Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόντισαν ώστε η Θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή.΄
Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικράς Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή, την οποία οργάνωνε προς τιμή του θεού των ειδωλολατρών Άρη.
Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. Όταν συνειδητοποίησαν πως η Eυφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως με τη θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια.Τελικά οι δήμιοι, την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μία αρκούδα.Την Κυριακή μετά τις 11 ιουλίου γίνεται ανάμνηση του θαύματος που έγινε από την αγία Ευφημία: κατά την εποχή του Μαρκιανού και της Πουλχερίας, συντάχθηκαν δύο τόμοι που περιείχαν τον όρο της Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα (451) και ήταν ένας των ορθοδόξων και ένας των Μονοφυσιτών. Για να πάψει λοιπόν η έριδα μεταξύ των δύο πλευρών, αποφασίστηκε να τεθούν και οι δύο τόμοι μέσα στη λάρνακα της αγίας Ευφημίας, για να φανεί ποιον από τους δύο θα δεχτεί η Αγία. Μετά την αποσφράγιση της λάρνακας, βρέθηκε ο μεν των αιρετικών τόμος στα πόδια της Αγίας πεταμένος, ο δε των ορθοδόξων στο στήθος της. Τα άγια λείψανα της αγίας φυλάσσονται στον ιερό πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, στην Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος διηγήθηκε τό ἑξῆς: «Εἶχα γυρίσει ἀπό τόν κόσµο, ὅπου εἶχα βγῆ γιά ἕνα ἐκκλησιαστικό θέµα. Τήν Τρίτη , κατά ἡ ὥρα 10 τό πρωΐ, ἤµουν µέσα στό Κελλί µου καί ἔκανα τίς Ὧρες. Ἀκούω χτύπηµα στήν πόρτα καί µιά γυναικεία φωνή νά λέη: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡµῶν…». Σκέφθηκα: «Πῶς βρέθηκε γυναίκα µέσα στό Ὄρος;». Ἐν τούτοις ἔνιωσα µιά θεία γλυκύτητα µέσαµου καί ρώτησα:– Ποιός εἶναι;
– Ἡ Εὐφηµία, ἀπαντᾶ.»Σκεφτόµουν, «ποιά Εὐφηµία; Μήπως καµµιά γυναίκα ἔκανε καµµιά τρέλλακαί ἦρθε µέ ἀνδρικά στό Ὄρος; Τώρα τί νά κάνω;». Ξαναχτυπᾶ. Ρωτάω: «Ποιόςεἶναι;». «Ἡ Εὐφηµία», ἀπαντᾶ καί πάλι. Σκέφτοµαι καί δέν ἀνοίγω. Στήν τρίτηφορά πού χτύπησε, ἄνοιξε µόνη της ἡ πόρτα, πού εἶχε σύρτη ἀπό µέσα. Ἄκουσαβήµατα στόν διάδροµο. Πετάχτηκα ἀπό τό Κελλί µου καί βλέπω µιά γυναίκαµέ µανδήλα. Τήν συνώδευε κάποιος, πού ἔµοιαζε µέ τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ,ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ᾿ ὅλο πού ἤµουν σίγουρος ὅτι δέν εἶναι τοῦ πειρασµοῦ, γιατί λαµποκοποῦσε, τήν ρώτησα ποιά εἶναι.
˙– Ἡ µάρτυς Εὐφηµία, ἀπαντᾶ.
– Ἄν εἶσαι ἡ µάρτυς Εὐφηµία, ἔλα νά προσκυνήσουµε τήν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγώ νά κάνης καί σύ.
Μπῆκα στήν Ἐκκλησία, κάνω µιά µετάνοια λέγοντας:
«Εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός». Τό ἐπανέλαβε µέ µετάνοια. «Καί τοῦ Υἱοῦ». «Καί τοῦ Υἱοῦ», εἶπε µέψιλή φωνή.
– Πιό δυνατά, ν᾿ ἀκούω, εἶπα καί ἐπανέλαβε δυνατώτερα.»
Ὕστερα κάθησε ἡ Ἁγία στό σκαµνάκι καί ἐγώ στό µπαουλάκι καί µοῦ ἔλυσε τήν ἀπορία πού εἶχα (στό ἐκκλησιαστικό θέµα).» Μετά µοῦ διηγήθηκε τήν ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει µιά ἁγία Εὐφηµία,ἀλλά τόν βίο της δέν τόν ἤξερα. Ὅταν µοῦ διηγεῖτο τά µαρτύριά της, ὄχι ἁπλῶςτά ἄκουγα, ἀλλά σάν νά τά ἔβλεπα˙ τά ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!
– Πῶς ἄντεξες τέτοια µαρτύρια; ρώτησα.
– Ἄν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θά ἔκανα ὅ,τι µποροῦσα νά περάσω πιό µεγάλα µαρτύρια.
Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός γιά τρεῖς µέρες δέν µποροῦσα νά κάνω τίποτα.Σκιρτοῦσα καί συνεχῶς δόξαζα τόν Θεό. Οὔτε νά φάω, οὔτε τίποτα… συνεχῶςδοξολογία».
Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου
Εκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου