Στον στρατό, συνεχώς με δοκίμαζαν. Κάποια Παρασκευή προσπάθησαν να μου δώσουν να φάω ψητό κατσίκι, να πιω κρασί. Μου πρότειναν να με παντρέψουν στην Αθήνα, (άλλοτε) να με κάνουν ιερομόναχο στην Αθήνα. Εγώ όμως είχα από μικρός την κλίση για την έρημο.
Όχι τιμές, αξιώματα και θέσεις, όπως τώρα. Ήθελα μόνο να ‘μαι κοντά στον Θεό με την προσευχή μου και να κάνω το θέλημα το αρεστό σε Αυτόν. Ούτε σε σπίτια πήγαινα, ούτε κουβέντες και παρέες είχα με αγόρια και κορίτσια. Δοκίμασαν να με κουρέψουν γουλί και να μου φορέσουν κοντά παντελονάκια για αισχύνη. Τότε εμένα μου ήρθε, χωρίς να έχω διαβάσει βιβλία, και τους λέω: «Μη φοβού από των αποκτεινόντων το σώμα, την ψυχήν σου ουδόλως θέλουν βλάψει».
Όταν ήμουνα στρατιώτης στην Αθήνα, όποιον έβλεπα στον δρόμο, έλεγα «Καλημέρα”, «Καλησπέρα”, (αλλ’ αυτοί) δεν με μιλούσαν. Το είχα παράπονο, γιατί λέω «εμείς στο χωριό μας λέμε «Καλημέρα”, «Καλησπέρα”, «Χαίρετε”, «γεια σας”, εδώ;»
Είπα, λοιπόν, στον συνταγματάρχη μου, αυτός ήταν άγιος άνθρωπος, και μου λέει: «Άκουσε να σου πω, παιδί μου. Εδώ, παιδί μου, δεν λένε «Χαίρετε”, εκτός αν είναι κανένας γνωστός, όπως είμαστε εμείς γνωστοί, κανένας Ιερέας, κανένας γνωστός μας άνθρωπος».
Κάποτε, εκεί στην Αγία Τριάδα Πειραιώς, απέναντι, βλέπω από μακριά έναν παπά και του κάνω υπόκλιση, αυτός μου κάνει νόημα «έλα εδώ, έλα εδώ”. «Πάτερ μου, πώς να ‘ρθω; εδώ είναι λεωφόρος, θα με κόψουν τα αυτοκίνητα» –έρχονταν από τον Άγιο Βασίλειο απάνω, έρχονταν απ’ την Τερψιθέα τα τραμ και τα αυτοκίνητα– «θα με κόψουν τα αυτοκίνητα». «Μη φοβάσαι», λέει, «έλα». Τελικά με δυσκολία πέρασα, κόντεψαν να με κόψουν, ένα με πάτησε στο παπούτσι. Πήγα, λοιπόν, έβαλα μετάνοια, του φίλησα το χέρι. Μου λέει:
– Όταν βλέπης παπά, να του φιλήσης το χέρι, για να παίρνης ευλογία. Του λέω:
– Πάτερ, και εμείς είμαστε από οικογένεια πνευματική και το σόι μας από γενεές γενεών ήταν όλο ιερομόναχοι στην Μικρά Ασία.
Κάποτε, ερχόμουνα από την Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση, είχα πάει κάτι έγγραφα, και κάτω στον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι βλέπω τον μακαρίτη, τον αείμνηστο τον Δεσπότη των Καλαβρύτων τον Γεώργιο. Εγώ τον γνώρισα, είχε αυτός το εγκόλπιο από μέσα, αλλά εγώ τον γνώρισα, γιατί πήγαινα στην εκκλησία στο Ιερό και τον γνώρισα όταν ήταν στον Πειραιά πριν γίνη Δεσπότης. Λέω, «θα μπω και εγώ στο τραίνο να πιάσω μια θέση, να την προσφέρω στον Δεσπότη», αν και ντρεπόμουνα να σπρώξω τον κόσμο να μπω μέσα στο τραίνο. Μπήκα τελικά μέσα, βρήκα μια θέση, κάθομαι, ο Δεσπότης πήγε να πιαστή από κάτι λουριά που είχε εκεί και κόντεψε να πέση πάνω στον κόσμο και λέει ο εισπράκτωρ: «Μία θέση για τον Δέσποτα». Μία κυρία είχε δύο μικρά, το ένα από δεξιά το άλλο από αριστερά. Λέει (ξανά ο εισπράκτωρ) :
– Μαντάμ, μαντάμ, σε παρακαλώ, μια θέση για τον Δέσποτα.
– Την πληρώνω εγώ, κύριε εισπράκτορ, την θέση, του απάντησε.
– Ε! βάλτο το ένα το παιδάκι πάνω στην ποδιά σου, της λέει, να καθήση και ο Δέσποτας.
– Δεν πειράζει, δεν πειράζει, είπε ο Δεσπότης.
– Ορίστε, λέω τότε εγώ, Σεβασμιώτατε, καθήστε.
Με κοίταξε αυτός καλά-καλά, μετά μου λέει:
– Βρε, στρατιώτα, εσύ είσαι αδύνατος, λεπτός άνθρωπος και κουρασμένος, κάθησε στρατιώτα μου εσύ.
– Σεβασμιώτατε, την θέση την πήρα για σας. Την ευχή σας, ορίστε καθήστε.
Έβαλα μια μετάνοια, του φίλησα το χέρι και κάθησε ο Δεσπότης.
Έτσι έμαθα από τους γονείς μου. Έτσι πέρασα στην Αθήνα, με τους παπάδες και με την Εκκλησία, τίποτα άλλο, και την υπηρεσία μου ως στρατιώτης. Αλλά δεν μ’ αδίκησε ο Θεός· 36 μήνες με φύλαγε το χέρι του Θεού.
Το δακτυλάκι του Διοικητή μου το ‘χω (μέχρι) σήμερα και το θυμιάζω, (επειδή) έγραφε τις άδειες εξόδου μου, για να πηγαίνω στην Εκκλησία να κοινωνώ και να εξομολογούμαι. Ο Διοικητής μου ‘λεγε: «Σε υποστηρίζω από συμφέρον, για να με μνημονεύης, όταν πεθάνω». Έπαιρνε φτωχοκόριτσα, τους έβαζε λεφτά στην Τράπεζα, τα μάθαινε δουλειά, τα καλοτάιζε, τα καλοπάντρευε, τα αποκαθιστούσε. Τέτοια έκανε.
Να σας πω τώρα τι απλότητα είχαμε εκείνα τα χρόνια; Θα γελάσετε. Μου λέει κάποτε ο Διοικητής μου –ήταν Συνταγματάρχης– «δεν μου λες, παιδί μου, Ιάκωβε, τι ώρα είναι;» Τώρα εγώ που δεν ήξερα την ώρα τι να του πω; Για να μην του πω ότι δεν ξέρω, σκέφθηκα ας του πω μια ώρα (και) αυτός θα κοιτάξη το ρολόι. Κοιτάζω, βλέπω δύο δείχτες. Ο μεγάλος (που) λέει την ώρα και ο μικρός (τα λεπτά).
– Η ώρα είναι τέσσερις.
– Πάρε το κορίτσι, μου λέει, να μας πη την ώρα.
– Με κορίτσια εγώ δεν μιλάω, κύριε Συνταγματάρχα. Εγώ έχω προορισμό, θα πάω στο Μοναστήρι, εγώ από παιδί με κορίτσια δεν μιλάω.
– Καλά, μου λέει, πάρε το 14 στο τηλέφωνο. (Αυτός ήταν ο αριθμός για την ώρα).
Παίρνω και λέει από μέσα μια λεπτή κοριτσίστικη φωνή είκοσι. Το παρατάω αμέσως κάτω.
– Τι είπε, μου λέει ο Διοικητής, το κορίτσι;
– Με συγχωρείτε, κύριε Διοικητά, μια κοπέλλα φώναξε είκοσι.
Κατάλαβε αυτός ότι η ώρα ήταν 8.00′. Και πόσα και πόσα (άλλα τέτοια γεγονότα)!
Αλλά εκείνα τα χρόνια μπορεί να ήμασταν απλά παιδιά και φτωχοί άνθρωποι αλλά είχαμε τιμή και ηθική. Ό,τι μας λέγαν οι γονείς μας το κάναμε.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Α’. Διηγήσεις (ι’-ιγ’). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου