Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ

π. Συμεών Κραγιόπουλος (†)

Δέν εἶναι μόνο γιά ἐκλεκτούς ἡ ἁγιότητα

Ἀπόψε ἑορτάζουμε τήν ἁγία Θεοδώρα τήν ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη στίς 29 Αὐγούστου. Ἀλλά μετεφέρθη ἡ ἑορτή της στίς 3 Αὐγούστου –ἡμερομηνία ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων της– ὥστε νά μήν ἐπικαλύπτεται ἡ δική της ἑορτή ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Προδρόμου τήν 29η Αὐγούστου.
Αποτέλεσμα εικόνας για Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ
Λέει τό συναξάρι: «Αὕτη ἡ μακαρία ὥρμητο ἐξ Αἰγίνης ἐξ εὐγενῶν καί εὐσεβῶν προελθοῦσα γεννητόρων, Ἀντωνίου καί Χρυσάνθης καλουμένων, ἐν ἔτει ὀκτακοσιοστῷ δεκάτῳ δευτέρῳ (812) ἀπό Χριστοῦγεννηθεῖσα.
Συχνῶν ἐπιδρομῶν τῶν τῆς Ἄγαρ δυσσεβῶν ἀπογόνων τοῖς ἐν Αἰγίνῃ ποιούντων…» Δηλαδή ἐκεῖ στήν Αἴγινα κινδύνευαν ἀπό τούς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν συχνές ἐπιδρομές ἐναντίον τῶν κατοίκων της, καί ἔφυγε ἀπό τήν Αἴγινα ἡ ἁγία Θεοδώρα. «Ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν σύν τῷ ἑαυτῆς μνηστῆρι. Μεμνήστευται γάρ ὑπό τοῦ πατρός διά τό ἀσφαλές, τῆς μητρός μεταστάσης τῶν τῇδε». Εἶχε πεθάνει ἡ μητέρα της· καί ὁ πατέρας, γιά νά ἀσφαλίσει τήν κόρη του, τήν ἐμνήστευσε. Ἔφυγε λοιπόν μέ τόν μνηστήρα της ἀπό κεῖ. «Καί ἐλθοῦσα παρῴκησεν ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἔνθα συζευχθεῖσα καί τρεῖς θυγατέρας τέξασα…» Ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη, μόλις ἦρθε, παντρεύτηκε καί νέα πολύ ἀκόμη γέννησε τρεῖς θυγατέρες· οἱ δύο ἀπ᾿ αὐτές «ἀπῆλθον, λέει, εἰς τήν ἄνω ζωήν» καί τήν τρίτη, πού εἶναι ἡ Θεοπίστη, τήν προσέφερε δῶρο στόν Θεό σέ κάποιον παρθενώνα ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη μέ ὅλη τήν εὐχαρίστηση τῆς ψυχῆς της «ἑξαέτιδα οὖσαν». Ἦταν ἕξι χρονῶν ἡ κόρη της, ὅταν τήν ἀφιέρωσε στόν Θεό σ᾿ αὐτόν τόν παρθενώνα, πού ἦταν κάπου ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη.

«Μετά τινα χρόνον κοιμηθέντος καί τοῦ συζύγου…» Πῶς τά φέρνει ὁ Θεός τά πράγματα! Καί θά ἐνθυμεῖσθε ὅτι παλαιότερα, σχεδόν πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια, πού βρεθήκαμε σέ κάτι τέλος πάντων περιπέτειες, εἴχαμε πεῖ –ἦταν ἡ ταπεινή μας γνώμη καί εἶναι καί τώρα– ὅτι δέν κάνουν καλά μερικοί πού βιάζονται, βιαστικά ἄς ποῦμε θέλουν νά προσαγάγουν, κυρίως γυναῖκες, σέ μοναστήρια. Ὅταν θέλει ὁ Θεός νά κάνει κάτι, θά τό κάνει σιγά-σιγά, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα· καί δέν χρειάζεται ἐμεῖς νά βιαζόμαστε καί νά δημιουργοῦμε προβλήματα καί φασαρίες καί ἄλλα πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι καλά.

Ἡ ἴδια ἡ ἁγία Θεοδώρα, πού ἔγινε ἀργότερα μοναχή, ἀσφαλῶς ἤθελε νά γίνει ἐξαρχῆς μοναχή, ἀλλά ἐφόσον ὅμως καί ὁ πατέρας της εἶχε τήν γνώμη νά τή μνηστεύσει, ἀλλά καί γενικότερα ἔτσι ἔδειχναν τά πράγματα, ἐδέχθη νά μνηστευθεῖ, καί ὄχι μόνο νά μνηστευθεῖ, ἀλλά καί νά παντρευθεῖ καί νά γεννήσει τρεῖς θυγατέρες. Καί πάλι αὐτή ἡ ἴδια, ἀσφαλῶς συμφωνοῦντος καί τοῦ συζύγου της, ἀφιέρωσαν τό τρίτο παιδί στόν Θεό, καίτοι τά δύο παιδιά τους ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.

«Μετά τινα χρόνον κοιμηθέντος καί τοῦ συζύγου…» Ὄχι βέβαια ὅτι ὁ Θεός ἐπενέβη καί σάν νά θανάτωσε τόν σύζυγο· μέσα στήν ὅλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅπως παντοῦ συμβαίνει αὐτό, κάποιος πεθαίνει νωρίς. Ἔτσι λοιπόν ὁ σύζυγός της ἐκοιμήθη νωρίς, καί ἀμέσως ἡ ἁγία Θεοδώρα ἔγινε μοναχή. Πρέπει νά ἦταν τότε περίπου εἰκοσιπέντε χρονῶν· τόσο νέα.

«Μετά τινα χρόνον, κοιμηθέντος καί τοῦ συζύγου, προσῆλθε τῇ τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου μονῇ».Προσῆλθε στήν μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου «οὔσῃ ἐν Θεσσαλονίκῃ». Αὐτή ἡ μονή ἦταν ἐκεῖ πού εἶναι τώρα ἡ μονή τῆς Ἁγίας Θεοδώρας. Καί θά ξέρετε οἱ περισσότεροι, ἄν ὄχι ὅλοι, ὅτι στή μονή τῆς Ἁγίας Θεοδώρας κάτω ἀπό τόν ναό πού εἶναι στήν ἐπιφάνεια ὑπάρχει ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Αὐτή ἡ μονή λοιπόν ἦταν στή Θεσσαλονίκη καί τή βλέπουμε καί τήν ξέρουμε, γνωρίζουμε τή θέση της. «Καί ἐγένετο μοναχή, ἐκπληρωθείσης οὕτω τῆς διακαοῦς αὐτῆς ἐφέσεως, ἥν πάλαι εἶχε ἐν τῇ καρδίᾳ, καί ἀπεδύσατο μετάθερμοτάτου ζήλου τοῖς ἀσκητικοῖς ἀγῶσι καί σκάμμασι». Κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ διακαής πόθος, πού εἶχε ἀπό παλιά στήν καρδιά της, καί ἀπεδύθη μέ θερμό ζῆλο στούς ἀσκητικούς ἀγῶνας καί τά ἀσκητικά σκάμματα.

«Τίς δύναται φράσαι οὕς ἤνυσε πόνους ἡ μακαρία! Ὡς γάρ ἄσαρκος ὡρᾶτο ἐν πάσῃ ἰδέᾳ ἀσκητικῆς ἀρετῆς».Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τούς πόνους καί τούς κόπους καί τίς ἀσκήσεις πού ἔκανε ἡ μακαρία! Σάν νά μήν εἶχε σῶμα. Αὐτό πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, «τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής», τό βλέπουμε σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις· ἡ σάρξ εἶναι ἀσθενής. Ἔχουμε ὅμως καί ἁγίους οἱ ὁποῖοι ἀσκήθηκαν σάν νά ἦταν ἄσαρκοι.

«Καί ἐν ταπεινώσει καί ὑπακοῇ καί προθυμίᾳ παρευδοκιμήσασα, πλείστων χαρίτων παρά Θεοῦ ἠξίωται καίἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ μετέστη εἰς τάς οὐρανίους μονάς, ληψομένη τά γέρα τῶν καμάτων παρά Κυρίου». Μέ ταπείνωση καί μέ ὑπακοή καί μέ προθυμία πρόκοψε, καί καθώς πρόκοψε, «ἠξιώθη πλείστων χαρίτων παράΘεοῦ», καί ἔφθασε σέ μεγάλη ἡλικία –πρέπει νά πέθανε ὀγδόντα χρονῶν. Ἀρρώστησε μερικές μέρες τόν Αὔγουστο μήνα, προέβλεψε τόν θάνατό της καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Καί πῆρε ἐκεῖ τά βραβεῖα καί τήν οὐράνια ἀμοιβή τῶν κόπων της παρά Κυρίου. Ἤδη πρίν κοιμηθεῖ, εἶχε γίνει μοναχή ἡ κόρη της ἡ Θεοπίστη, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε μικρούλα ἕξι ἐτῶν, καί πολύ ἀργότερα ἔγινε καί ἡγουμένη στή μονή ὅπου ἦταν μοναχή ἡ μητέρα της ἡ Θεοδώρα. Στόν κατά πλάτος βίο γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τήν ὑπακοή πού εἶχε ἡ ἁγία Θεοδώρα γενικῶς, ἀλλά καί στήν ἡγουμένη, πού ἦταν ἡ κόρη της ἡ Θεοπίστη.

«Ὁ δέ τάφος αὐτῆς πηγή θαυμάτων καί θείας εὐωδίας γέγονε, νόσους θεραπεύων καί δαίμονας διώκων· ἡ δένεύσει αὐτῆς χρωματουργηθεῖσα εἰκών ἔλαιον εὐῶδες καί μῦρον ἀνέβλυζεν». Ἀπό τήν εἰκόνα της δηλαδή, πού μέ τή συναίνεσή της –ἀφοῦ ἐκοιμήθη βέβαια– ζωγραφίστηκε, ἀνέβλυζε μῦρον θεῖον καί ἀρωματικόν ἔλαιον, «ὥστε ἐξίστασθαι πάντας, ὡς ἐν πλάτει ἱστοροῦνται ἐν τῇ βιογραφίᾳ αὐτῆς». Καί ὅλοι θαύμαζαν, ὅπως ὅλα αὐτά γράφονται ἐκεῖ στόν ἐν πλάτει βίο της. Καί γι᾿ αὐτό λέγεται καί μυροβλύτιδα.
***
Αὐτός εἶναι ὁ βίος τῆς ἁγίας Θεοδώρας ἐν συντομίᾳ. Κάποτε θά πάρουμε τόν ἐν πλάτει βίο καί θά τόν διαβάσουμε, γιά νά μυηθοῦμε καλύτερα στήν ἁγία ζωή, ὅπως εἴπαμε καί χθές, καθώς γιορτάζαμε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Διότι δέν ὑπάρχει ἄλλη χριστιανική ζωή· ἡ ἁγία ζωή εἶναι ἡ χριστιανική ζωή, καί ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἡ ἁγία ζωή. Καί ἔχουμε ἀπόψε τήν εὐκαιρία νά ποῦμε ὅ,τι μᾶς φωτίσει ὁ Θεός, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τόν βίο, τόν πολύ περιληπτικό, τῆς ἁγίας Θεοδώρας. Βλέπετε τί σπουδαῖο εἶναι νά ἀφεθεῖς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ ἁγία Θεοδώρα φαίνεται ὅτι ἀφέθηκε στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἐξαρχῆς ἀπό μικρούλα καί ἀγαποῦσε τόν Κύριο καί διακαῶς ποθοῦσε αὐτόν. Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ζοῦμε, μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο θά γίνει ὅ,τι θά γίνει στήν ψυχή μας.

Ἡ ἁγία Θεοδώρα ἐμνηστεύθη, παντρεύτηκε, γέννησε καί τρεῖς θυγατέρες. Καί μέσα σέ πολύ λίγα χρόνια ἔγιναν αὐτά, διότι νεώτατη φαίνεται παντρεύτηκε, ἀφοῦ στά εἴκοσι πέντε ἤδη εἶχε πεθάνει ὁ σύζυγός της, ἀφοῦ εἶχαν πεθάνει πιό μπροστά καί οἱ δυό θυγατέρες τους καί τήν μία τήν εἶχαν ἀφιερώσει, τήν εἶχαν δώσει ὡς δῶρο στόν Θεό σ᾿ ἕνα μοναστήρι. Ἐκοιμήθη καί ὁ σύζυγος, κι αὐτή ἔγινε μοναχή εἴκοσι πέντε ἐτῶν περίπου· εἴκοσι πέντε ἐτῶν ὥς τά ὀγδόντα της. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ πενήντα πέντε χρόνια μοναχή. Πράγματι δηλαδή τί ἄσκηση ἔκανε, τί κόπους κατέβαλε, τί προθυμία ἔδειξε, τί ζῆλο, τί ἀγάπη στόν Χριστό, τί ὑπακοή! Τί νά ποῦμε! Πολύ εὐλογημένες αὐτές οἱ ψυχές πού ἔζησαν σέ τέτοιες ἐποχές καί μποροῦσαν νά σκεφθοῦν ἔτσι καί μποροῦσαν νά τά καταλάβουν ἔτσι τά πράγματα καί χωρίς δυσκολία, πολύ ὁμαλά καί εὔκολα νά μποῦν σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο. Καί τά ᾿φερε ὁ Θεός ἔτσι πού ἔμεινε ἐλεύθερη, καί ὄχι γιά λίγο καιρό· γιά πενήντα πέντε χρόνια μοναχή.

Ἐάν θελήσουμε νά δοῦμε τή ζωή μας ὁ καθένας κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέν νομίζω ὅτι θά δυσκολευθοῦμε νά βροῦμε παρόμοια πράγματα· ἄλλο τώρα ποῦ θά καταλήξουμε ἐμεῖς, ἄλλο ποῦ θά φθάσουμε, ἄλλο τώρα τί θά καταλάβουμε καί πῶς θά ἀνταποκριθοῦμε, ἀλλά ὁ Θεός προνοεῖ γιά τόν καθένα. Μόνο νά μήν κάνουμε δικά μας πράγματα καί ἐκβιάζουμε τά τοῦ Θεοῦ καί δημιουργοῦμε καταστάσεις καί ταλαιπωρούμαστε καί γελοιοποιούμαστε, θά ἔλεγα, καμιά φορά. Μή βιαζόμαστε. Ὑπάρχει ἕνα ἐμπόδιο; Σιγά-σιγά, φυσιολογικά θά φύγει αὐτό τό ἐμπόδιο ἤ θά τά ἐξομαλύνει ἔτσι ὁ Θεός τά πράγματα πού καί οἱ μέν καί οἱ δέ καί οἱ πάντες θά εὐλογηθοῦν ἀπό τόν Θεό.

Κατά κάποιο τρόπο ἡ ἁγία Θεοδώρα εἶναι δική μας, τή νιώθουμε δική μας. Ἦρθε ἀπό τήν Αἴγινα ἀλλά τήν ἔστειλε ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη ὁ Κύριος ὡς δῶρο, γιά νά κάνει αὐτούς τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί νά ἁγιασθεῖ καί νά εἶναι ἁγία, καί νά εἶναι ὁ τάφος καί τό λείψανό της ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη καί νά εὐλογοῦνται οἱ ψυχές. Εἶναι δική μας ἁγία καί εἶναι ὅ,τι χρειάζεται νά μελετήσουμε τόν βίο της καί τήν ὅλη πορεία της καί τόν ὅλο δρόμο στόν ὁποῖο τήν ἔβαλε ὁ Θεός καί ἀκριβῶς τό καλό τέλος πού εἶχε. Ἔτσι δηλαδή ὅπως εἶναι τά τοῦ βίου της, τρόπον τινά μᾶς πιάνει ὅλους. Δέν ἐξαιρεῖται κανένας, δέν μπορεῖ κάποιος νά βγάλει τόν ἑαυτό του ἀπ᾿ ἔξω.

Γιά τόν καθένα εἶναι ἡ ἁγιότητα. Δέν ἐμποδίζεται κανείς ἀπό τήν ἁγιότητα, δέν εἶναι γιά ἐκλεκτούς μόνον ἡ ἁγιότητα. Εἶναι γιά ὅλους τούς χριστιανούς, ἄλλο τώρα ποῦ θά φθάσει ὁ καθένας, ἄλλο βέβαια πόσο θά εὐλογηθεῖ ὁ καθένας ἀπό τόν Θεό, ἀλλά αὐτός εἶναι ὁ ἕνας δρόμος· δέν ὑπάρχει δεύτερος δρόμος. Μπορεῖ νά εἶναι δυό δρόμοι καί θά διαλέξει ὁ καθένας αὐτόν πού θέλει, ἤ τόν δρόμο τοῦ μοναχοῦ ἤ τόν δρόμο τοῦ ἐγγάμου βίου, ἀλλά τελικά καί οἱ δύο δρόμοι εἶναι δρόμοι πού ὁδηγοῦν στήν ἁγιότητα, δρόμοι πού καλεῖται ὁ καθένας νά τούς ζήσει μέ ἁγία ζωή, ἀφημένος στόν Θεό.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο βλάπτει καί ζημιώνει καί κάνει μεγάλο κακό εἶναι ὅτι ὁ καθένας κουμαντάρει τόν ἑαυτό του, δέν ἀφήνεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δέν ἀφήνεται στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ξέρει ὁ Θεός –γνωρίζει ὁ Θεός ποιός εἶναι ὁ καθένας μας– πῶς θά ὁδηγήσει τόν καθένα μας, μέσα ἀπό ποιούς δρόμους, μέσα ἀπό ποιά περιστατικά, ἀπό ποιές καταστάσεις, μέσα ἀπό ποιά γεγονότα. Ξέρει ἀπό ποῦ θά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Θεός στήν ἁγιότητα. Καί ἄλλος θά φύγει νωρίτερα ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἄλλος θά φύγει ἀργότερα, ἄλλος πολύ ἀργά καί ἄλλος σέ πολύ γεροντική ἡλικία.

Κάνε με δικόν σου, Κύριε, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει


Ἐκεῖνο πού αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά τονίσω –γιατί διαπιστώνω κάποια πράγματα, καί πρέπει νά τά λέμε, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ὅποιος καταλάβει βέβαια– εἶναι τό ἑξῆς: Ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ἐνῶ ὁ Θεός, καθώς βλέπει βαθύτερα τήν ψυχή μας, τόν πόθο μας –εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί, μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, δέν ἐξαιρεῖ κανέναν ὁ Θεός–ἐπιτρέπει νά ἔρθουν τοῦ καθενός ἔτσι ὅπως θά ἔρθουν, καί τρόπον τινά ἀνοίγει δρόμους ὁ Θεός, καί βοηθάει νά προχωρήσει ἡ ψυχή ἔτσι πού νά ἁγιασθεῖ, ὁ ἄνθρωπος κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει. Αὐτό εἶναι γεγονός. Τό ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά καί τό τονίζω· δέν λέμε ἁπλῶς φράσεις καί λόγια. Εἶναι μιά πραγματικότητα αὐτό, ὅτι κάνει κανείς πώς δέν καταλαβαίνει. Πολύ εὐλογημένος, πάρα πολύ εὐλογημένος εἶναι καί πολύ θά εὐλογηθεῖ καί θά χαριτωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τείνει εὐήκοον οὖς νά ἀκούσει τί λέει ὁ Θεός, νά δεῖ πῶς τόν ὁδηγεῖ ὁ Θεός, καί ἀμέσως νά ἀνταποκρίνεται.

Δέν δίστασε ἡ ἁγία Θεοδώρα, καθώς ἔδειξαν τά πράγματα ὅτι ἦταν καλό νά ρθεῖ στή Θεσσαλονίκη, νά ἔρθει ἐδῶ καί ἔμεινε. Δέν τή δέσμευσε τό ὅτι ἀπό κάπου ἀλλοῦ καταγόταν καί πῶς νά ρθεῖ ἐδῶ μέ τά μέσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἐπίσης δέν κάθισε νά κλαίει πού πῆρε ὁ Θεός τίς δυό κόρες της, ἀλλά ἀμέσως κανόνισε τί θά γίνει μέ τήν ἄλλη. Καί ὅταν ὁ Θεός πῆρε καί τόν σύντροφό της, πάλι δέν κάθισε νά κλαίει καί νά ὀδύρεται. Ὁπωσδήποτε τόν ξεπροβόδισε καλῶς, ὁπωσδήποτε ἦταν κοντά του καί τόν βοήθησε νά ἔχει καλό τέλος καί νά σωθεῖ ἡ ψυχή του. Κι ἐκείνη, χωρίς νά ζηλέψει τόν σύζυγό της, πού πῆγε στάς οὐρανίους μονάς, ἐνῶ αὐτή θά χρειαζόταν νά ζήσει πολλά χρόνια ἀκόμη καί νά παιδευτεῖ, δέχθηκε εὐχαρίστως αὐτό πού ἔδειχνε ὁ Θεός: νά κάνει τόν ἀγώνα της, νά κάνει τήν ἄσκησή της. Καί τό ᾿κανε καί ἔγινε ἁγία.

Γενικά βλέπουμε ὅτι τόσο ὁμαλά καί τόσο ἁπλά προχωροῦν τά πράγματα. Βέβαια ὅταν ἔρθουμε στίς λεπτομέρειες –γενικά-γενικά λέμε ὅτι πήγαμε ἐδῶ, πήγαμε ἐκεῖ, ζήσαμε ἔτσι, ζήσαμε ἀλλιῶς, κάναμε τοῦτο, κάναμε τό ἄλλο– ὁ καθένας ξέρει τί ζεῖ κάθε στιγμή, τί δυσκολίες συναντάει, ποιά πράγματα παρά λίγο νά τόν βουλιάξουν καί σώθηκε τρόπον τινά τήν τελευταία στιγμή. Αὐτά τά γνωρίζει ὁ καθένας. Ἑπομένως ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχει τά ὀδυνηρά της ἡ ζωή καί τά δύσκολα, ἀλλά γενικά ὅμως καί τελικά εἶναι ἁπλά καί φυσιολογικά τά πράγματα, καί κάποτε τελειώνει ὁ δρόμος, ὅσο κι ἄν εἶναι μακρύς· σιγά-σιγά τελειώνει.

Παρακαλῶ λοιπόν, ὅπως λέγαμε καί ξαναλέγαμε χθές, νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά θέλουμε ἀκριβῶς αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. «Ναί, θέλω, Κύριέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ φωτίσεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ ξυπνήσεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ ὁδηγήσεις, νά μέ βάλεις στόν δρόμο σου, νά μέ κάνεις δικό σου, Θεέ μου. Νά μέ πᾶς ὅπως θέλεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει». Ἔτσι λοιπόν μέ μιά τέτοια διάθεση νά ξεκινήσουμε· ὄχι στά λόγια ὅμως, ἀλλά στήν πράξη.

Αὐτά τά χρόνια πού πέρασαν μέχρι σήμερα μπορεῖ νά χάσαμε πολλές εὐκαιρίες, ὅμως, ἄν θελήσουμε νά τό συνειδητοποιήσουμε, θά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός καί θά τό νιώσουμε καί θά ὁμολογήσουμε: «Πόσα χρόνια ἔχασα, Θεέ μου, πόσες εὐκαιρίες ἔχασα! Πόσες φορές μοῦ μίλησες κι ἐγώ ἔκανα ὅτι δέν ἄκουσα! Πόσες φορές μοῦ ἔδειξες δρόμο κι ἐγώ σάν νά μήν τόν εἶδα: Πόσες φορές μέ σκούντηξες καί θέλησες νά μέ ἀναλάβεις καί δέν ἀνταποκρίθηκα!» Καί δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά πεῖ κανείς: «Κρίμα πού ἔχασα ὅλον αὐτόν τόν καιρό, κρίμα πού ἔχασα ὅλες αὐτές τίς εὐκαιρίες ὅλα αὐτά τά χρόνια». Ὄχι. Μή μείνει ἁπλῶς μόνο σ᾿ αὐτό. Δηλαδή σέ ἕναν πού συνειδητοποιεῖ τώρα ὅτι ἔχασε πολύ καιρό καί ἔκανε ὅτι δέν πρόσεξε καί δέν κατάλαβε, καί ὅτι, ἐνῶ πολλές φορές τοῦ μίλησε ὁ Θεός, ἔκανε πώς δέν ἄκουσε, σ᾿ αὐτόν ἀκόμη πιό πολύ ὕστερα ἀνάβει ὁ ζῆλος: «Θεέ μου, ἔχασα τόν καιρό μου, ἀλλά τώρα ἔρχομαι σέ ἐσένα», καί εἶναι πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο. Αὐτό νά κάνουμε· αὐτό.

Δέν βγαίνει τίποτε ἁπλῶς πού ἀκούσαμε μιά φορά ἀκόμη κάποια καλά λόγια, ἐκκλησιαστήκαμε ἀκόμη μιά φορά, κάναμε τήν προσευχή μας, ἀλλά τελικά γυρίσαμε στόν ἑαυτό μας. Δέν ὠφελεῖ αὐτό, ὄχι· νά δοθοῦμε στόν Θεό. Καί ξέρει ὁ Θεός· δέν θά μᾶς ἀδικήσει.

Θά πρεσβεύσει ἡ ἁγία Θεοδώρα νά ξυπνήσουμε, γιά νά σωθοῦμε


Ὑποθέτω ὅτι ἐκεῖνο πού ἀρέσει πολύ στόν Θεό εἶναι αὐτό, ἐπειδή τό βλέπουμε καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἔρθει τό ἀνιψάκι σου, ἄς ποῦμε, τό ἐγγονάκι σου, τό ὅποιο παιδάκι, καί σοῦ δείξει πλήρη ἐμπιστοσύνη, πετάει ἡ ψυχή μας ἀπό χαρά, ἐπειδή ἀκριβῶς μᾶς δείχνει ἐμπιστοσύνη. Σκεφθεῖτε τώρα πόσο χαίρει ὁ Θεός.

Τίποτε ἄλλο ἴσως δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό τόσο ὅσο αὐτό, νά δείξουμε ἐμπιστοσύνη, νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καί καθόλου νά μή φοβηθοῦμε, μήπως ἔτσι, μήπως ἀλλιῶς, μήπως εἶναι δύσκολα τά πράγματα, μήπως δέν ἀντέξω, μήπως… Πώ, πώ! Αὐτά μοιάζουν καί μέ βλασφημία, ξέρετε. Σάν νά βλασφημοῦμε τόν Θεό, ὅταν τόν ὑποψιαζόμαστε. Ἑπομένως, πίστη στόν Θεό δέν εἶναι ὅτι πιστεύω ἁπλῶς ἤ ἔχω ἐμπιστοσύνη ὅτι θά μοῦ κάνει ὁ Θεός αὐτά πού θέλω. Αὐτά εἶναι φτωχή πίστη. Ἡ πίστη ἡ ἀληθινή εἶναι αὐτή: ἀφήνομαι στόν Θεό, καί ὄχι ὅ,τι γίνει ἄς γίνει, ἀλλά μέ ἀπόλυτη, ἀπόλυτη-ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ξέρει ὁ Θεός, καί ἑπομένως τά πράγματα θά γίνουν ἔτσι πού δέν γίνονταν καλύτερα. Ἔτσι θά τά κάνει ὁ Θεός, ἔτσι θά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Θεός.

Ἡ ἁγία Θεοδώρα, πού ὡς ἁγία εἶναι παρούσα ἐδῶ ἀπόψε, πιστεύω ὅτι συμφωνεῖ μέ ὅλα αὐτά, πιστεύω ὅτι θά πρεσβεύσει νά ξυπνήσουμε ὅσοι ἔχουμε διάθεση νά ξυπνήσουμε, ὥστε κάπως ἔτσι νά τά πάρουμε τά πράγματα, γιά νά σωθοῦμε.

Πρέπει νά τελειώσω ἀλλά, νά, μοῦ ᾿ρθε νά πῶ δυό λόγια ἀκόμη. Μιά ψυχούλα ἦρθε αὐτές τίς μέρες. Ὅπως κι ἄλλες ψυχές, γιά νά ᾿ρθει κανείς στήν ἐξομολόγηση, κάτι ἔχει κι ἔρχεται. Ἔρχεται καί ξανάρχεται στήν ἐκκλησία, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά κάνει τίς ἁμαρτίες του κανείς. Δέν ὑπάρχει χειρότερο ἀπ᾿ αὐτό τό πράγμα σήμερα Δέν ὑπάρχει χειρότερο. Μέ τήν ἄνεσή τους οἱ ἄνθρωποι κάνουν τίς ἁμαρτίες τους. Τί πράγμα εἶναι αὐτό! Κι ἐκεῖνοι πού δέν ξέρουν κι ἐκεῖνοι πού δέν καταλαβαίνουν κι ἐκεῖνοι πού ξέρουν πολλά, κάνουν ἁμαρτίες. Ὁπότε ἄρχισα νά μιλῶ μέ πόνο. Καί μάλιστα, πῶς ἦρθε ἡ κουβέντα, καί εἶπα μερικά πράγματα, πού δέν τά ἔχω πεῖ ποτέ μέχρι τώρα πάνω σ᾿ ἕνα συγκεκριμένο θέμα, στίς σχέσεις τῶν δύο φύλων. Εἶπα καί μάλιστα τόνισα:«Δέν ξέρω πῶς ἔγινε, καί πρώτη φορά λέω τέτοια πράγματα». Καί μοῦ ᾿κανε ἐντύπωση ὅτι τό παιδί τό πῆρε ἔτσι, πού συγκλονίστηκε ἀμέσως.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καρδιά, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχή, τόν ἔκανε ὁ Θεός ἁπαλό μέσα του, καί εἶναι ψυχές πού ἔχουν καλή διάθεση. Καί ἄρχισε ἡ ψυχούλα νά τά πιάνει αὐτά πού λέγαμε καί συγκινήθηκε τό παιδί, καί ἄρχισαν νά τρέχουν τά δάκρυά του. Ὄχι ὅτι συγκινήθηκε ψυχολογικά. Ἦταν ἐπίσκεψη χάριτος Θεοῦ. Καί πιστεύω ὅτι δέν θά πάει χαμένο αὐτό. Θά δράσει ἡ Χάρις, θά δράσει ἔτσι πού θά κοποῦν μέ τό μαχαίρι ἐκεῖνα ἀκριβῶς πού πρέπει νά κοποῦν.

Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε κι αὐτό τό σημεῖο. Πῶς τά καταφέρνουμε καί μαζί τάχα μέ τόν ἀγώνα πού κάνουμε, κάνουμε καί τίς ἁμαρτίες, τίς ὅποιες ἁμαρτίες ὁ καθένας. Τί πράγμα εἶναι αὐτό! Καί μακάρι ἀπόψε ἡ ἁγία Θεοδώρα μέ τίς πρεσβεῖες της νά μᾶς βοηθήσει νά τίς κόψουμε μέ τό μαχαίρι· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἔτσι ἔγιναν οἱ ἅγιοι, ἔτσι ἦταν οἱ ἅγιοι, ἔτσι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ· δέν παίζουν. Δέν εἶναι παιγνίδια ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἁγία ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, αὐτή ἡ ζωή πού εἶναι σωτηρία.
2/3-8-2000 Ἀγρυπνία ἁγίας Θεοδώρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου