Στη Βαβυλώνα ζούσε η κόρη κάποιου άρχοντα που ήταν δαιμονισμένη. Ο πατέρας της είχε φιλία με κάποιον μοναχό και τον παρακαλούσε για την κόρη του. Εκείνος του είπε:
– Κανένας δεν μπορεί να κάνει καλά την κόρη σου παρά μόνο οι αναχωρητές που γνωρίζω. Αν όμως τους παρακαλέσουμε, δεν θα δεχτούν καθόλου να το κάνουν, από ταπεινοφροσύνη.
Καλύτερα να κάνουμε το εξής: όταν έρθουν στην αγορά για να πουλήσουν τα εργόχειρά τους, προσποιηθείτε ότι θέλετε να αγοράσετε και καλέστε τους στο σπίτι, για να πάρουν τα χρήματα. Σαν έρθουν, παρακαλέστε τους να προσευχηθούν, και πιστεύω ότι θα γίνει καλά η κόρη σου.
Καλύτερα να κάνουμε το εξής: όταν έρθουν στην αγορά για να πουλήσουν τα εργόχειρά τους, προσποιηθείτε ότι θέλετε να αγοράσετε και καλέστε τους στο σπίτι, για να πάρουν τα χρήματα. Σαν έρθουν, παρακαλέστε τους να προσευχηθούν, και πιστεύω ότι θα γίνει καλά η κόρη σου.
Πήγαν λοιπόν στην αγορά και βρήκαν τον μαθητή κάποιου γέροντα να κάθεται και να πουλά τα εργόχειρά του. Τον πήραν μαζί με τα καλάθια του και τον έφεραν στο σπίτι του άρχοντα, για να πληρωθεί την αξία τους.
Μόλις μπήκε στο σπίτι ο μοναχός, τον συνάντησε η δαιμονισμένη και του έδωσε ένα χαστούκι. Αμέσως εκείνος γύρισε και το άλλο μάγουλο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Αυτό βασάνισε τον δαίμονα, που κραύγασε:
– Ω, πόσο πιέζομαι! Η εντολή του Ιησού με διώχνει.
Και αμέσως βγήκε από τη γυναίκα, και εκείνη έμεινε υγιής και με τα λογικά της.΄
Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκαν οι γέροντες και δόξασαν τον Θεό λέγοντας:
– Τίποτε δεν καταβάλλει τόσο την υπερηφάνεια του διαβόλου, όσο η ταπείνωση που κρύβεται στην εντολή του Χριστού.
Από το βιβλίο «Ευεργετινός, τόμος Α'», έκδοση «Το περιβόλι της Παναγίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου