Κάποτε –έλεγε ο Γέροντας Ιάκωβος– ήρθε εδώ στο Μοναστήρι ένας νέος (ο οποίος) ήθελε να καλογερέψη, να αφιερωθή και να υπηρετήση την Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όμως ήταν σπανός, δεν είχε καθόλου γένεια.
Πώς θα γινόταν καλόγερος; Αυτό τον στενοχωρούσε, αλλά προσευχήθηκε στον Άγιο και του έδωσε μία γενειάδα και δεν προλάβαινε να ξυριστή. Είναι πολύ θαυματουργός ο άγιος Δαυΐδ· ό,τι ανάγκες έχω και του ζητάω, (όλα) μου τα δίνει απλόχερα.
(Ο νέος αυτός ήταν ο ίδιος ο Γέροντας, κατά την μαρτυρία του π. Παύλου Τσουκνίδα).
Είχαμε ένα δέντρο, μία καστανιά 300 ετών, και κόψαν την καστανιά και την πήραν, ένας ασεβής Δασονόμος, και κάναν στο σπίτι του τα κουφώματα. Μετά από 15 μέρες έμαθα εγώ ότι έκοψαν την καστανιά. Παιδιά μου, τώρα την αγρυπνία να ‘κανα εγώ, την Λειτουργία, ή να πάω να φυλάω την καστανιά; «Εσύ, Άγιέ μου, (είπα) κατά τα έργα τους να τους ανταποδώσης, κακό να μην πάθουν, να τους φωτίσης».
Αυτός που έκοψε την καστανιά και την πήρε, αντί για 400 δραχμές που πήρε να μεταφέρη την καστανιά, έσπασε το βράδυ το τρακτέρ και πληρώνει 60.000. Πριν 20 χρόνια 60.000 ήταν ακριβά. Βλέπετε; Και μετά μέθυσε και λέει, «πάτερ μου, εγώ την πήρα την καστανιά. Μ’ έβαλε ο τάδε». Ο δε Δασονόμος «έφαγε ένα φύσημα» και στα σύνορα βρίσκεται τώρα αυτός. Εγώ το κατάλαβα ότι αυτός έκοψε το δέντρο, μετά βρήκαμε και το δέντρο. Έκοψε τα ξύλα και τα έβαλε μέσα στο σπίτι του. Είδαμε τα ξύλα.
Εμείς κακό δεν κάνομε σε κανένα, αλλά γιατί να κόψετε το δεντράκι αυτό που ‘ταν 300 χρόνων; Δεν γίνονται τα δέντρα έτσι εύκολα. Δεν είμαι καμμιά γυναικούλα του δρόμου να βλασφημώ και να καταριέμαι, εμείς είμαστε πατέρες της Εκκλησίας, εμείς κάνομε προσευχή, αλλά καμμιά φορά μπορεί να γογγύση κανείς. Αλλά είπα, «Θεέ μου, φώτισέ τον να μετανοήση, να ζητήση συγγνώμη από τον άγιο Δαυΐδ».
Είναι πολύ θαυματουργός ο Άγιος. Δεν περνάει ώρα, δεν θα περάση η ημέρα, χωρίς να το δείξη το θαύμα του ο Άγιος.
Μου λέει ο Δημήτρης: «Πάτερ μου, στο κτήμα μας δεν υπάρχει νερό και θέλουμε να ανοίξουμε πηγάδι».
– Ε, και τι θες, Δημήτρη, από εμένα;
– Πάτερ, μου λέει, κάνε μια προσευχή στον Άγιο και πες μας (αν) θα βρούμε νερό στο κτήμα αυτό το μεγάλο. Είμαστε επτά αδέλφια και θα ξεραθούνε οι ελιές μας.
– Δημήτρη μου, λέω, έχε πίστη Θεού, μην στεναχωριέστε. Νερό θα βρήτε ποτάμι.
– Πάτερ, πώς θα το βρούμε;
– Να, πάρτε την εικονίτσα του οσίου Δαυΐδ που σας έχω δώσει, σε όποιο σημείο θέλετε μέσα στο κτήμα σας εκεί που είναι κατάλληλο για να ανοίξετε το πηγάδι βάλτε εκεί την εικονίτσα του οσίου Δαυΐδ, ράντισε και με λίγο αγιασμό, κάντε το σημείο του Σταυρού, να πης το «Πάτερ ημών» και το τροπάριο του οσίου Δαυΐδ και να χτυπήσετε. Μόλις χτυπήσετε, τέκνο μου, με συγχωρείτε, το νερό βρίσκεται στην επιφάνεια της γης. Το κάνανε και βρήκαν ποτάμι νερό.
– Τώρα πάτερ μου, μου λέει, τόσο (πολύ) νερό (που βρήκαμε) δίνουμε και σε άλλους ανθρώπους εδώ στην Κόρινθο και ποτίζουνε τα περιβόλια τους και τα χωράφια τους.
Όταν έχουμε πίστη και ζητήσουμε κάτι από τον Θεό θα μας το δώση. Ό,τι ζητούσα παιδιόθεν, ο Θεός μου το χάριζε.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Α’. Διηγήσεις (ιδ’, κη’, νε’). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου