Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

14 ΙΟΥΛΙΟΥ: Μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρὸς ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου

O Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της (1749-1809) ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πό τίς ση­μαν­τι­κώ­τε­ρες ἀ­σκη­τι­κές μορ­φές τῆς σύγ­χρο­νης ὀρ­θό­δο­ξης χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως. Τό κα­τά κό­σμον ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Νι­κό­λα­ος Καλ­λι­βρού­τσης. 
Θε­ω­ρεῖ­ται ὡς μί­α ἀ­πό τίς ἡ­γε­τι­κές μορ­φές τῆς κι­νή­σε­ως τῶν Κολ­λυ­βά­δων Πα­τέ­ρων, μα­ζί μέ τούς Μα­κά­ριο Νο­τα­ρᾶ καί Ἀ­θα­νά­σιο Πά­ριο. Ἡ συ­νει­σφο­ρά του ὑ­πῆρ­ξε πο­λύ­πλευ­ρη καί ἀ­φο­ροῦ­σε ποι­μαν­τι­κό καί συγ­γρα­φι­κό ἔρ­γο, ἐ­νῷ εἶ­ναι καί ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ Πη­δα­λί­ου, τῆς Φι­λο­κα­λί­ας καί τοῦ Εὐ­ερ­γε­τι­νοῦ.

Γεν­νή­θη­κε στήν Νά­ξο τό 1749. Ὁ πα­τέ­ρας του λε­γό­ταν Ἀν­τώ­νιος καί ἡ μη­τέ­ρα του Ἀ­να­στα­σί­α. Ἀ­πό μι­κρός γα­λου­χή­θη­κε μέ χρι­στι­α­νι­κή ἀ­να­τρο­φή ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, ἔ­χον­τας ὡς φί­λο καί συμ­πα­ρα­στά­τη τόν ἐ­ξά­δελ­φό του, με­τέ­πει­τα Ἐ­πί­σκο­πο Εὐ­ρί­που. Ἀ­κο­λού­θη­σε σπου­δές καί ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀρ­χι­κά ἀ­πό τήν σχο­λή τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στήν Νά­ξο, σέ ἡ­λι­κί­α 12 ἐ­τῶν, ὁ­πού εἶ­χε δι­δά­σκα­λο τόν ἀ­δελ­φό τοῦ ἁγίου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, ἀρ­χι­μαν­δρί­τη Χρύ­σαν­θο. Ἐν συ­νεχείᾳ ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά ἀ­νώ­τε­ρες σπου­δές στήν Σμύρ­νη. Ἐ­κεῖ σπού­δα­σε στήν Εὐ­αγ­γε­λι­κή σχο­λή τῆς Σμύρ­νης γιά πέν­τε ἔ­τη. Δι­έ­πρε­ψε μά­λι­στα τό­σο στήν σχο­λή αὐ­τή, ὥ­στε ὁ Ἰ­ε­ρό­θε­ος Σμύρ­νης τόν ἤ­θε­λε γιά μελ­λον­τι­κό δι­ευ­θυν­τή τῆς σχο­λῆς του. Ἡ μόρ­φω­σι, πού ἔ­λα­βε στήν Σμύρ­νη, ἐ­κτός ἀ­πό τήν θε­ο­λο­γι­κή ἐ­πι­στή­μη πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε καί ἄλ­λες γνώ­σεις

Σπού­δα­σε καί κα­τέ­κτη­σε τά πάν­τα· Ἰ­α­τρι­κή, Φυ­σι­κή, Ἀ­στρο­νο­μί­α, Φι­λο­σο­φί­α, Ψυ­χο­λο­γί­α, μέ τά τό­τε δε­δο­μέ­να βέ­βαι­α, πρό πάν­των ὅ­μως τήν Θε­ο­λο­γί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α αἰ­σθα­νό­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἕλ­ξι. Φι­λο­σο­φι­κές, οἰ­κο­νο­μι­κές, ἀ­στρο­νο­μι­κές, ἀ­κό­μα καί στρα­τι­ω­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου πραγ­μα­τεῖ­ες, ποι­η­τές καί ἱ­στο­ρι­κούς, πα­λαι­ό­τε­ρους καί νε­ώ­τε­ρους, Ἕλ­λη­νες καί Λα­τί­νους. Τά συγ­γράμ­μα­τα τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἦταν κά­θε στιγ­μή προ­σι­τά ἀ­πό μνή­μης μέ με­γά­λη εὐ­χέ­ρεια. Στά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τά του ἦ­ταν ὁ ἐ­ξαι­ρε­τι­κός χει­ρι­σμός τῆς γλώσ­σας, ἡ γνῶ­σι γαλ­λι­κῶν, ἰ­τα­λι­κῶν καί λα­τι­νι­κῶν κα­θώς καί ἡ ἰ­σχυ­ρή μνή­μη.

Τό 1770, ἀ­φοῦ ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πό τήν Σχο­λή, ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Νά­ξο καί γιά μί­α πεν­τα­ε­τί­α πε­ρί­που ἐρ­γά­σθη­κε ὡς Γραμ­μα­τέ­ας τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­ρο­να­ξί­ας ὑ­πό τήν ἐ­πο­πτεί­α καί τήν κα­θο­δή­γη­σι τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Πα­ρο­να­ξί­ας Ἀν­θί­μου τοῦ Γ΄ (1742-1779). Ὁ Νι­κό­δη­μος ἦ­ταν λά­τρης τῆς μο­να­στι­κῆς πο­λι­τεί­ας. Αὐ­τή ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του γι­γάν­τω­σε μέ τήν γνω­ρι­μί­α μέ μο­να­χούς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους καί μέ ἄλ­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος Μα­κά­ριος Νο­τα­ρᾶς, ἐ­πί­σκο­πος Κο­ρίν­θου.

Ὁ Νι­κό­λα­ος, πλέ­ον­τας σέ πε­λά­γη εὐ­τυ­χί­ας, φθά­νει τό 1775 στό Ἅ­γιο Ὄρος, στήν Ἱ. Μ. Δι­ο­νυ­σί­ου. Οἱ συ­στα­τι­κές ἐ­πι­στο­λές τοῦ Γε­ρο - Σίλ­βε­στρου πο­λύ τόν βο­ή­θη­σαν. Γνώ­ρι­σε τούς κο­λλυ­βά­δες ἀ­δελ­φούς Σκουρ­ταί­ους καί τόν ἀ­σκού­με­νο στήν κα­λύ­βα τῆς Κα­ψά­λας μο­να­χό Εὐ­θύ­μιο, ἀρ­γό­τε­ρα πα­ρα­δελ­φό του καί βι­ο­γρά­φο του.

Με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες στήν Ἱ. Μ. Δι­ο­νυ­σί­ου οἱ ἀ­ρε­τές του ἀ­νάγ­κα­σαν τόν ἡ­γού­με­νο νά τόν κάνη μι­κρό­σχη­μο μο­να­χό, μέ τό ὄ­νο­μα Νι­κό­δη­μος. Με­τά ἀ­πό δύ­ο χρό­νια (1777) ἔ­φθα­σε ὁ πρώ­ην Κο­ρίν­θου ἅ­γιος Μα­κά­ριος στό Ὄρος καί ἔ­μει­νε στό κελ­λί «Ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος». Ἀ­πό ἐ­κεῖ μή­νυ­σε στό Νι­κό­δη­μο γιά συ­νάν­τη­σι.

Μέ εὐ­λο­γί­α ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ καί ὁ ἅ­γιος τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε νά συν­τά­ξ­η προ­οί­μιο στήν «Φι­λο­κα­λί­α» καί τόν «Εὐ­ερ­γε­τι­νό» καί νά δι­ορ­θώ­ση τυ­χόν ὀρ­θο­γρα­φι­κά σφάλ­μα­τα. Πα­ρέ­λα­βε ἀ­κό­μη καί τό πό­νη­μα πε­ρί «Συ­νε­χοῦς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως» γιά νά τό πλα­τύ­νη μέ ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις. Τό βι­βλί­ο μά­λι­στα «Φι­λο­κα­λί­α τῶν Ἱ­ε­ρῶν Νη­πτι­κῶν», πού ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θο­λο­γί­α πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων, εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ πρώ­ην Κο­ρίν­θου ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό πα­ρέ­δω­σε στόν ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο τό 1777 «πρός πλη­ρε­στέ­ραν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­αν, συμ­πλή­ρω­σιν καί ἔκ­δο­σιν», καί ἐ­ξε­δό­θη τό 1782 στήν Βε­νε­τί­α. Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­γι­ναν σέ αὐ­τό τό κελ­λί καί μέ τίς συ­χνές ἐ­πι­σκέ­ψεις τοῦ Εὐ­θύ­μιου.

Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε αὐ­τά τά ση­μαν­τι­κά ἔρ­γα γιά τό δοῦ­λο Ὀρ­θό­δο­ξο Γέ­νος, ἦλ­θε στό κελ­λί τοῦ Εὐ­θύ­μιου στήν Κα­ψά­λα (1778). Ἐ­κεῖ ἀ­πο­κά­θα­ρε τά ἀ­βλε­πή­μα­τα στήν «Ἀλ­φα­βη­ταλ­φά­βη­το» ἤ «Πα­ρά­δει­σος» τοῦ ἁ­γί­ου Με­λε­τί­ου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τῆ. Τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος (1779), ἐ­πα­νῆλ­θε πά­λι στήν Μο­νή τῆς Με­τα­νοί­ας του. Ἐ­κεῖ ἔ­μα­θε γιά τήν φή­μη τοῦ κοι­νο­βιά­ρχου ὁ­σί­ου Παϊ­σίου Βε­λι­τσόφ­σκι, ὅ­που εἶ­χε στήν Μολ­δα­βί­α χί­λιους μο­να­χούς, πού τούς δί­δα­σκε τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Πῆ­ρε εὐ­λο­γί­α νά τόν ἐ­πι­σκε­φθῆ, ἀ­να­χώ­ρη­σε, ἀλ­λά τό πλοῖ­ο προ­σά­ρα­ξε στήν Θά­σο καί ἔ­τσι ὁ θεῖ­ος Νι­κό­δη­μος ἐ­πέ­στρε­ψε στό Ὄρος, γιά νά φω­τί­ση τό Γέ­νος πού στέ­να­ζε.

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­σκή­τε­ψε δύ­ο χρό­νια στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας (1779-1781) στήν κα­λύ­βα τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὅ­που ἔ­γι­νε ὑ­πο­τα­κτι­κός τοῦ Πε­λο­πον­νή­σιου μο­να­χοῦ Ἀρ­σέ­νιου τοῦ Κο­λλυ­βᾶ, τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε γνω­ρί­σει στήν Νά­ξο. Ἡ ἄ­σκη­σι καί ἡ τα­πεί­νω­σί του αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα ἦ­ταν ἀ­πε­ρί­γρα­πτες.

Πολ­λές φο­ρές θελ­γό­ταν ἀ­πό τόν ἔ­ρω­τα τῆς ἀ­να­χω­ρή­σεως καί ἔ­λε­γε: «Πᾶ­με πα­τέ­ρες μου σέ κα­νέ­να ἐ­ρη­μο­νή­σι, γιά νά γλυ­τώ­σου­με ἀ­πό τόν κό­σμο». Ἔ­τσι τό 1781 (32 ἐ­τῶν), φθά­νει μέ τόν γέ­ρον­τά του στό ἄ­νυ­δρο ἐ­ρη­μο­νή­σι τῆς Σκυ­ρο­πού­λας, βό­ρεια τῆς Εὔ­βοι­ας. Σύν­το­μα ὁ γέ­ρον­τάς του Ἀρ­σέ­νιος ἐ­πέ­στρε­ψε στόν Ἄ­θω­να, ὁ ὅ­σιος ὅ­μως ἔ­σπερ­νε χει­ρο­να­κτι­κά λί­γο σι­τά­ρι καί μέ λί­γο νε­ρό εἶ­χε τρο­φή γιά ὅ­λο τό χρό­νο. Ροῦ­χα τοῦ ἔ­στει­λε ὁ ἐ­ξά­δελ­φός του, ἐ­πί­σκο­πος Εὐ­ρί­που Ἰ­ε­ρό­θε­ος, ἀ­πό τήν Κύ­μη. Στίς τρο­με­ρές δυ­σκο­λί­ες τῆς ἀ­σκή­σεως ἦλ­θε νά προ­στε­θῆ ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή πί­ε­σι τοῦ Ἰ­ε­ρό­θε­ου νά συγ­γρά­ψη «Συμ­βου­λευ­τι­κόν ἐγ­χει­ρί­διον» γιά Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Στό τέ­λος τα­πει­νά τό ἀ­πο­δέ­χθη­κε, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­γρα­ψε μέ ση­μει­ώ­σεις καί πα­ρα­πομ­πές, ὅ­λες ἀ­πό μνή­μης! Οἱ δαί­μο­νες σέ ἀν­τι­πε­ρι­σπα­σμό δέν τόν ἄ­φη­ναν σέ χλω­ρό κλα­ρί…

Αὐ­τό τόν και­ρό με­τά ἀ­πό δύ­ο χρό­νια φο­βε­ρῆς ἀ­σκή­σε­ως ἐ­πέ­στρε­ψε στό κελ­λί τοῦ πα­ρα­δέλ­φου του Ἱ­ε­ρο­μό­να­χου Εὐ­θύ­μιου στόν Ἄ­θω­να. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρες μο­να­χι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, γι’ αὐτό ζή­τη­σε καί πῆ­ρε τό Μέ­γα καί Ἀγ­γε­λι­κό Σχῆ­μα ἀ­πό τόν γέ­ρον­τα τοῦ Εὐ­θύ­μιου, Δα­μα­σκη­νό Σταυ­ρου­δᾶ τόν Κο­λλυ­βᾶ. Ἦ­ταν τό 1783 (34 ἐ­τῶν).

Μέ τήν ἄ­δεια τοῦ γέ­ρον­τά του ἀ­γό­ρα­σε ἄλ­λο κελ­λί στό ὕ­ψω­μα τοῦ Κυ­ρια­κοῦ Να­οῦ. Σύν­το­μα σέ δι­πλα­νά κελ­λιά ἔ­φθα­σαν ἀρ­κε­τοί μο­να­χοί, γιά νά παίρ­νουν καί αὐ­τοί ἀ­πό τά χα­ρί­σμα­τά του.

Τό 1784 δέ­χθη­κε πά­λι ἐ­πί­σκε­ψι τοῦ φί­λου του Ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου, γιά νά πα­ρα­φρά­ση τά «ἅ­παν­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Συ­με­ών τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου». Ὁ δει­νός ἑρ­μη­νευ­τής τε­λεί­ω­σε τό ἔρ­γο τό 1790, τό ὁ­ποῖ­ο καλ­λι­γρά­φη­σε καί ἐ­ξέ­δω­σε μέ προ­τρο­πή του ὁ φί­λος του Κο­λλυ­βᾶς Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Δι­ο­νύ­σιος Ζα­γο­ραῖ­ος τό 1790.

Τήν ἐ­πο­χή αὐ­τή ἔ­γρα­ψε τό «Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριον» γιά βο­ή­θεια τό­σο τῶν ἐ­ξο­μο­λό­γων, ὅ­σο καί τῶν μο­να­χῶν. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γρα­ψε τό «Θε­ο­το­κά­ριον», ὅ­που συμ­πε­ρι­έ­λα­βε ὀ­νο­μα­στῶν ὑ­μνο­γρά­φων κα­νό­νες πρός τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο σέ ὅ­λους τούς ἤ­χους. Τό βι­βλί­ο αὐ­τό κά­νει χρῆ­σι ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἔ­γρα­ψε ἐ­δῶ καί τά ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κά του συγ­γράμ­μα­τα «Ἀ­ό­ρα­τος πό­λε­μος» καί «Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα».

Μέ­χρι τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ζοῦ­σε ἀ­σκη­τι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά. Ἤ­δη ἡ «Φι­λο­κα­λί­α», ὁ «Εὐ­ερ­γε­τι­νός» καί τό «Πε­ρί συ­νε­χοῦς θεί­ας με­τα­λή­ψε­ως» κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν καί πολ­λοί τοῦ ὡ­μο­λο­γοῦ­σαν χά­ρι­τες γιά τήν ὠ­φέ­λεια, πού ἀ­πο­λάμ­βα­ναν. Ὅ­μως δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μή πε­ρά­ση καί τό κα­μί­νι τῶν με­γά­λων πει­ρα­σμῶν.

Τό βι­βλί­ο γιά τήν «Συ­νε­χῆ Θεί­α Με­τά­λη­ψι» βρῆ­κε ὅ­μως καί ἐ­χθρούς, για­τί ἐ­πί χρό­νια θε­ω­ροῦ­σαν πολ­λοί ὡς ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­σι τό ἀν­τί­θε­το! Ἕ­νας τέ­τοι­ος μο­να­χός τό ἔ­στει­λε στόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Προ­κό­πιο μα­ζί μέ ὅ­σες μπο­ροῦ­σε κα­τη­γο­ρί­ες. Πα­ρω­ξύν­θη­κε ὁ πα­τριά­ρχης καί μέ Σύ­νο­δο, τό 1786, κα­τα­δί­κα­σε τό βι­βλί­ο καί τόν νο­μι­ζό­με­νο συγ­γρα­φέ­α του Ἅ­γιο Μα­κά­ριο Νο­τα­ρᾶ καί ὅ­ποι­ον Χρι­στια­νό τό …δι­ά­βα­ζε! Οἱ φω­τι­σμέ­νοι Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ἀ­γω­νί­σθη­καν ἐ­νάν­τια στήν λά­θος Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­σι καί πέ­τυ­χαν μέ τόν ἑ­πό­με­νο Πα­τριά­ρχη Νε­ό­φυ­το Ζ΄ τήν ἄρ­σι τῆς ἄ­δι­κης κα­τα­δί­κης. Ἔ­τσι οἱ ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες πού ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν «ὅ,τι ηὗραν» φι­μώ­θη­καν.

Ὁ μι­σό­κα­λος ὅ­μως βρῆ­κε ἄλ­λον δρό­μο, γιά νά κτυ­πή­ση τούς κο­λλυ­βά­δες. Κα­τη­γό­ρη­σαν τόν Νι­κό­δη­μο, ὅ­τι πι­στεύ­ει, ὅ­τι στόν Ἅ­γιο Ἄρ­το δέν εὑ­ρί­σκε­ται ὅ­λος ὁ Χρι­στός, ἀλ­λά τμῆ­μα Του, γι’ αὐ­τό ἐξ ἄλ­λου εἶ­ναι ὑ­πέρ τῆς συ­νε­χοῦς θεί­ας με­τα­λή­ψε­ως! Γιά νά κα­τα­λά­βου­με τόν σά­λο, πού δη­μι­ουρ­γή­θη­κε, ἀρ­κεῖ νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅτι ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους ἀ­να­κή­ρυ­ξε τόν Ἅ­γιο «Ὀρ­θο­δο­ξώ­τα­τον καί τῶν δογ­μά­των τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας τρό­φι­μον…», με­τά ἀ­πό 22 χρό­νια! Μα­ζί μέ αὐ­τό τό θέ­μα ἀ­να­μο­χλεύ­τη­κε καί τό θέ­μα τῶν μνη­μο­σύ­νων τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, δηλαδή τήν Κυ­ρια­κή, μέ «πα­γί­δα», πού ἔ­στη­σαν στόν ἅ­γιο Μα­κά­ριο!

Ἔ­τσι ἄρ­χι­σαν νέ­ες τα­ρα­χές καί δι­ωγ­μοί. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά ἤ­ρε­μος καί μέ ἀ­γά­πη πρός τούς συ­κο­φάν­τες του, συ­νέ­χι­ζε τό πολ­λα­πλό ἔρ­γο του. Στήν ἐ­ρη­μι­κή Κα­ψά­λα, στό κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου, ἔ­γρα­ψε τήν «Χρη­στο­ή­θεια» καί ἔ­κα­νε δι­ορ­θώ­σεις στά «Ἐγ­κώ­μια τοῦ Ἐ­πι­ταφίου», κυ­ρί­ως ὅ­μως ἔ­κα­νε συλ­λο­γή στά «ἅ­παν­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ», ἀλ­λά κά­η­καν στό Τυ­πο­γρα­φεῖ­ο τῆς Βι­έν­νης μα­ζί μέ ἐ­πα­να­στα­τι­κά κεί­με­να τοῦ Ρή­γα Φερ­ραί­ου. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε πο­λύ γι’ αὐ­τό καί με­τα­κό­μι­σε τό 1789 κον­τά στό γέ­ρο-Λου­κᾶ, δί­πλα στήν Ἱ. Μ. Παν­το­κρά­το­ρα.

Ἐ­κεῖ ἔ­κα­νε τήν συλ­λο­γή καί σχο­λια­σμό ὅ­λων τῶν Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων, πού ὠ­νο­μά­σθη­κε «Πη­δά­λιον τῆς νο­η­τῆς νη­ός». Ὁ λό­γιος Ἀ­ρχιμ. ἀ­πό τά Ἰ­ω­άν­νι­να Θε­ο­δώ­ρη­τος, πού μα­ζί μέ τόν Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα Δω­ρό­θε­ο τοῦ Πα­τριά­ρχη Νε­ό­φυ­του Ζ΄ (πού ἔ­δω­σε τήν ἔγ­κρι­σι, με­τά τό τα­ξί­δι τοῦ Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἀ­γά­πιου) πῆ­γαν στήν Λει­ψί­α γιά τήν ἐ­κτύ­πω­σι, ἔ­κα­νε ἀλ­λα­γές στά σχό­λια τό­σο γιά τά μνη­μό­συ­να, ὅ­σο καί γιά τή Συ­νε­χῆ Θεί­α Με­τά­λη­ψι. Καί πά­λι ὁ μέ­γας κα­νο­νο­λό­γος ἔ­φα­γε «μα­χαι­ριά», τώ­ρα ἀ­πό τόν «ψευ­δά­δελ­φο» Θε­ο­δώ­ρη­το.

Με­τά ἀ­πό ἕ­να χρό­νο ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Κα­ψά­λα, κον­τά στήν θά­λασ­σα σέ νέ­α κα­λύ­βα, τοῦ Ἁ­γί­ου Σερ­γί­ου. Ἦ­ταν τό­τε 45 ἐ­τῶν, πλή­ρης ἀ­πό δη­μι­ουρ­γι­κή δύ­να­μι. Βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἀ­πό μο­να­χούς τό­σο ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νος, πού ξέ­χνοῦσε καί τήν μπου­κιά στό στό­μα του ἐ­πί ὧ­ρες. Ἔ­γρα­ψε στό κελ­λί αὐ­τό δι­ορ­θω­μέ­νο τό «Εὐ­χο­λό­γιον», νέ­ο «Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριον», «Ἑρ­μη­νεί­α» στίς 14 Ἐ­πι­στο­λές τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου, στίς 7 Κα­θο­λι­κές, στό Ψαλτήρι τοῦ Εὐ­θύ­μιου Ζυ­γα­βι­νοῦ καί στήν Στι­χο­λο­γί­α τῶν ἐν­νέ­α Ὠ­δῶν, στήν ὁποία ἔδωσε τό ὄνομα «Κῆ­πος Χα­ρί­των».

Πο­τέ δέν ἔ­μει­νε ἀρ­γός, οὔ­τε ἄ­φη­σε τήν ἄ­σκη­σι καί τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη, μο­νο­λό­γι­στο καί νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Πο­τέ δέν ἄ­φη­σε τήν ἀ­γά­πη του πρός τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τά ἔρ­γα οἰ­κο­δο­μῆς. Τά ἔρ­γα αὐ­τά τά εἶ­χε τε­λει­ώ­σει μέ­χρι τό 1799 (48 ἐ­τῶν).

Τό 1800 βρι­σκό­ταν ἐ­ξό­ρι­στος ὁ Πα­τριά­ρχης Γρη­γό­ριος ὁ Ε΄, κον­τά στόν Νι­κό­δη­μο. Ἐ­πει­δή πολ­λοί χρι­στια­νοί γί­νονταν Μω­α­με­θα­νοί ἀ­πό τήν πί­ε­σι τῶν Τούρ­κων, ἔ­φθα­ναν ἀ­πό αὐ­τούς ἀρ­κε­τοί στό Ἅγιον Ὄρος νά συμ­βου­λευ­θοῦν τόν Πα­τριά­ρχη. Αὐ­τός τούς ἔ­στελ­νε στήν συ­νέ­χεια στό Νι­κό­δη­μο. Ἀ­νά­με­σα σέ αὐ­τούς πού ἐμ­ψυ­χώ­θη­καν εἶ­ναι καί ὁ Νε­ο­μάρ­τυ­ρας Κων­σταν­τῖ­νος ὁ Ὑ­δραῖ­ος.

Ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή εἶ­χαν ἔλ­θει πα­πι­κοί, γιά νά συ­ζη­τή­σουν δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα στό Ἅ­γιον Ὄρος. Ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα τούς ἔ­στει­λε στόν Ἅ­γιό μας. Αὐ­τός ἐμ­φα­νί­σθη­κε, ὅ­πως πάν­τα, ρα­κέν­δυ­τος καί τσα­ρου­χο­φό­ρος! Αὐ­τοί τό πῆ­ραν γιά προ­σβο­λή. Δό­θη­καν ἐ­ξη­γή­σεις καί με­τά ἔ­πα­θαν τέ­τοι­α ἧτ­τα στήν συ­ζή­τη­σι, πού σι­ώ­πη­σαν καί τρά­πη­καν σέ ἄ­τα­κτο φυ­γή.

Ὁ Νι­κό­δη­μος ἔ­χει φθά­σει σέ ἡ­λι­κί­α 57 ἐ­τῶν (1805) καί τό χαλ­κέν­τε­ρο κορ­μί του ἀρ­χί­ζει νά λυ­γί­ζη. Αἰ­σθά­νε­ται τήν ἀ­νάγ­κη κά­ποι­ας πε­ρι­ποιήσεως καί πη­γαί­νει στούς Σκουρ­ταί­ους. Δέν γη­ρο­κο­μεῖ­ται, ἀλ­λά συ­νε­χί­ζει νά ὠ­φε­λῆ. Συν­τάσ­σει τώ­ρα τό ἔργο «Συ­να­ξα­ρι­στής τῶν 12 μη­νῶν» μέ ὑ­πο­μο­νή γιά 2 χρό­νια!

Ἀ­πό λε­πτό­τη­τα ἀ­να­χω­ρεῖ καί πά­λι γιά τήν Κα­ψά­λα, κον­τά σέ εὐ­λα­βῆ μο­να­χό. Τό­τε ξε­σπά­ει καί ἄλ­λο κῦ­μα ἐ­πι­θέ­σε­ων καί κα­τη­γο­ρι­ῶν γιά τήν συ­νε­χῆ Θεί­α Με­τά­λη­ψι! Τό­τε ὅ­μως ἐ­πε­νέ­βη ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα καί προ­στά­τε­ψε τό κῦ­ρος του: «Εἴ τις … ἀ­νοί­γει στό­μα καί λα­λεῖ κα­τά τοῦ ἀ­νω­τέ­ρω δι­δα­σκά­λου κύρ Νι­κο­δή­μου ἀ­δί­κως καί συ­κο­φαν­τι­κῶς, οὗ­τος προ­φα­νῶς ἐ­λεγ­θείς, ὄ­χι μό­νον θέ­λει παι­δευ­θεῖ αὐ­στη­ρῶς ὑ­πό τῆς κοι­νῆς ἡμῶν Συ­νά­ξε­ως, ὁ­ποί­ας τά­ξε­ως καί κα­τα­λό­γου εἶ­ναι, ἀλ­λά καί θέ­λει ἐ­ξο­ρι­σθεῖ τε­λεί­ως ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρόν τοῦ­τον τό­πον, ὡς σκαν­δα­λο­ποι­ός».

Ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά ἀ­πο­λο­γη­θῆ γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στι του ἤ­ρε­μα μέ τό ἔρ­γο του «Ὁ­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως». Συ­νέ­χι­σε μέ δι­ά­θε­σι ψυ­χῆς τό ἔρ­γο του μέ ὀγ­κώ­δη βι­βλί­α, τό «Ἑ­ορ­το­δρό­μιο» καί τό τε­λευ­ταῖ­ο του ἔρ­γο, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὅ­λη του ἡ θε­ο­λο­γι­κή γνῶ­σι καί πνευ­μα­τι­κή ἰκ­μά­δα, τήν «Νέ­α κλί­μαξ», μο­λο­νό­τι τα­λαι­πω­ρεῖ­το ἀ­πό ἀ­ναι­μί­α! Ἡ ἀ­κτη­μο­σύ­νη, ἡ παρ­θε­νί­α καί ὑ­πα­κο­ή, ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἡ ἐ­πι­μο­νή στήν ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρεί­α καί εὐ­χα­ρι­στί­α, ἡ ἀ­νά­δει­ξι τοῦ ἀ­να­στα­σί­μου τῆς Κυ­ρια­κῆς ἦ­ταν οἱ κεν­τρι­κοί πυ­λῶ­νες τῆς ζω­ῆς του. Ἡ ἐ­πι­μο­νή του στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στι, εἰ­δι­κά ἀ­πέ­ναν­τι στίς ἐκ­στρα­τεῖ­ες προ­τε­σταν­τῶν μι­σι­ο­να­ρί­ων καί τῆς με­γά­λης ἐ­πιρ­ρο­ῆς τῶν πα­πι­κῶν κυ­ρί­ως στίς Κυ­κλά­δες, τόν ὡδήγη­σαν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση καί δι­κά τους ἔρ­γα γιά τήν στή­ρι­ξι τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στε­ως στούς ἐ­πιρ­ρε­πεῖς.

Πα­ρά τό ὅ­τι ἐ­πέ­λε­ξε τόν μο­να­χι­σμό ὁ Νι­κό­δη­μος, ὑ­πῆρ­ξε πο­λύ δρα­στή­ριος. Ὡς ἐρ­γό­χει­ρό του εἶ­χε τήν ἀν­τι­γρα­φή κω­δί­κων. Δι­α­τη­ροῦ­σε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μέ πολ­λούς λο­γί­ους τῆς ἐ­πο­χῆς του καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως μέ τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρα Γρη­γό­ριο Ε΄ καί τόν ὅ­σιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Πά­ριο. Ὡς μο­να­χός συ­νέ­τα­ξε με­γά­λο ἀ­ριθ­μό συγ­γραμ­μά­των καί βι­βλί­ων, πού γί­νε­ται ἐμ­φα­νής ἡ ὀρ­θό­δο­ξος θε­ο­λο­γί­α. Στό­χος του ἦ­ταν μί­α δυ­να­μι­κή ἀ­πό­κρου­σι τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καί τῶν κα­κο­δο­ξι­ῶν τῶν ἡ­με­ρῶν του.

Ἄς δοῦ­με καί τήν τε­ρά­στια συγ­γρα­φι­κή δου­λειά τοῦ ἁ­γί­ου μας μέ πο­λυ­ποί­κι­λα ἔρ­γα καί μέ­σα σέ ἀν­τί­ξο­ες συν­θῆ­κες.

α). Ἁ­γι­ο­λο­γι­κά:


1. «Νέ­ον Ἐ­κλό­γιον», 1797 στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας, ἔκ­δο­σι τό 1803.

2. «Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον», 1797 στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας, ἔκ­δο­σι 1799.

3. «Συ­να­ξα­ρι­στής τῶν Δώ­δε­κα μη­νῶν τοῦ Ἐ­νια­υτοῦ», 1805-1807, στήν Ἱ. Μ. Παν­το­κρά­το­ρα.

β). Ἀ­πο­λο­γη­τι­κά:


1. «Ἀ­πο­λο­γί­α πε­ρί τῆς Κυ­ρί­ας ἡμῶν Θε­ο­τό­κου», 1799, στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας.

2. «Ὁ­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», 1805 στήν Ἱ. Σκή­τη Παν­το­κρά­το­ρα.

γ). Ἀ­σκη­τι­κά:


1. «Φι­λο­κα­λί­α τῶν ἱ­ε­ρῶν νη­πτι­κῶν», 1777 στίς Κα­ρυ­ές, ἔκ­δο­σι τό 1782.

2. «Εὐ­ερ­γε­τι­νός», 1777 στίς Κα­ρυ­ές, ἔκ­δο­σι τό 1794. 

3. «Βί­βλος Βαρ­σα­νο­υ­φί­ου καί Ἰ­ω­άν­νου», 1797 στήν κα­λύ­βα Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας, ἔκ­δο­σι τό ­1­8­05.

δ). Ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κά – Ἠ­θι­κά:


1. «Πε­ρί συ­νε­χοῦς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως τῶν ἀ­χράν­των τοῦ Χρι­στοῦ Μυ­στη­ρί­ων», 1778 στό κελ­λί Ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος, ἔκ­δο­σι τό 1794.

2. «Βι­βλί­ον κα­λού­με­νον Ἀ­ό­ρα­τος πό­λε­μος», 1785, στήν Ἱ. Σκή­τη Παν­το­κρά­το­ρος, ἔκ­δο­σι τό 1796.

3. «Πνευ­μα­τι­κά γυ­μνά­σμα­τα», 1785, στό ἴ­διο μέ­ρος.

4. «Ἐ­πι­το­μή ἐκ τῶν Προ­φη­τα­να­κτο­δαυ­ϊτι­κῶν ψαλ­μῶν», 1797, στήν κα­λύ­βα Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος (Κα­ψά­λα).

5. «Χρη­στο­ή­θεια», 1798, στό ἴ­διο μέ­ρος.

ε). Ἑρ­μη­νευ­τι­κά:


1. «Αἱ δε­κα­τέσ­σα­ρες Ἐ­πι­στο­λαί τοῦ Ἀ­πο­στ. Παύ­λου», 1797 στήν κα­λύ­βη Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος, ἔκ­δο­σι τό 1804.

2. «Ψαλ­τή­ριον Εὐ­θυ­μί­ου Ζυ­γα­βη­νοῦ», 1797, στό ἴ­διο μέ­ρος.

3. «Κῆ­πος χα­ρί­των», 1798 στό ἴ­διο μέ­ρος.

4. «Ἑ­πτά κα­θο­λι­καί ἐ­πι­στο­λαί», 1799, στό ἴ­διο μέ­ρος.

5. «Νέ­α Κλῖ­μαξ», 1806, στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας.

6. «Ἑ­ορ­το­δρό­μιον», 1806, στό ἴ­διο μέ­ρος.

στ). Θε­ο­λο­γι­κά:


1. «Ἀλ­φα­βη­ταλ­φά­βη­τος», 1778-1779, στήν Ἱ. Σκή­τη τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος.

2. «Συ­με­ών τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου Ἅ­παν­τα, 1784, στήν Ἱ. Σκή­τη τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος καί συμ­πλή­ρω­σι τό 1794 στήν κα­λύ­βα Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος.

3. «Ἅ­παν­τα Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ», 1787 στήν Κα­ψά­λα.

ζ). Ποι­μαν­τι­κά – κα­νο­νι­κά:


1. «Συμ­βου­λευ­τι­κόν ἐγ­χει­ρί­διον ἤ πε­ρί φυ­λα­κῆς τῶν πέν­τε αἰ­σθή­σε­ων», 1781-1782, στόν τό­πο ἐ­ξο­ρί­ας του, δηλ. στήν ἐ­ρη­μό­νη­σο Σκυ­ρο­πού­λα Βο­ρεί­ων Σπο­ρά­δων, ἔκ­δο­σι τό 1801.

2. «Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριον», 1784, στήν Ἱ. Σκή­τη τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος καί συμ­πλή­ρω­σι τό 1794 στήν κα­λύ­βα Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος.

3. «Πη­δά­λιον», 1793, στήν κα­λύ­βα τοῦ γε­ρο-Λου­κᾶ Ἱ. Μ. Παν­το­κρά­το­ρος, ἔκ­δο­σι τό 1800.

η). Ποι­η­τι­κά:

1. Ἐ­πι­γράμ­μα­τα – Ποι­ή­μα­τα.

2. Λει­τουρ­γι­κοί Ὕ­μνοι καί Ἐγ­κώ­μια.

3. «Νέ­ον Θε­ο­το­κά­ριον» κ. λπ., 1795, στήν Ἱ. Σκή­τη Παν­το­κρά­το­ρος.

Τό 1809, στίς 23 Ἀ­πρι­λί­ου, ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, ἦλ­θε πο­λύ βε­βα­ρη­μέ­νος στούς Σκουρ­ταί­ους. Ἐ­πα­νῆλ­θε στήν Κα­ψά­λα κον­τά στόν Εὐ­θύ­μιο. Ἀ­πο­φά­σι­σαν καί οἱ δύ­ο νά πᾶ­νε στό κοι­νό­βιο, πού εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Σκιά­θο ὁ κο­λλυ­βᾶς Νή­φων ἀ­πό τήν Χίο, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρί­θαλ­ψι. Ὅ­μως οἱ Σκουρ­ταῖοι δέν τό ἐ­πέ­τρε­ψαν καί ἔ­μει­νε σέ αὐ­τούς. Σέ λί­γο ἀ­σθέ­νη­σε βα­ρειά καί ἄρ­χι­σε νά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τό με­γά­λο τα­ξί­δι.

Στίς 5 Ἰ­ου­λί­ου εἶ­χε πια­σθῆ τό δε­ξί του χέ­ρι στήν Ἱ. Μ. Κου­τλου­μου­σί­ου καί στήν ἐ­πι­θα­νά­τιο κλί­νη ἔ­δι­νε τίς τε­λευ­ταῖ­ες του εὐ­λο­γί­ες καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρησι τῶν ἀ­δελ­φῶν.

Κα­τά τήν Ἀ­να­το­λή τοῦ ἡ­λίου στίς 14 Ἰ­ου­λί­ου 1809 πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του, σέ ἡ­λι­κί­α μό­νο 60 ἐ­τῶν. Τά­φη­κε ἔ­ξω ἀ­πό τό κελ­λί τῶν Σκουρ­ταί­ων. Κοι­μή­θη­κε λοι­πόν ὁ ἕ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο με­γά­λους γί­γαν­τες, πού ὡ­σάν Ἄ­τλαν­τες κρά­τη­σαν τό Γέ­νος στούς ὤ­μους τους. Ὁ ἄλ­λος στῦ­λος ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός.

Τήν εἴ­δη­σι τῆς κοι­μή­σε­ώς του μέ θλῖ­ψι ἔ­μα­θε ὁ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός, θε­ο­λο­γι­κός, μο­να­στι­κός καί ὄ­χι μό­νο, κό­σμος τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ση­μει­ώ­νει ὁ χρο­νο­γρά­φος σχε­τι­κά μέ τήν κοί­μη­σι τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου: «Ἀ­να­τέλ­λον­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ἡ­λί­ου εἰς τήν γῆν, ἐ­βα­σί­λευ­σεν ὁ νο­η­τός ἥ­λιος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­λει­ψεν ὁ πύ­ρι­νος στῦ­λος, ὁ ὁ­δη­γῶν τόν νέ­ον Ἰσ­ρα­ήλ εἰς εὐ­σέ­βειαν. Ἐ­κρύ­βη ἡ νε­φέ­λη ἡ δρο­σί­ζου­σα τούς τη­κο­μέ­νους τῷ καύ­σω­νι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν».

Εἶ­ναι ἀ­κό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή καί ἡ σκέ­ψι, τήν ὁ­ποί­α ἐ­ξέ­φρα­σε τό­τε ἕ­νας Χρι­στια­νός: «Πα­τέ­ρες μου, κα­λύ­τε­ρον ἦ­το νά ἀ­πέ­θνῃ­σκαν σή­με­ρα χί­λιοι χρι­στια­νοί καί ὄ­χι ὁ Νι­κό­δη­μος».

Με­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν ἱ­ε­ρῶν του λει­ψά­νων, κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του, ἐ­γράφ­η ἐ­πά­νω στήν κά­ρα του ἡ φρά­σι· «Προσ­δο­κῶ ἀ­νά­στα­σιν νε­κρῶν».

Μέ ἀρ. Πρωτ. 1717/31-5-1955, ὁ Πα­τριά­ρχης Ἀ­θη­να­γό­ρας μα­ζί μέ τήν Σύ­νο­δο «… ἐξ ὀ­νό­μα­τος καί πάν­των τῶν ἐν Ἁ­γι­ω­νύ­μῳ Ὄ­ρει ἐ­να­σκου­μέ­νων Ὁσι­ω­τά­των Μο­να­χῶν», μέ αἴτησι τήν ὁποίαν «ὑ­πέ­βα­λεν ὁ τοῦ ἐν Κα­ρυ­αῖς Κελ­λί­ου Λαυ­ρι­ώ­της Γέ­ρων Ἀ­να­νί­ας, αἰ­τού­με­νος ὅ­πως, ἡ ἐ­πέ­τει­ος τοῦ θα­νά­του αὐ­τοῦ κα­θι­ε­ρω­θῇ ἐν τι­μῇ Ἁ­γί­ου, ἔ­γνω­μεν, συ­νο­δά τοῖς πρό ἡμῶν θεί­οις Πα­τρά­σι … καί θε­σπί­ζο­μεν Συ­νο­δι­κῶς καί δι­ο­ρι­ζό­με­θα καί ἐν Ἁ­γί­ῳ δι­α­κε­λευ­ό­με­θα Πνεύ­μα­τι, ὅ­πως ἀ­πό τοῦ νῦν καί εἰς τόν ἑ­ξῆς αἰ­ῶ­να τόν ἅ­παν­τα Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της συ­να­ριθ­μεῖ­ται τοῖς ὁ­σί­οις καί Ἁ­γί­οις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀν­δρᾶ­σιν, ἐ­τη­σί­οις ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­αις καί ἁ­γι­α­στί­αις τιμώ­με­νος καί ὕ­μνοις ἐγ­κω­μί­ων γε­ραι­ρό­με­νος τῇ ιδ΄ Ἰ­ου­λί­ου ἐν ᾗ μα­κα­ρί­ως πρός τόν Κύ­ριον ἐ­ξε­δή­μη­σεν…».

Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ἑ­ορ­τά­ζει κα­τά τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη Πα­νή­γυ­ρι τῆς 14ης Ἰ­ου­λί­ου.

Ἐ­πί­σης ἑ­ορ­τά­ζει τήν πρώ­τη Κυ­ρια­κή τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου, κα­τά τήν Σύ­να­ξι τῶν Πέν­τε Ἁ­γί­ων τῆς Πα­ρο­να­ξί­ας, πού κα­θι­ε­ρώ­θη­κε πρό­σφα­τα καί ἡ ὁ­ποί­α τε­λεῖ­ται στό νε­όδ­μη­το Ἱ. Να­ό τῶν Να­ξί­ων Ἁ­γί­ων Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του καί Νι­κο­λά­ου τοῦ Πλα­νᾶ στήν πό­λι τῆς Νά­ξου. Ἐ­πί­σης ἑ­ορ­τά­ζει τήν Τρί­τη Κυ­ρια­κή τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου στήν Πά­ρο, ὅ­που ἐ­πί­σης τε­λεῖ­ται ἡ Σύ­να­ξι τῶν Ἁ­γί­ων.

Οἱ Ἀ­σμα­τι­κές Ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου, οἱ ὁ­ποῖ­ες βρί­σκον­ται σέ λει­τουρ­γι­κή χρῆ­σι, συν­τά­χθη­καν ἀ­πό τόν ἀ­εί­μνη­στο Ὑ­μνο­γρά­φο, Μο­να­χό Γε­ρά­σι­μο Μι­κρα­γι­αν­να­νί­τη, ἀ­πό τόν πρώ­ην Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­τη Πα­τρῶν κ. Νι­κό­δη­μο, κα­θώς καί ἀ­πό τόν Ἀρ­χιμ. Νι­κό­δη­μο Παυ­λό­που­λο, Ἡ­γού­με­νο τῆς Ἱ. Μο­νῆς Λει­μῶ­νος Λέ­σβου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου