ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Β´ 2 - 10
2 εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, 3 πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη,
4 συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν. 5 Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν, 6 διεμαρτύρατο δὲ πού τις λέγων· τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ
αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; 7 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, 8 πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ πάντα ὑποτεταγμένα· 9 τὸν δὲ βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου. 10 ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι’ ὃν τὰ πάντα καὶ δι’ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
Διότι εάν ο παλαιός νόμος, που ελέχθη στον Μωϋσήν δια μέσου των αγγέλων, απεδείχθη έγκυρος και ισχυρός και κάθε παράβασις αυτού και παρακοή έλαβε σαν μισθόν της την δικαίαν τιμωρίαν, 3 πως ημείς θα διαφύγωμεν την τιμωρίαν, εάν παραμελήσωμεν μίαν τόσον μεγάλην και ανεκτίμητον σωτηρίαν; Η σωτηρία δε αυτή ήρχισε να διδάσκεται από αυτόν τούτον τον Κυριον, παρεδόθη δε εις ημάς ως κατά πάντα βεβαία και αξιόπιστος από εκείνους, που την ήκουσαν κατ' ευθείαν από το στόμα του Κυρίου, δηλαδή από τους Αποστόλους. 4 Επεβεβαίωνε δε το κήρυγμα των Αποστόλων και αυτός ο Θεός με θαύματα, με καταπληκτικά γεγονότα και με ποικίλας υπερφυσικάς δυνάμεις και με θεία χαρίσματα, τα οποία το Πνεύμα το Αγιον εμοίραζεν στους πιστούς κατά την θέλησιν του Θεού. 5 Η υπεροχή του Χριστού φαίνεται και εκ του γεγονότος, ότι ο Θεός δεν υπέταξεν στους αγγέλους τον μέλλοντα κόσμον, που θα εγκαθιδρύετο από τον Μεσσίαν και περί του οποίου κόσμου κάμνομεν τώρα λόγον, αλλά τον υπέταξεν στον Χριστόν. 6 Παραστατικά δε κάποιος εμαρτύρυσεν εις ένα χωρίον της Γραφής, λέγων· “τι αξίαν έχει ο άνθρωπος, ώστε να τον ενθυμήσαι η το τέκνον του ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι με την πατρικήν σου φροντίδα; 7 Τον έκαμες κατά τι κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν και τιμήν ως βασιλέα της κτίσεως τον εστεφάνωσες. 8 Ολα υπέταξες κάτω από τους πόδας του”. Και εφ' όσον ο Θεός Πατήρ υπέταξε εις αυτόν τα πάντα, δεν αφήκε τίποτε, που να του μένη ανυπότακτον. Τωρα όμως δεν βλέπομεν ακόμη να είναι όλα απολύτως υποταγμένα στον ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού. 9 Τον δε Ιησούν, ο οποίος επί μικρόν χρονικόν διάστημα έγινε κατώτερος από τους αγγέλους, (εφ' όσον έπαθε και απέθανεν επί του σταυρού) τον βλέπομεν, ότι ακριβώς λόγω του παθήματος του θανάτου, έχει στεφανωθή με δόξαν και τιμήν· έπαθε δε και εγεύθη το πικρόν ποτήριον του θανάτου δια την χάριν, που ηυδόκησε να κάμη ο Θεός υπέρ της σωτηρίας του κάθε ανθρώπου. 10 Διότι έπρεπεν στον Θεόν, τον δημιουργόν του παντός, προς τον οποίον αποβλέπουν τα πάντα και δια του οποίου κατευθύνονται και κυβερνώνται τα πάντα, να αναδείξη και αποδείξη τέλειον, δια μέσου των παθημάτων, τον αρχηγόν και αίτιον της σωτηρίας των, δηλαδή τον Χριστόν, εφ' όσον είχε την πανάγαθον απόφασιν πολλούς ανθρώπους να οδηγήση εις την δόξαν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 16 - 2116
Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. 17 Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου. 18 Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. 19 ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ. 20πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 21 Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
Εκείνος που υπακούει εις σας, υπακούει εις εμέ και εκείνος που παρακούει σας, παρακούει εμέ· εκείνος δε που παρακούει εμέ, παρακούει τον Θεόν, που με έστειλε σωτήρα στον κόσμον”. 17 Εγύρισαν από την περιοδείαν των οι εβδομήκοντα με χαράν μεγάλην και έλεγαν· “Κυριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται εις ημάς, μόλις επικαλεσθούμε το όνομά σου”. 18 Είπε δε εις αυτούς· “από τότε που ήρχισα το έργον μου έβλαπα τον σατανάν να απογυμνώνεται από την τυραννικήν του εξουσίαν και να κρυμνίζεται συντετριμμένος με ταχύτητα αστραπής από τα ύψη της κυριαρχίας του. 19 Ιδού εγώ τώρα σας δίδω την εξουσίαν να πατήτε επάνω εις φίδια και σκορπιούς, να ποδοπατήτε και να εξουθενώνετε όλην την δύναμιν του εχθρού, δηλαδή του διαβόλου, και τίποτε από όσα αυτός ενάντιον σας πανουργεύεται και εφευρίσκει δεν θα σας αδικήση η βλάψη. 20 Πλην, μη χαίρετε στούτο μόνον, στο ότι δηλαδή και τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται εις σας, κυρίως πρέπει να χαίρετε και να ευφραίνεσθε, διότι τα ονόματα σας έχουν γραφή στους ουρανούς, εις την βασιλείαν του Θεού”. 21 Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε· “Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου