Ιερομόναχος Ιουστίνος
Διανύουμε τον Σεπτέμβριο, που είναι ο πρώτος μήνας του εκκλησιαστικού έτους.
Μαζί με την εκκλησιαστική χρονιά άρχιζε κάποτε και η πολιτική χρονιά, οπότε την πρώτη Σεπτεμβρίου πανηγυριζόταν η «Αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους».
Τη γιορτή τη συνεχίζει η Εκκλησία: κάθε πρώτη Σεπτεμβρίου η Υμνολογία είναι αφιερωμένη και στην Ίνδικτο (ή Ινδικτιώνα).
Η ακολουθία εκτός από τα σχετικά με τον καινούργιο χρόνο εστιάζεται και στο περιστατικό κατά το οποίο ο Κύριος διάβασε στη συναγωγή της Ναζαρέτ στίχους από τον προφήτη Ησαΐα. Αναφέρονταν στον αναμενόμενο Μεσσία που θα έφερνε νέο «έτος Κυρίου», νέα εποχή ευπρόσδεκτη στον Θεό (61.1-2). Ο Διδάσκαλος υπαινίχθηκε ότι Αυτός ήταν ο Μεσσίας (Λουκ. 4.16-22). Τώρα δε που έχει ήδη κλείσει το μεθέορτο διάστημα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, άρχισε και η ανάγνωση του κατά Λουκάν αγίου ευαγγελίου.
Πολύ χαρακτηριστικά στην πρώτη Κυριακή του Λουκά (Λουκ. 5.1-11) όρισαν οι θεοφόροι Πατέρες μας να μνημονεύεται η κλήση των αποστόλων, ώστε σαν επέκταση ν’ απευθύνεται και σε μας η κλήση τού Ιησού για να Τον ακολουθούμε και κατά το έτος τούτο, την κάθε μέρα του. Ας εγκύψουμε στο συμβάν της «θαυμαστής αλιείας».
Οι ψαράδες, ο Σίμων και η ομάδα του, κάθισαν ν’ ακούσουν τη διδαχή του Ναζωραίου μόλο που ήσαν άγρυπνοι και καταβεβλημένοι, σωματικά και ψυχολογικά. Το ψάρεμα και τώρα είναι επίπονο καίτοι υπάρχουν εργαλεία προηγμένης τεχνολογίας, από υδραυλικούς μηχανικούς γερανούς μέχρι έγχρωμους ηλεκτρονικούς ανιχνευτές των κοπαδιών του εναλίου ζωικού πλούτου.
Δεν υπάρχει σύγκριση όχι μόνο στα καθ’ αυτό αλιευτικά σύνεργα αλλά γενικότερα στη ναυσιπλοΐα. Εμείς διαθέτουμε μηχανές χιλιάδων ίππων που πλέουν αντίθετα στους ανέμους αντί για τα αβέβαια και αδύναμα πανιά και τα βασανιστικά κοπιώδη κουπιά. Διαθέτουμε το δελτίο καιρού που προειδοποιεί για τις κλιματολογικές συνθήκες. Έχουμε πυξίδες και ραντάρ που δίνουν αλάνθαστα την κατεύθυνση της πορείας κλπ.
Αν και σήμερα ακόμη το ψάρεμα είναι κουραστικό, τι ήταν τότε με τα πρωτόγονα μέσα! Τα δίχτυα, σαν ένα πρόχειρο δείγμα, όχι μόνο ανασύρονταν με τα χέρια, μα ήσαν και ασήκωτα όταν βρέχονταν, αφού δεν ήταν πλαστικό το υλικό τους· και έπρεπε να τα πλένουν.
Οι (μετέπειτα) απόστολοι εκτός από το ότι ήσαν μυϊκά καταπονημένοι από την πόντιση και την ανέλκυση των διχτυών, διαδικασία που είχε επαναληφθεί «δι’ όλης της νυκτός», ήσαν κυρίως αποθαρρυμένοι από το εξουθενωτικό αποτέλεσμα· δεν είχαν πιάσει τίποτε…
Τελικά όμως τους βγήκε σε καλό που δεν απελπίσθηκαν, ν’ αποχωρήσουν από τον υγρό στίβο τού αγώνα στη μέση της νύχτας και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έμειναν, οπότε την επομένη τους βρήκε ο Χριστός και τους πρόσφερε τη διδαχή Του, το εξαίσιο θαύμα της αλιείας και την κλήση τους στο αποστολικό αξίωμα. Διδαχή τους, θαύμα τους, αποστολή τους. Τι απλά που τα είπαμε! Καθένα όμως κρύβει βάθος νοημάτων ιλιγγιώδες· ας είναι…
Λοιπόν, αν και διαλυμένοι και απογοητευμένοι, κάθονται και ακούν το κήρυγμα του μεγάλου Διδασκάλου. Και μάλιστα Του παραχωρούν και τον… άμβωνα! «Καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους». Τι θελκτική εικόνα, τι ουράνιες στιγμές! Θα είχε ησυχάσει και η φύση. Κύματα δεν θα ταρακουνούσαν το σκάφος, βοή αέρα δεν θα δυσκόλευε την ακοή. Ειρήνη στο περιβάλλον, ειρήνη στις καρδιές. Ο γλυκύς Ιησούς περίοπτος και περιάκουστος πάνω στο ψαράδικο, και το πλήθος σαγηνευμένο στην παραλία να κρέμεται μαγεμένο από τα χείλη Του! Ποιος δεν ζηλεύει τους καλότυχους ακροατές Του; Τι ευδαιμονία!
Στο τέλος, θέλοντας ν’ ανταμείψει τους ψαράδες που Τον είχαν ακούσει υπομονετικά και Τον είχαν δεχθεί στο ιστιοφόρο τους για να μιλάει άνετα χωρίς να Τον συνθλίβει ο κόσμος, τους λέει κάτι το παράλογο: να κατεβάσουν πάλι τη σαγήνη! Αλλά εάν όλη τη νύχτα, που το σκοτάδι της είναι ο καταλληλότερος καιρός και συνεργός της αλιείας, είχαν πιάσει μηδέν, τώρα, μέρα-μεσημέρι, τι θα έπιαναν; πλην μηδέν; Τι αμοιβή είναι αυτή; μάταιος κόπος και μάλιστα μετά από προηγούμενο μάταιο κόπο.
Ωστόσο όταν ο Θεός λέει ή κάνει κάτι που δεν συμφωνεί με τη λογική μας, τούτο δεν είναι παράλογο αλλά υπέρλογο· οπότε ο Σίμων αντί να θυμώσει, υπακούει. Και δεν χάνει! Το δίχτυ ανεβαίνει με τόσο περιερχόμενο, που γέμισαν δυο πλοιάρια υπέρβαρα, με κίνδυνο να βυθισθούν.
Πώς ήταν δυνατό να συμβεί κάτι διαφορετικό; Πρώτιστα ο λόγος του Κυρίου, έπειτα και η χάρη τής παρουσίας Του. Το σκάφος και τα εργαλεία του είχαν ευλογηθεί από την επιβίβασή Του. Ήταν ο Δημιουργός. «Αυτός είπε και έγιναν, Αυτός έδωσε εντολή και κτίσθηκαν» (Ψαλμ. 32.9) όλα, και τα «συστήματα των υδάτων» και το υδρόβιο ζωικό βασίλειο (Γεν. 1.9-10, 20).
Ο αρχιψαράς Σίμων «σηκώνει τα χέρια», θα λέγαμε, μπροστά στο τεράστιο τερατούργημα και καταρρέει. Πέφτει στα γόνατα «λέγων· έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός είμι, Κύριε. θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων».
Η ταπείνωση του Πέτρου! Άλλος στη θέση του θα σκεφτόταν: «Εγώ είμαι άξιος, ενάρετος. Του έκανα τυφλή υπακοή, Του παραχώρησα το καΐκι. Γι’ αυτό μου δίνει το θαύμα ο Θεός». Η αντίδραση του κορυφαίου στη θεϊκή παρέμβαση αποτελεί μάθημα για μας. Οι άγιοι ταπεινώνονταν και όταν δοκιμάζονταν με πειρασμούς και εναντιώσεις, όσο και όταν πλούτιζαν με θείες ευδοκίες. Στην πρώτη περίπτωση σκέφτονταν: «Ο Κύριος επιτρέπει να ταλαιπωρούμαι από αντιξοότητες λόγω της ελεεινότητός μου. Τέτοιος που είμαι, τέτοια μου πρέπουν. Ευτυχώς που με παιδεύει εδώ πρόσκαιρα και βραχυπρόθεσμα, για να διορθωθώ και να γλυτώσω από τα μελλοντικά και ατελεύτητα». Έτσι κέρδιζαν τη βάση και θεμέλιο, μαζί και επιστέγασμα των αρετών, την ταπείνωση. Τις βαστάζει σταθερά, μαζί και τις προφυλάσσει από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και ιδίως τον καυστικό λίβα του εγωϊσμού, που ξεραίνει τον καρπό των γεννημάτων.
Και οι χαρισματούχοι όμως κατέληγαν στον ίδιο θεάρεστο παρονομαστή. Αυτοί όταν απολάμβαναν ουράνιες επιβραβεύσεις σκέφτονταν ή μάλλον «αγανακτούσαν»: «Γιατί, Θεέ μου, με επιβαρύνεις περισσότερο, με χρεώνεις με το να μου δίνεις με πλησμονή τα αγαθά της αγάπης Σου; «Έξελθε απ’ εμού» και απόσυρε τις ευεργεσίες Σου, «ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι» και ανάξιος. Η ανάσα μου μολύνει τον αέρα, η υλικότητά μου βαρύνει τη γη, είμαι «άχθος αρούρης», βάρος στη γη [Ιλιάς Σ, 104]».
Οι άγιοι συνεπώς ενεργούσαν θαύματα, και αντί ν’ αλαζονεύονται συντρίβονταν, οπότε ο Πανάγαθος επέμενε να τους χορηγεί ποικίλες δυνάμεις και τάλαντα για να ωφελούν τους αδελφούς των μα και να ωφελούνται οι ίδιοι με την ταπεινοφροσύνη.
Η δική μας αντιμετώπιση διαφέρει αισθητά – μόνο αισθητά; Δυσανασχετούμε στις θλίψεις και βαρυγγομούμε. Γιατί να ταλανιζόμαστε εμείς που είμαστε «άνθρωποι της Εκκλησίας»; Και από την άλλη εμείς επιζητάμε τις όποιες ουράνιες δωρεές. Όταν μας δοθεί δε έστω και κάτι ελάχιστο, μας πιάνει οίηση και «δοξολογούμε» τον Θεό φαρισαϊκά, γιατί δεν είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων (Λουκ. 18.11-12). Εμείς είμαστε οι εκλεκτοί τάχα, γι’ αυτό εφελκύσαμε το ποθητό καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου