἐάν ὑπάρχουν σαράντα πέντε;». Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ὁ Ἀβραάμ συνέχισε νά ἐρωτᾶ καί νά μειώνη τόν ἀριθμό, μέχρι πού ἔφθασε στούς δέκα. Καί πάλι ὁ Θεός τόν διαβεβαίωσε ὅτι, ἐάν ὑπάρχουν δέκα δίκαιοι, τότε δέν θά καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές χάρη σέ αὐτούς τούς δέκα. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ μόνος θεοσεβής ἄνθρωπος πού κατοικοῦσε ἐκεῖ ἦταν ὁ Λώτ, ὁ ἀνηψιός τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος σώθηκε ἀπό τήν καταστροφή, καί χάρη σέ αὐτόν σώθηκε καί ἡ οἰκογένειά του. Βέβαια, ἡ σύζυγός του, ἐπειδή παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί γύρισε πρός τά πίσω ἔγινε στήλη ἅλατος, ὡστόσο ὅμως εἶχε σωθῆ καί αὐτή ἀπό τήν καταστροφή.
Τό σύντομο πέρασμά μας ἀπό αὐτή τήν γῆ ἄν δέν εἶναι εὐεργετικό γιά τούς συνανθρώπους μας, τοὐλάχιστον νά προσέξουμε νά μήν εἶναι καταστροφικό. Ἐπίσης, νά φροντίσουμε ὁ σύντομος βίος μας νά γίνη στάδιο πνευματικοῦ ἀγώνα, γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ «στεφάνου τῆς ζωῆς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου