(Η Θεοδώρα ήταν μία ευλαβής έγγαμη χριστιανή τής Αλεξάνδρειας. Κάποιος πλούσιος την ερωτεύτηκε λόγω της ομορφιάς της και κατάφερε να την παρασύρει. Μετά το αμάρτημα της μοιχείας η Θεοδώρα, για να εξιλεωθεί, έκανε όσα ιστορούνται στη συνέχεια.)
Η ευλογημένη Θεοδώρα αποφάσισε να απαρνηθεί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου και με πολύ σοφή επινόηση να χτυπήσει τον διάβολο που τη γέλασε. Ντύθηκε λοιπόν αντρικά, για να μην τη βρει ο άντρας της, όταν θα τη ζητούσε με επιμονή, και πήγε σε ένα αντρικό κοινόβιο που ήταν δεκαοκτώ μίλια μακριά από την Αλεξάνδρεια. Φτάνοντας έξω από την πύλη, παρακαλούσε να τη δεχτούν και να τη συναριθμήσουν με τους μοναχούς. Εκείνοι, νομίζοντας ότι είναι άντρας και όχι γυναίκα, της είπαν ότι πρώτα πρέπει να μείνει στο ύπαιθρο όλη τη νύχτα και να αποδείξει έτσι στους αδελφούς την καρτερικότητά της. Αυτή όχι μόνο το δέχτηκε ευχαρίστως, αν και ήξερε ότι τη νύχτα βγαίνουν πολλά θηρία, επειδή ο τόπος είναι έρημος και τελείως άγριος, αλλά και το πραγματοποίησε, μένοντας έτσι όλη τη νύχτα μπροστά στην πύλη. Γι’ αυτό και ο Θεός, που για χάρη του Δανιήλ είχε ημερώσει παλιά την αγριότητα των λιονταριών (Δαν. 6:18), φύλαξε και τώρα από τα θηρία την οσία, επειδή ήξερε από πριν σε ποιο ύψος αρετής θα ανεβεί. Όταν το διαπίστωσαν αυτό οι μοναχοί, έκριναν ότι είναι θέλημα Θεού να μείνει μαζί τους.
Τη δέχτηκαν λοιπόν με χαρά, και ο ηγούμενος της μονής την πήρε ιδιαιτέρως και τη ρωτούσε με επιμονή ποιος είναι και για ποια ακριβώς αιτία ήρθε στη μοναχική ζωή. «Μήπως», είπε, «σε βαραίνουν δανεικά και χρέη, ή έκανες φονικό, ή δεν μπορείς να ζήσεις τα παιδιά σου, και γι’ αυτό αποφάσισες να αφήσεις τον κόσμο;» «Για τίποτε από αυτά, πάτερ», απάντησε η Θεοδώρα, «αλλά μόνο για να απαλλαγώ από τους θορύβους του κόσμου και να κλάψω τις αμαρτίες μου». «Πώς λέγεσαι;» ρώτησε ο ηγούμενος. Και η γενναία είπε: «Θεόδωρος είναι το όνομά μου».
Εκείνος συνέχισε: «Και μη νομίζεις, αδελφέ Θεόδωρε, ότι εδώ θα ζήσεις χωρίς κόπους· αλλά αν θέλεις να σηκώσεις τον ζυγό της υπακοής, να ξέρεις ότι θα υπηρετήσεις σε όλες τις ανάγκες των αδελφών, όχι μόνο μέσα στη μονή –στην καλλιέργεια, ας πούμε, των φυτών και των λαχανικών, στο κουβάλημα του νερού και στο τακτικό πότισμα– αλλά και έξω από αυτήν θα υπηρετείς, και όταν χρειαστεί να πας στην πόλη, δεν θα αρνηθείς. Αυτά όμως δεν θα είναι για εσένα δικαιολογία να παραμελείς τους ασκητικούς κόπους, αλλά και τότε θα πρέπει περισσότερο να επιμένεις χωρίς παράλειψη στη νηστεία και την προσευχή, να ψάλλεις, όπως συνηθίζεται, και να κάνεις καθημερινά την εσπερινή και την πρωινή δοξολογία, και επίσης να μην αφήνεις ούτε μία από τις λεγόμενες Ώρες. Ακόμη να κοπιάζεις με γονυκλισίες και έτσι να καταπονείς το σώμα, ώστε να αντιμετωπίζεις τις επιθέσεις των δαιμόνων που μας πολεμούν μέσω αυτού».
Αυτά λοιπόν η ευλογημένη τα έβαλε καλά στα αυτιά της και, θεωρώντας τα σαν εντρύφημα της ψυχής, υποσχέθηκε ότι θα τα κάνει με πολλή προθυμία· έτσι συναριθμήθηκε με την καλή εκείνη μοναχική αδελφότητα. Επειδή λοιπόν οι υποσχέσεις της προς τον Θεό έμελλε να μη διαψευστούν, απαρνήθηκε όλα τα σαρκικά της θελήματα και αμέσως δόθηκε στους κόπους, αποφεύγοντας κάθε απροθυμία και δικαιολογία στην υπηρεσία της. Για οκτώ χρόνια εργαζόταν καθημερινά με καρτερικότητα στο πότισμα των φυτών και των λαχανικών, με τα οποία τρεφόταν η μονή, και δεν παρέλειπε να αλέθει το σιτάρι, να ζυμώνει το αλεύρι και να το κάνει ψωμιά, και να μαγειρεύει τα χόρτα με τα οποία τρέφονταν οι μοναχοί, καθώς φρόντιζαν να νεκρώσουν το σώμα. Ούτε όμως έλειψε ποτέ από τη σύναξη που γινόταν στην εκκλησία, αλλά και σε αυτήν πιο πολύ φανέρωνε την αγάπη της για τον Θεό.
Επίσης τις περισσότερες φορές αυτή έκανε την αγορά και του λαδιού και του σιταριού και των άλλων αναγκαίων της μονής και τη μεταφορά τους με καμήλες. Και, με έναν λόγο, δεν υπήρχε υπηρεσία κουραστική, στην οποία η Θεοδώρα δεν φαινόταν πιο πρόθυμη από τους άλλους.
Ωστόσο, αν και ήταν τέτοια η διαγωγή της και ζούσε με τόσους κόπους, η θύμηση του παλιού της σφάλματος δεν την άφηνε καθόλου να ηρεμεί, αλλά τη νύχτα, μετά τις ολοήμερες εργασίες, όταν έπρεπε να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί λίγο, αυτή, χτυπώντας το στήθος της και παρακινώντας την ψυχή της να κλάψει, έλεγε: «Συγχώρησέ μου την αμαρτία, Κύριε, που κατέστρεψε την ομορφιά της σωφροσύνης μου».
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Κς’ (26), σελ. 239. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου