ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἀπόστολος: Κυρ. ιδ΄ ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. α΄ 21-β΄ 4)
21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. 23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
β΄ 1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
21 Ἐκεῖνος λοιπόν πού δίνει τή βεβαιότητα καί σέ μᾶς καί σέ σᾶς, καί μᾶς στηρίζει νά μένουμε πιστοί καί ἀσάλευτοι στό Χριστό καί πού μᾶς ἔχρισε μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. 22 Αὐτός καί μᾶς σφράγισε ὡς δικούς του καί ἔδωσε στίς καρδιές μας τό Πνεῦμα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀσφαλή ἐγγύηση γιά τό ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλες τίς ὑποσχέσεις πού μᾶς δίνει μέ τό Εὐαγγέλιό του. 23 Καί γιά νά ἐπανέλθω στό ζήτημα τοῦ ταξιδιοῦ μου, ἐπικαλοῦμαι τόν καρδιογνώστη Θεό νά δεῖ αὐτός τά βάθη τῆς ψυχῆς μου καί νά μαρτυρήσει ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἦλθα ἀκόμη στήν Κόρινθο ἐπειδή σᾶς λυποῦμαι καί δέν θέλω νά δοκιμάσετε τήν αὐστηρότητά μου. 24 Καί δέν λέω τό τελευταῖο αὐτό ἐπειδή δῆθεν εἴμαστε κύριοι τῆς πίστεώς σας καί ἔχουμε ἐξουσία ἐπάνω σας σάν νά εἶστε δοῦλοι μας. Ἀντιθέτως εἴμαστε συνεργάτες τῆς χαρᾶς σας καί θέλουμε νά συντελοῦμε ὥστε νά αὐξάνει ἡ χαρά σας. Καί ἀποκλείεται ὁλότελα νά ἐξουσιάζουμε τήν πίστη σας, διότι ἐσεῖς στέκεστε καλά καί εἶστε στερεωμένοι στήν πίστη.
β΄ 1 Καί τό ἀποφάσισα αὐτό καί γιά τόν ἑαυτό μου. Βρῆκα δηλαδή καλύτερο καί γιά τόν ἑαυτό μου νά μήν ἔλθω πάλι σέ σᾶς ἀναγκασμένος κι ἐγώ νά σᾶς προξενῶ λύπη μέ τούς ἐλέγχους μου, ἀλλά κι ἐσεῖς νά μοῦ προξενεῖτε λύπη μέ τίς ἀταξίες πού θά βλέπω ἀνάμεσά σας. 2 Ὁπωσδήποτε λοιπόν ἤ ἐγώ ἤ ἐσεῖς θά αἰσθανόμασταν λύπη. Διότι, ἐάν ἐγώ μέ τούς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπη μετανοίας σέ σᾶς, ποιός ἄλλος μέ εὐφραίνει παρά ἐκεῖνος πού δέχεται τούς ἐλέγχους μου καί λυπᾶται ἀπό τίς δικές μου ἐπιτιμήσεις; Ἔτσι, ἐάν δέν λυπᾶμαι ἐγώ, θά λυπάστε ὅμως ἐσεῖς. 3 Καί σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς αὐτό σέ προηγούμενη ἐπιστολή μου, γιά νά διορθώσετε στό μεταξύ τίς ἀταξίες, ὥστε, ὅταν ἔλθω στήν Κόρινθο, νά τά βρῶ ὅλα ἐντάξει καί νά μή νιώσω λύπη ἀπό ἐκείνους πού ἔπρεπε νά μοῦ δώσουν χαρά. Ἄλλωστε ἡ λύπη μου θά λυποῦσε κι ἐσᾶς. Διότι ἔχω γιά ὅλους σας τήν πεποίθηση ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρά ὅλων σας. 4 Καί μή νομίσετε ὅτι γιά τούς ἐλέγχους πού σᾶς ἔγραψα στήν ἐπιστολή μου ἐκείνη ἐγώ δέν ἔνιωσα καμία λύπη. Διότι σᾶς ἔγραψα πλημμυρισμένος ἀπό θλίψη καί στενοχώρια στήν καρδιά μου, μέ δάκρυα πολλά, ὄχι γιά νά λυπηθεῖτε, ἀλλά γιά νά γνωρίσετε τήν ὑπερβολική ἀγάπη πού ἔχω γιά σᾶς.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Εὐαγγέλιον: Κυρ. ιδ΄ Ματθαίου (Ματθ. κβ΄ 2-14)
2 ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. 10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
2 Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ κάποιον ἄνθρωπο βασιλιά, ὁ ὁποῖος ἔκανε ἑορτασμούς γάμου γιά τό γιό του. 3 Ἔστειλε λοιπόν τούς δούλους του γιά νά καλέσει αὐτούς πού εἶχαν προσκληθεῖ στό γάμο, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν ἤθελαν νά ἔλθουν. 4 Ἔστειλε ξανά ἄλλους δούλους λέγοντας: Πεῖτε στούς καλεσμένους: Ἰδού, ἑτοίμασα τό μεσημεριανό μου τραπέζι. Οἱ ταῦροι μου καί τά θρεφτάρια εἶναι σφαγμένα, κι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στό γάμο. 5 Αὐτοί ὅμως ἀδιαφόρησαν κι ἔφυγαν, ἄλλος στό χωράφι του κι ἄλλος στήν ἐμπορική του ἐπιχείρηση. 6 Καί οἱ ὑπόλοιποι, ἀφοῦ ἔπιασαν τούς δούλους του, τούς κακοποίησαν καί τούς σκότωσαν. 7 Ὅταν τά ἄκουσε αὐτά ὁ βασιλιάς ἐκεῖνος, θύμωσε, κι ἀφοῦ ἔστειλε τά στρατεύματά του, ἐξολόθρευσε τούς φονιάδες ἐκείνους καί κατέκαψε τήν πόλη τους. (Ἔτσι τιμωρήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καί τά Ἱεροσόλυμα, τούς ὁποίους ὑπονοεῖ ἡ παραβολή). 8 Τότε λέει στούς δούλους του: Τό τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἕτοιμο· οἱ καλεσμένοι ὅμως δέν ἦταν ἄξιοι νά πάρουν μέρος σ’ αὐτό. 9 Πηγαίνετε λοιπόν στά σταυροδρόμια καί τά τρίστρατα, κι ὅσους βρεῖτε ἐκεῖ, καλέστε τους στούς γάμους. 10 Βγῆκαν τότε ἐκεῖνοι οἱ δοῦλοι στούς δρόμους καί μάζεψαν ὅλους ὅσους βρῆκαν, κακούς καί καλούς, καί γέμισε ἡ αἴθουσα τοῦ γάμου ἀπό ἀνθρώπους πού κάθισαν στό τραπέζι. (Αὐτό πραγματοποιήθηκε μέ τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία κλήθηκαν καί προσῆλθαν οἱ εἰδωλολάτρες πού πίστεψαν). 11 Κι ὅταν μπῆκε ὁ βασιλιάς γιά νά δεῖ τούς καθισμένους στό τραπέζι, εἶδε ἐκεῖ κι ἕναν ἄνθρωπο πού δέν φοροῦσε ἐπίσημο ἔνδυμα γάμου. Δέν εἶχε δηλαδή μαζί μέ τήν πίστη καί τόν καρπό τῆς πίστεως, δηλαδή τίς ἀρετές. 12 Καί τοῦ λέει: Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα χωρίς νά ἔχεις ἐνδυμασία γάμου; Ἦταν εὔκολο νά ἀπευθυνθεῖς στήν ὑπηρεσία μου καί νά σοῦ δώσει μιά τέτοια ἐνδυ-μασία. Κι αὐτός τότε ἀποστομώθηκε. 13 Τότε ὁ βασιλιάς εἶπε στούς ὑπηρέτες: Δέστε τά χέρια καί τά πόδια του καί πάρτε τον καί ρίξτε τον ἔξω, στό πιό βαθύ σκοτάδι, πού εἶναι μακριά ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι θά κλαῖνε καί θά τρίζουν τά δόντια τους. 14 Διότι πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί, πού ἔχουν τίς ἀρετές καί θά κληρονομήσουν τή βασιλεία αὐτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου