Η αγία μάρτυς Μαρίνα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 270) [1]. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και ήταν θυγατέρα ενός ειδωλολάτρη ιερέα, του Αιδέσιμου.
Καθώς η μητέρα της πέθανε όταν η Μαρίνα ήταν δώδεκα ετών, την εμπιστεύθηκαν σε μία τροφό που διέμενε στην εξοχή. Η συναναστροφή με τους χριστιανούς του τόπου εκείνου σε συνδυασμό με τις φυσικές κλίσεις της κόρης προς το καλό, συνέργησαν ώστε να δώσει σύντομα τους καρπούς του ο σπόρος της αληθινής Πίστεως στην καρδιά της. Φθάνοντας σε ηλικία δεκαπέντε ετών, φλεγόταν σε τέτοιο βαθμό από την αγάπη του Χριστού, ώστε ένα πράγμα σκεπτόταν και ποθούσε μόνον: να προσφέρει κι εκείνη το αίμα της ως θυσία με τους αγίους μάρτυρες για την αγάπη του Θεού.
Και όχι μόνο δεν κρατούσε μυστικές τις διαθέσεις της αυτές, αλλά χωρίς τον παραμικρό φόβο διακήρυττε μεγαλοφώνως ότι ήταν χριστιανή, ονειδίζοντας τα είδωλα, γεγονός που κίνησε το μίσος του πατέρα της, ο οποίος και την αποκλήρωσε.
Ο έπαρχος της Ασίας, Ολύμβριος, καθ’ οδόν προς την Αντιόχεια, συνάντησε την αγία να βόσκει τα ποίμνια μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού. Σαγηνευμένος από το κάλλος της κόρης, διέταξε τους ανθρώπους του να την οδηγήσουν ενώπιόν του με σκοπό να την νυμφευθεί. Φθάνοντας εκείνη στο παλάτι, παρουσιάστηκε στον δικαστή, ο οποίος της ζήτησε να πει το όνομά της.
Με παρρησία η νέα δήλωσε: «Ονομάζομαι Μαρίνα, είμαι κόρη ελευθέρων γονέων, αλλά εγώ είμαι δούλη του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού, του ποιητού ουρανού και γης». Την έριξαν τότε στην φυλακή μέχρι την άλλη ημέρα, κατά την οποία θα λάμβανε χώρα μεγάλη ειδωλολατρική εορτή. Οδηγούμενη πάλι στο δικαστήριο, εκλήθη να θυσιάσει στους θεούς μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους· η Μαρίνα αποκρίθηκε: «Θα πρόσφερα θυσία αινέσεως στον Θεό μου, αλλά ποτέ στα βουβά και άψυχα είδωλά σας!».
Ο Ολύμβριος την πίεσε να λυπηθεί τα νιάτα και την ομορφιά της. Όμως εκείνη αποκρίθηκε ότι όλα τα κάλλη της σαρκός μαραίνονται και χάνονται, ενώ τα μαρτύρια που υπομένει κανείς στο Όνομα του Ιησού Χριστού καλλύνουν την ψυχή και την προετοιμάζουν για την αιώνια κοινωνία γάμου.
Ο δικαστής, εξοργισμένος από την τόλμη της, πρόσταξε να την απλώσουν κάτω στο χώμα, να την κτυπήσουν με αγκαθωτές βέργες και να της ξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια άγκιστρα. Το αίμα της μάρτυρος ανέβλυζε κατά κύματα και έβαφε το χώμα, αλλά από το στόμα της αγίας άχνα δεν έβγαινε· παρέμενε ατάραχη, ωσάν κάποιος άλλος να υπέφερε στην δική της θέση. Αφού την βασάνισαν με τον τρόπο αυτό επί ώρες, την οδήγησαν πίσω στην φυλακή.
Εκεί προσευχόταν στον Θεό ικετεύοντάς Τον να μην την εγκαταλείψει στην δοκιμασία της και την ομολογία της Πίστεως, όταν αίφνης σεισμός συγκλόνισε την φυλακή κι ένας τερατώδης δράκος ξεπήδησε από το άντρο του: από τα μάτια του ανάβλυζε φωτιά και καπνός, από τα ρουθούνια του έβγαινε φλόγα πύρινη και ατμός, η γλώσσα του ήταν κόκκινη σαν το αίμα κι έβγαζε ένα τρομακτικό σφύριγμα καθώς βάδιζε απειλητικά προς την αγία. Κυριευμένη από μέγα φόβο η Μαρίνα, ανέπεμψε την προσευχή της προς τον Σωτήρα Θεό, που κατέλυσε το κράτος του Σατανά ελευθερώνοντας διά του Σταυρού Του τους νεκρούς από τον Άδη.
Ο δράκος τότε μεταμορφώθηκε σε έναν μεγάλο σκύλο, μαύρο και αποκρουστικό. Η αγία, ενδυναμωμένη πια από την Χάρη του Θεού, άδραξε τον σκύλο από το τρίχωμά του και, αρπάζοντας ένα σφυρί που ήταν εκεί πεταμένο, αναχαίτισε το ζώο βάζοντας το πόδι της πάνω στον αυχένα του και, κτυπώντας το στο κεφάλι και στην ραχοκοκαλιά, το σκότωσε [2]. Ένα φως λαμπρό, που χυνόταν από έναν πελώριο Σταυρό, πάνω στον οποίο έστεκε ένα λευκό Περιστέρι, καταύγασε το κελί της φυλακής της.
Ήλθε το Περιστέρι και κάθισε στο πλευρό της Μαρίνας και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, πνευματική Περιστερά του Θεού, γιατί νίκησες τον Πονηρό και τον καταίσχυνες! Χαίρε, πιστή δούλη του Κυρίου, που Τον αγαπάς με όλη την ψυχή σου και που για χάρη Του εγκατέλειψες όλες τις εφήμερες χαρές της γης! Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφθασε για σένα η μέρα να λάβεις τον καλλίνικο στέφανο και να εισέλθεις ενδεδυμένη επαξίως μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέα σου!».
Το πρωί η Μαρίνα οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο δικαστήριο. Καθώς η κόρη επέδειξε φρόνημα σταθερότερο από ποτέ, ο Ολύμβριος διέταξε να την γυμνώσουν και να την κάψουν με πυρσούς. Μετά το μαρτύριο αυτό, την έριξαν με το κεφάλι σε έναν κάδο γεμάτο νερό. Το Περιστέρι εμφανίσθηκε τότε πάλι, φέρνοντας στο ράμφος του ένα κλαδάκι και φωτεινός Σταυρός υψώθηκε πάνω από τον κάδο, από τον οποίο η αγία αναδύθηκε ελεύθερη από τα δεσμά της. Ακούστηκε τότε η Περιστερά να λέει: «Έλα, Μαρίνα, να χαρείς την ανάπαυση την προοριζόμενη για τους δικαίους!». Μπροστά στο θαύμα αυτό, πλήθος ειδωλολατρών ομολόγησαν τον Χριστό και ζήτησαν από την αγία να κατηχηθούν στην θεία διδασκαλία της Σωτηρίας. Έξαλλος ο διοικητής διέταξε τότε να αποκεφαλισθούν όλοι μαζί με την αγία Μαρίνα [3].
Φθάνοντας στον τόπο του μαρτυρίου, η Μαρίνα παρακάλεσε τους δημίους της να της παραχωρήσουν λίγο χρόνο να προσευχηθεί και, στρεφόμενη προς την ανατολή, ικέτευσε τον Κύριο της Δόξης να προσφέρει υγεία ψυχής και σώματος σε όλους εκείνους που θα προσέφευγαν στην μεσιτεία της. Αφού ολοκλήρωσε την προσευχή της, κάλεσε τον δήμιο να εκπληρώσει το καθήκον του. Αυτός, όμως, κυριευμένος από ευσεβή φόβο, ομολόγησε τον Χριστό και αρνήθηκε να αγγίξει την αγία. Η Μαρίνα τού είπε τότε: «Δεν θα ωφεληθείς από εμένα, εάν καθυστερήσεις να εκτελέσεις ό,τι σε διέταξαν!». Και εκείνος τότε, με χέρι τρεμάμενο την αποκεφάλισε. Ένας χριστιανός, ονόματι Θεότιμος, που είχε φέρει κρυφά στην αγία τροφή στην φυλακή, πήρε το σκήνωμά της και το ενταφίασε με τιμή. Μέχρι την άλωση της Βασιλεύουσας από τους Σταυροφόρους (1204), τα λείψανα της αγίας Μαρίνας τιμώνταν στην Κωνσταντινούπολη, στον Ναό του Παντεπόπτου Χριστού [4].
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1] Κατ’ άλλους την εποχή του διωγμού του Διοκλητιανού.
[2] Στο αρχαίο «Μαρτύριον», ο δαίμονας που ονομάζεται «Ρούφος» εμφανιζόμενος με την μορφή δράκου τεντώνει το ρύγχος του και καταβροχθίζει την αγία. Εκείνη όμως κάνει το σημείο του Σταυρού που καταξεσχίζει την κοιλιά του τέρατος και έτσι η αγία βγαίνει άθικτη. Ένας δεύτερος δράκος πετάγεται τότε και τρομοκρατημένος από την σαρωτική επενέργεια της προσευχής της Μαρίνας, την ικετεύει να του χαρίσει την ζωή. Η αγία κάνει πάλι το σημείο του Σταυρού, τον αρπάζει από το γένι και, αφού ακολουθεί πάλη σώμα με σώμα, τον κτυπά στο κεφάλι με ένα χάλκινο σφυρί. Με το κέλευσμα της αγίας, αποκαλύπτει τότε ότι ονομάζεται «Βελζεβούλ», γιος του ενός «Σαταναέλ» (παράγωγο του «Σαμαέλ» των εβραϊκών αποκρύφων). Το επεισόδιο αυτό που δείχνει να έλκει την έμπνευσή του από το «απόκρυφο Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου» και βρίσκεται, με ελάχιστες διαφορές, στο «Μαρτύριον» της αγίας Ιουλιανής της Νικομηδείας [21 Δεκ.].
[3] Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές του «Μαρτυρίου», ήταν δεκαπέντε χιλιάδες τον αριθμό, γεγονός που επιτρέπει να ταυτιστούν με τους μάρτυρες που μνημονεύονται στις 16 του Ιουλίου μηνός.
[4] Το «Μηναίον» τής αποδίδει τον τίτλο της Μεγαλομάρτυρος. Η τιμή της γνώρισε ευρύτατη διάδοση στην Δύση υπό το όνομα της αγίας Μαργαρίτας.
— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρόν, κατεπάτησας στεῤῥῶς, ὀφθέντα σοι Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ, τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.
— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ ἐχθροῦ τὰς ἐνέδρας ῥύμῃ διέφυγες, καὶ αὐτῷ προσπλακεῖσα ὑπερηκόντισας, καὶ ἐκ Θεοῦ τὴν δαψιλῆ χάριν ἀπείληφας, ἀποσοβεῖν ἐκ τῶν πιστῶν, νόσους τὰς λυμαινώδεις. Διὸ πρέσβευε τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ ἡμῶν, Μαρίνα, ἔνδοξε.
— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἡ ἀμνάς σου, Ἰησοῦ, κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Σέ, Νυμφίε μου, ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου, τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Μαρίνα· αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δὲ φοινιχθεῖσα, θαύμασι, κατελαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς, χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.
— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
Τὴν λαμπάδα πάντες τὴν φαεινήν, καὶ τῆς παρθενίας τὸν ἀσύλητον θησαυρόν, τὴν νύμφην τοῦ Κυρίου, καὶ ἄσπιλον ἀμνάδα, Μαρίναν τὴν ἁγίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τόμ. 11ος (Ιούλιος), σελ. 181–185.
Διασκευή από τα Γαλλικά: Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»· Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης, π. Δαμιανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου