Κατά τους χρόνους του διωγμού του Δεκίου, ο διοικητής της πόλης Βιέννη της Γαλατίας ανέλαβε να εξαναγκάσει τους χριστιανούς της περιοχής να θυσιάσουν στα είδωλα. Μαθαίνοντας ότι ο τριβούνος Φερρεόλ ήταν χριστιανός, τον υποχρέωσε να προσφέρει θυσία εις ένδειξιν υπακοής στις Αρχές και της ευγνωμοσύνης του για τις τιμές και αμοιβές που είχε λάβει από τους ηγεμόνες.
Ο Φερρεόλ απάντησε ότι είχε υπηρετήσει τους αυτοκράτορες με αφοσίωση όσο του επέτρεπε η θρησκεία του, αλλά σε περίπτωση που τον διέτασσαν να κάνει κάτι το ασεβές είχε καθήκον να αρνηθεί. Δήλωσε πως θα παραιτούνταν πρόθυμα από τον μισθό του, γιατί η μονή ανταμοιβή που περίμενε μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας στον στρατό ήταν να του επιτραπεί να είναι χριστιανός· αν του το αρνούνταν, ήταν έτοιμος να πεθάνει.
Ο διοικητής διαπιστώνοντας ότι ούτε οι παρακλήσεις ούτε οι απειλές δεν κατόρθωναν να λυγίσουν τούτο τον παλαίμαχο που η χάρις καθιστούσε ακλόνητο, πρόσταξε να τον τιμωρήσουν κτυπώντας τον με βούνευρα. Η εγκαρτέρησή του κούρασε τους δημίους του, που εναλλάσσονταν στο μαστίγωμα, και ο άγιος Φερρεόλ οδηγήθηκε πίσω στην φυλακή, σε ένα βρώμικο κελλί, σιδηροδέσμιος σε σημείο που δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Το πρωί της τρίτης ημέρας, ενώ οι φυλακές του κοιμούνταν, ένιωσε πως δεν είχε πια αλυσίδες και βρίσκοντας την πόρτα ανοικτή βγήκε από την πόλη διασχίζοντας τον Ροδανό κολυμπώντας. Τον συνέλαβαν όμως ξανά και τον οδήγησαν στην Βιέννη, όπου οι ειδωλολάτρες τον σκότωσαν με λύσσα. Ενταφιάσθηκε από χριστιανούς στην όχθη του Ροδανού και έκτοτε τιμήθηκε ως πολιούχος της πόλεως.
Ο άγιος Ιουλιανός καταγόταν από επιφανή οικογένεια της ίδιας πόλης και διακρινόταν για την αγνότητα των ηθών του και την φλογερή αγάπη του για τον Θεό. Υπηρετούσε στον στρατό υπό τις διαταγές του αγίου Φερρεόλ, με τον οποίο τον συνέδεε μια στενή πνευματική φιλία.
Στην αρχή του διωγμού ο Φερρεόλ συμβούλευσε τον Ιουλιανό να φύγει. Παρόλο που ο ανδρείος στρατιώτης του Χριστού διψούσε να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, έκρινε πως δεν είχε φθάσει ακόμη η ώρα και διέφυγε κρυφά.
Ο έπαρχος έδωσε διαταγή αμέσως να τον καταδιώξουν και να τον θανατώσουν επί τόπου. Τον πρόλαβαν κοντά στο χωριό Μπριούντ στην Ωβέρνη. Οι γέροντες, στο σπίτι των οποίων είχε καταφύγει, θέλησαν να τον κρύψουν, αλλά ο άγιος όρμησε έξω και είπε στους στρατιώτες: «Ποιον γυρεύετε; Ιδού εγώ! Στρέψτε σε μένα το ξίφος αυτό!»
Καθώς οι άνδρες δίσταζαν, προσέθεσε: «Δεν θέλω να χρονοτριβώ άλλο στον κόσμο τούτο, γιατί διψώ για τον Χριστό». Κι ενώ προσευχόταν, οι δήμιοι τον αποκεφάλισαν. Έπλυναν την τιμία κάρα σε μία πηγή που ανάβλυσε τη στιγμή εκείνη στο μέρος αυτό –και η οποία επιτέλεσε κατόπιν πολλά θαύματα– και την έφεραν στην Βιέννη, όπου στη συνέχεια κατατέθηκε στη σαρκοφάγο του αγίου Φερρεόλ.
Οι δύο γέροντες πήγαν και ενταφίασαν με τιμή το ακρωτηριασμένο σώμα του αγίου στο Μπριούντ και έλαβαν τέτοια χάρη που ξαναβρήκαν όλο το σφρίγος της νεότητός τους. Ολοκλήρωσαν τον βίο τους εν αγιότητι και ενταφιάσθηκαν κοντά στον άγιο στην εκκλησία του Μπριούντ.
Ο άγιος Ιουλιανός απέκτησε μεγάλη φήμη στη Δύση, κυρίως στη Γαλλία, όπου περισσότερες από ενενήντα κοινότητες φέρουν το όνομά του.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος, σελ. 324. Ίνδικτος, Αθήναι 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου