O Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) ὑπῆρξε ἀπό τίς σημαντικώτερες ἀσκητικές μορφές τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης.
Θεωρεῖται ὡς μία ἀπό τίς ἡγετικές μορφές τῆς κινήσεως τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, μαζί μέ τούς Μακάριο Νοταρᾶ καί Ἀθανάσιο Πάριο. Ἡ συνεισφορά του ὑπῆρξε πολύπλευρη καί ἀφοροῦσε ποιμαντικό καί συγγραφικό ἔργο, ἐνῷ εἶναι καί ὁ συγγραφέας τοῦ Πηδαλίου, τῆς Φιλοκαλίας καί τοῦ Εὐεργετινοῦ.
Γεννήθηκε στήν Νάξο τό 1749. Ὁ πατέρας του λεγόταν Ἀντώνιος καί ἡ μητέρα του Ἀναστασία. Ἀπό μικρός γαλουχήθηκε μέ χριστιανική ἀνατροφή ἀπό τούς γονεῖς του, ἔχοντας ὡς φίλο καί συμπαραστάτη τόν ἐξάδελφό του, μετέπειτα Ἐπίσκοπο Εὐρίπου. Ἀκολούθησε σπουδές καί ἀποφοίτησε ἀρχικά ἀπό τήν σχολή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν Νάξο, σέ ἡλικία 12 ἐτῶν, ὁπού εἶχε διδάσκαλο τόν ἀδελφό τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεχώρησε γιά ἀνώτερες σπουδές στήν Σμύρνη. Ἐκεῖ σπούδασε στήν Εὐαγγελική σχολή τῆς Σμύρνης γιά πέντε ἔτη. Διέπρεψε μάλιστα τόσο στήν σχολή αὐτή, ὥστε ὁ Ἰερόθεος Σμύρνης τόν ἤθελε γιά μελλοντικό διευθυντή τῆς σχολῆς του. Ἡ μόρφωσι, πού ἔλαβε στήν Σμύρνη, ἐκτός ἀπό τήν θεολογική ἐπιστήμη περιελάμβανε καί ἄλλες γνώσεις
Σπούδασε καί κατέκτησε τά πάντα· Ἰατρική, Φυσική, Ἀστρονομία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, μέ τά τότε δεδομένα βέβαια, πρό πάντων ὅμως τήν Θεολογία, γιά τήν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἕλξι. Φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἀστρονομικές, ἀκόμα καί στρατιωτικοῦ περιεχομένου πραγματεῖες, ποιητές καί ἱστορικούς, παλαιότερους καί νεώτερους, Ἕλληνες καί Λατίνους. Τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἦταν κάθε στιγμή προσιτά ἀπό μνήμης μέ μεγάλη εὐχέρεια. Στά ἰδιαίτερα χαρίσματά του ἦταν ὁ ἐξαιρετικός χειρισμός τῆς γλώσσας, ἡ γνῶσι γαλλικῶν, ἰταλικῶν καί λατινικῶν καθώς καί ἡ ἰσχυρή μνήμη.
Τό 1770, ἀφοῦ ἀποφοίτησε ἀπό τήν Σχολή, ἐπέστρεψε στήν Νάξο καί γιά μία πενταετία περίπου ἐργάσθηκε ὡς Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως Παροναξίας ὑπό τήν ἐποπτεία καί τήν καθοδήγησι τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου τοῦ Γ΄ (1742-1779). Ὁ Νικόδημος ἦταν λάτρης τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία του γιγάντωσε μέ τήν γνωριμία μέ μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί μέ ἄλλες προσωπικότητες, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, ἐπίσκοπος Κορίνθου.
Ὁ Νικόλαος, πλέοντας σέ πελάγη εὐτυχίας, φθάνει τό 1775 στό Ἅγιο Ὄρος, στήν Ἱ. Μ. Διονυσίου. Οἱ συστατικές ἐπιστολές τοῦ Γερο - Σίλβεστρου πολύ τόν βοήθησαν. Γνώρισε τούς κολλυβάδες ἀδελφούς Σκουρταίους καί τόν ἀσκούμενο στήν καλύβα τῆς Καψάλας μοναχό Εὐθύμιο, ἀργότερα παραδελφό του καί βιογράφο του.
Μετά ἀπό λίγους μῆνες στήν Ἱ. Μ. Διονυσίου οἱ ἀρετές του ἀνάγκασαν τόν ἡγούμενο νά τόν κάνη μικρόσχημο μοναχό, μέ τό ὄνομα Νικόδημος. Μετά ἀπό δύο χρόνια (1777) ἔφθασε ὁ πρώην Κορίνθου ἅγιος Μακάριος στό Ὄρος καί ἔμεινε στό κελλί «Ἅγιος Ἀντώνιος». Ἀπό ἐκεῖ μήνυσε στό Νικόδημο γιά συνάντησι.
Μέ εὐλογία ἔφθασε ἐκεῖ καί ὁ ἅγιος τοῦ ἐμπιστεύθηκε νά συντάξη προοίμιο στήν «Φιλοκαλία» καί τόν «Εὐεργετινό» καί νά διορθώση τυχόν ὀρθογραφικά σφάλματα. Παρέλαβε ἀκόμη καί τό πόνημα περί «Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως» γιά νά τό πλατύνη μέ ὑποσημειώσεις. Τό βιβλίο μάλιστα «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», πού ἀποτελεῖ ἀνθολογία πατερικῶν κειμένων, εἶναι ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ πρώην Κορίνθου ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος τό παρέδωσε στόν ἅγιο Νικόδημο τό 1777 «πρός πληρεστέραν ἐπεξεργασίαν, συμπλήρωσιν καί ἔκδοσιν», καί ἐξεδόθη τό 1782 στήν Βενετία. Ὅλα αὐτά ἔγιναν σέ αὐτό τό κελλί καί μέ τίς συχνές ἐπισκέψεις τοῦ Εὐθύμιου.
Ὅταν τελείωσε αὐτά τά σημαντικά ἔργα γιά τό δοῦλο Ὀρθόδοξο Γένος, ἦλθε στό κελλί τοῦ Εὐθύμιου στήν Καψάλα (1778). Ἐκεῖ ἀποκάθαρε τά ἀβλεπήματα στήν «Ἀλφαβηταλφάβητο» ἤ «Παράδεισος» τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητῆ. Τό ἑπόμενο ἔτος (1779), ἐπανῆλθε πάλι στήν Μονή τῆς Μετανοίας του. Ἐκεῖ ἔμαθε γιά τήν φήμη τοῦ κοινοβιάρχου ὁσίου Παϊσίου Βελιτσόφσκι, ὅπου εἶχε στήν Μολδαβία χίλιους μοναχούς, πού τούς δίδασκε τήν νοερά προσευχή. Πῆρε εὐλογία νά τόν ἐπισκεφθῆ, ἀναχώρησε, ἀλλά τό πλοῖο προσάραξε στήν Θάσο καί ἔτσι ὁ θεῖος Νικόδημος ἐπέστρεψε στό Ὄρος, γιά νά φωτίση τό Γένος πού στέναζε.
Ἐπιστρέφοντας ἀσκήτεψε δύο χρόνια στήν ἔρημο τῆς Καψάλας (1779-1781) στήν καλύβα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἔγινε ὑποτακτικός τοῦ Πελοποννήσιου μοναχοῦ Ἀρσένιου τοῦ Κολλυβᾶ, τόν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει στήν Νάξο. Ἡ ἄσκησι καί ἡ ταπείνωσί του αὐτό τό διάστημα ἦταν ἀπερίγραπτες.
Πολλές φορές θελγόταν ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ἀναχωρήσεως καί ἔλεγε: «Πᾶμε πατέρες μου σέ κανένα ἐρημονήσι, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τόν κόσμο». Ἔτσι τό 1781 (32 ἐτῶν), φθάνει μέ τόν γέροντά του στό ἄνυδρο ἐρημονήσι τῆς Σκυροπούλας, βόρεια τῆς Εὔβοιας. Σύντομα ὁ γέροντάς του Ἀρσένιος ἐπέστρεψε στόν Ἄθωνα, ὁ ὅσιος ὅμως ἔσπερνε χειρονακτικά λίγο σιτάρι καί μέ λίγο νερό εἶχε τροφή γιά ὅλο τό χρόνο. Ροῦχα τοῦ ἔστειλε ὁ ἐξάδελφός του, ἐπίσκοπος Εὐρίπου Ἰερόθεος, ἀπό τήν Κύμη. Στίς τρομερές δυσκολίες τῆς ἀσκήσεως ἦλθε νά προστεθῆ ἡ ὑπερβολική πίεσι τοῦ Ἰερόθεου νά συγγράψη «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον» γιά Ἀρχιερεῖς. Στό τέλος ταπεινά τό ἀποδέχθηκε, τό ὁποῖο ἔγραψε μέ σημειώσεις καί παραπομπές, ὅλες ἀπό μνήμης! Οἱ δαίμονες σέ ἀντιπερισπασμό δέν τόν ἄφηναν σέ χλωρό κλαρί…
Αὐτό τόν καιρό μετά ἀπό δύο χρόνια φοβερῆς ἀσκήσεως ἐπέστρεψε στό κελλί τοῦ παραδέλφου του Ἱερομόναχου Εὐθύμιου στόν Ἄθωνα. Ἐπιθυμοῦσε περισσότερες μοναχικές ὑποχρεώσεις, γι’ αὐτό ζήτησε καί πῆρε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν γέροντα τοῦ Εὐθύμιου, Δαμασκηνό Σταυρουδᾶ τόν Κολλυβᾶ. Ἦταν τό 1783 (34 ἐτῶν).
Μέ τήν ἄδεια τοῦ γέροντά του ἀγόρασε ἄλλο κελλί στό ὕψωμα τοῦ Κυριακοῦ Ναοῦ. Σύντομα σέ διπλανά κελλιά ἔφθασαν ἀρκετοί μοναχοί, γιά νά παίρνουν καί αὐτοί ἀπό τά χαρίσματά του.
Τό 1784 δέχθηκε πάλι ἐπίσκεψι τοῦ φίλου του Ἁγίου Μακαρίου, γιά νά παραφράση τά «ἅπαντα τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου». Ὁ δεινός ἑρμηνευτής τελείωσε τό ἔργο τό 1790, τό ὁποῖο καλλιγράφησε καί ἐξέδωσε μέ προτροπή του ὁ φίλος του Κολλυβᾶς Ἱερομόναχος Διονύσιος Ζαγοραῖος τό 1790.
Τήν ἐποχή αὐτή ἔγραψε τό «Ἐξομολογητάριον» γιά βοήθεια τόσο τῶν ἐξομολόγων, ὅσο καί τῶν μοναχῶν. Ἀργότερα ἔγραψε τό «Θεοτοκάριον», ὅπου συμπεριέλαβε ὀνομαστῶν ὑμνογράφων κανόνες πρός τήν Κυρία Θεοτόκο σέ ὅλους τούς ἤχους. Τό βιβλίο αὐτό κάνει χρῆσι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἔγραψε ἐδῶ καί τά ἐποικοδομητικά του συγγράμματα «Ἀόρατος πόλεμος» καί «Πνευματικά Γυμνάσματα».
Μέχρι τήν ἐποχή ἐκείνη ζοῦσε ἀσκητικά καί εἰρηνικά. Ἤδη ἡ «Φιλοκαλία», ὁ «Εὐεργετινός» καί τό «Περί συνεχοῦς θείας μεταλήψεως» κυκλοφοροῦσαν καί πολλοί τοῦ ὡμολογοῦσαν χάριτες γιά τήν ὠφέλεια, πού ἀπολάμβαναν. Ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά μή περάση καί τό καμίνι τῶν μεγάλων πειρασμῶν.
Τό βιβλίο γιά τήν «Συνεχῆ Θεία Μετάληψι» βρῆκε ὅμως καί ἐχθρούς, γιατί ἐπί χρόνια θεωροῦσαν πολλοί ὡς ὀρθόδοξη Παράδοσι τό ἀντίθετο! Ἕνας τέτοιος μοναχός τό ἔστειλε στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Προκόπιο μαζί μέ ὅσες μποροῦσε κατηγορίες. Παρωξύνθηκε ὁ πατριάρχης καί μέ Σύνοδο, τό 1786, καταδίκασε τό βιβλίο καί τόν νομιζόμενο συγγραφέα του Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ καί ὅποιον Χριστιανό τό …διάβαζε! Οἱ φωτισμένοι Ἁγιορεῖτες ἀγωνίσθηκαν ἐνάντια στήν λάθος Συνοδική ἀπόφασι καί πέτυχαν μέ τόν ἑπόμενο Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄ τήν ἄρσι τῆς ἄδικης καταδίκης. Ἔτσι οἱ ἀντιφρονοῦντες πού ἀκολουθοῦσαν «ὅ,τι ηὗραν» φιμώθηκαν.
Ὁ μισόκαλος ὅμως βρῆκε ἄλλον δρόμο, γιά νά κτυπήση τούς κολλυβάδες. Κατηγόρησαν τόν Νικόδημο, ὅτι πιστεύει, ὅτι στόν Ἅγιο Ἄρτο δέν εὑρίσκεται ὅλος ὁ Χριστός, ἀλλά τμῆμα Του, γι’ αὐτό ἐξ ἄλλου εἶναι ὑπέρ τῆς συνεχοῦς θείας μεταλήψεως! Γιά νά καταλάβουμε τόν σάλο, πού δημιουργήθηκε, ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀνακήρυξε τόν Ἅγιο «Ὀρθοδοξώτατον καί τῶν δογμάτων τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τρόφιμον…», μετά ἀπό 22 χρόνια! Μαζί μέ αὐτό τό θέμα ἀναμοχλεύτηκε καί τό θέμα τῶν μνημοσύνων τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή τήν Κυριακή, μέ «παγίδα», πού ἔστησαν στόν ἅγιο Μακάριο!
Ἔτσι ἄρχισαν νέες ταραχές καί διωγμοί. Παρ’ ὅλα αὐτά ἤρεμος καί μέ ἀγάπη πρός τούς συκοφάντες του, συνέχιζε τό πολλαπλό ἔργο του. Στήν ἐρημική Καψάλα, στό κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ἔγραψε τήν «Χρηστοήθεια» καί ἔκανε διορθώσεις στά «Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου», κυρίως ὅμως ἔκανε συλλογή στά «ἅπαντα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», ἀλλά κάηκαν στό Τυπογραφεῖο τῆς Βιέννης μαζί μέ ἐπαναστατικά κείμενα τοῦ Ρήγα Φερραίου. Στενοχωρήθηκε πολύ γι’ αὐτό καί μετακόμισε τό 1789 κοντά στό γέρο-Λουκᾶ, δίπλα στήν Ἱ. Μ. Παντοκράτορα.
Ἐκεῖ ἔκανε τήν συλλογή καί σχολιασμό ὅλων τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού ὠνομάσθηκε «Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός». Ὁ λόγιος Ἀρχιμ. ἀπό τά Ἰωάννινα Θεοδώρητος, πού μαζί μέ τόν Ἱεροκήρυκα Δωρόθεο τοῦ Πατριάρχη Νεόφυτου Ζ΄ (πού ἔδωσε τήν ἔγκρισι, μετά τό ταξίδι τοῦ Ἱερομονάχου Ἀγάπιου) πῆγαν στήν Λειψία γιά τήν ἐκτύπωσι, ἔκανε ἀλλαγές στά σχόλια τόσο γιά τά μνημόσυνα, ὅσο καί γιά τή Συνεχῆ Θεία Μετάληψι. Καί πάλι ὁ μέγας κανονολόγος ἔφαγε «μαχαιριά», τώρα ἀπό τόν «ψευδάδελφο» Θεοδώρητο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐπέστρεψε στήν Καψάλα, κοντά στήν θάλασσα σέ νέα καλύβα, τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ἦταν τότε 45 ἐτῶν, πλήρης ἀπό δημιουργική δύναμι. Βρέθηκε ἐκεῖ ἀπό μοναχούς τόσο ἀπορροφημένος, πού ξέχνοῦσε καί τήν μπουκιά στό στόμα του ἐπί ὧρες. Ἔγραψε στό κελλί αὐτό διορθωμένο τό «Εὐχολόγιον», νέο «Ἐξομολογητάριον», «Ἑρμηνεία» στίς 14 Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στίς 7 Καθολικές, στό Ψαλτήρι τοῦ Εὐθύμιου Ζυγαβινοῦ καί στήν Στιχολογία τῶν ἐννέα Ὠδῶν, στήν ὁποία ἔδωσε τό ὄνομα «Κῆπος Χαρίτων».
Ποτέ δέν ἔμεινε ἀργός, οὔτε ἄφησε τήν ἄσκησι καί τήν ἀδιάλειπτη, μονολόγιστο καί νοερά προσευχή. Ποτέ δέν ἄφησε τήν ἀγάπη του πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἔργα οἰκοδομῆς. Τά ἔργα αὐτά τά εἶχε τελειώσει μέχρι τό 1799 (48 ἐτῶν).
Τό 1800 βρισκόταν ἐξόριστος ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄, κοντά στόν Νικόδημο. Ἐπειδή πολλοί χριστιανοί γίνονταν Μωαμεθανοί ἀπό τήν πίεσι τῶν Τούρκων, ἔφθαναν ἀπό αὐτούς ἀρκετοί στό Ἅγιον Ὄρος νά συμβουλευθοῦν τόν Πατριάρχη. Αὐτός τούς ἔστελνε στήν συνέχεια στό Νικόδημο. Ἀνάμεσα σέ αὐτούς πού ἐμψυχώθηκαν εἶναι καί ὁ Νεομάρτυρας Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος.
Ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχαν ἔλθει παπικοί, γιά νά συζητήσουν δογματικά ζητήματα στό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Ἱερά Κοινότητα τούς ἔστειλε στόν Ἅγιό μας. Αὐτός ἐμφανίσθηκε, ὅπως πάντα, ρακένδυτος καί τσαρουχοφόρος! Αὐτοί τό πῆραν γιά προσβολή. Δόθηκαν ἐξηγήσεις καί μετά ἔπαθαν τέτοια ἧττα στήν συζήτησι, πού σιώπησαν καί τράπηκαν σέ ἄτακτο φυγή.
Ὁ Νικόδημος ἔχει φθάσει σέ ἡλικία 57 ἐτῶν (1805) καί τό χαλκέντερο κορμί του ἀρχίζει νά λυγίζη. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη κάποιας περιποιήσεως καί πηγαίνει στούς Σκουρταίους. Δέν γηροκομεῖται, ἀλλά συνεχίζει νά ὠφελῆ. Συντάσσει τώρα τό ἔργο «Συναξαριστής τῶν 12 μηνῶν» μέ ὑπομονή γιά 2 χρόνια!
Ἀπό λεπτότητα ἀναχωρεῖ καί πάλι γιά τήν Καψάλα, κοντά σέ εὐλαβῆ μοναχό. Τότε ξεσπάει καί ἄλλο κῦμα ἐπιθέσεων καί κατηγοριῶν γιά τήν συνεχῆ Θεία Μετάληψι! Τότε ὅμως ἐπενέβη ἡ Ἱερά Κοινότητα καί προστάτεψε τό κῦρος του: «Εἴ τις … ἀνοίγει στόμα καί λαλεῖ κατά τοῦ ἀνωτέρω διδασκάλου κύρ Νικοδήμου ἀδίκως καί συκοφαντικῶς, οὗτος προφανῶς ἐλεγθείς, ὄχι μόνον θέλει παιδευθεῖ αὐστηρῶς ὑπό τῆς κοινῆς ἡμῶν Συνάξεως, ὁποίας τάξεως καί καταλόγου εἶναι, ἀλλά καί θέλει ἐξορισθεῖ τελείως ἀπό τόν ἱερόν τοῦτον τόπον, ὡς σκανδαλοποιός».
Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ἀναγκάσθηκε νά ἀπολογηθῆ γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστι του ἤρεμα μέ τό ἔργο του «Ὁμολογία Πίστεως». Συνέχισε μέ διάθεσι ψυχῆς τό ἔργο του μέ ὀγκώδη βιβλία, τό «Ἑορτοδρόμιο» καί τό τελευταῖο του ἔργο, στό ὁποῖο ἀναδεικνύεται ὅλη του ἡ θεολογική γνῶσι καί πνευματική ἰκμάδα, τήν «Νέα κλίμαξ», μολονότι ταλαιπωρεῖτο ἀπό ἀναιμία! Ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ παρθενία καί ὑπακοή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐπιμονή στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί εὐχαριστία, ἡ ἀνάδειξι τοῦ ἀναστασίμου τῆς Κυριακῆς ἦταν οἱ κεντρικοί πυλῶνες τῆς ζωῆς του. Ἡ ἐπιμονή του στήν ὀρθόδοξη πίστι, εἰδικά ἀπέναντι στίς ἐκστρατεῖες προτεσταντῶν μισιοναρίων καί τῆς μεγάλης ἐπιρροῆς τῶν παπικῶν κυρίως στίς Κυκλάδες, τόν ὡδήγησαν νά χρησιμοποιήση καί δικά τους ἔργα γιά τήν στήριξι τῆς ὀρθόδοξης πίστεως στούς ἐπιρρεπεῖς.
Παρά τό ὅτι ἐπέλεξε τόν μοναχισμό ὁ Νικόδημος, ὑπῆρξε πολύ δραστήριος. Ὡς ἐργόχειρό του εἶχε τήν ἀντιγραφή κωδίκων. Διατηροῦσε ἀλληλογραφία μέ πολλούς λογίους τῆς ἐποχῆς του καί ἰδιαιτέρως μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί ἐθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε΄ καί τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο. Ὡς μοναχός συνέταξε μεγάλο ἀριθμό συγγραμμάτων καί βιβλίων, πού γίνεται ἐμφανής ἡ ὀρθόδοξος θεολογία. Στόχος του ἦταν μία δυναμική ἀπόκρουσι τῶν αἱρέσεων καί τῶν κακοδοξιῶν τῶν ἡμερῶν του.
Ἄς δοῦμε καί τήν τεράστια συγγραφική δουλειά τοῦ ἁγίου μας μέ πολυποίκιλα ἔργα καί μέσα σέ ἀντίξοες συνθῆκες.
α). Ἁγιολογικά:
1. «Νέον Ἐκλόγιον», 1797 στήν ἔρημο τῆς Καψάλας, ἔκδοσι τό 1803.
2. «Νέον Μαρτυρολόγιον», 1797 στήν ἔρημο τῆς Καψάλας, ἔκδοσι 1799.
3. «Συναξαριστής τῶν Δώδεκα μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ», 1805-1807, στήν Ἱ. Μ. Παντοκράτορα.
β). Ἀπολογητικά:
1. «Ἀπολογία περί τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου», 1799, στήν ἔρημο τῆς Καψάλας.
2. «Ὁμολογία Πίστεως», 1805 στήν Ἱ. Σκήτη Παντοκράτορα.
γ). Ἀσκητικά:
1. «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», 1777 στίς Καρυές, ἔκδοσι τό 1782.
2. «Εὐεργετινός», 1777 στίς Καρυές, ἔκδοσι τό 1794.
3. «Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου», 1797 στήν καλύβα Ἅγιος Βασίλειος στήν ἔρημο τῆς Καψάλας, ἔκδοσι τό 1805.
δ). Ἐποικοδομητικά – Ἠθικά:
1. «Περί συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων», 1778 στό κελλί Ἅγιος Ἀντώνιος, ἔκδοσι τό 1794.
2. «Βιβλίον καλούμενον Ἀόρατος πόλεμος», 1785, στήν Ἱ. Σκήτη Παντοκράτορος, ἔκδοσι τό 1796.
3. «Πνευματικά γυμνάσματα», 1785, στό ἴδιο μέρος.
4. «Ἐπιτομή ἐκ τῶν Προφητανακτοδαυϊτικῶν ψαλμῶν», 1797, στήν καλύβα Ἅγιος Βασίλειος (Καψάλα).
5. «Χρηστοήθεια», 1798, στό ἴδιο μέρος.
ε). Ἑρμηνευτικά:
1. «Αἱ δεκατέσσαρες Ἐπιστολαί τοῦ Ἀποστ. Παύλου», 1797 στήν καλύβη Ἅγιος Βασίλειος, ἔκδοσι τό 1804.
2. «Ψαλτήριον Εὐθυμίου Ζυγαβηνοῦ», 1797, στό ἴδιο μέρος.
3. «Κῆπος χαρίτων», 1798 στό ἴδιο μέρος.
4. «Ἑπτά καθολικαί ἐπιστολαί», 1799, στό ἴδιο μέρος.
5. «Νέα Κλῖμαξ», 1806, στήν ἔρημο τῆς Καψάλας.
6. «Ἑορτοδρόμιον», 1806, στό ἴδιο μέρος.
στ). Θεολογικά:
1. «Ἀλφαβηταλφάβητος», 1778-1779, στήν Ἱ. Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος.
2. «Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Ἅπαντα, 1784, στήν Ἱ. Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος καί συμπλήρωσι τό 1794 στήν καλύβα Ἅγιος Βασίλειος.
3. «Ἅπαντα Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», 1787 στήν Καψάλα.
ζ). Ποιμαντικά – κανονικά:
1. «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον ἤ περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων», 1781-1782, στόν τόπο ἐξορίας του, δηλ. στήν ἐρημόνησο Σκυροπούλα Βορείων Σποράδων, ἔκδοσι τό 1801.
2. «Ἐξομολογητάριον», 1784, στήν Ἱ. Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος καί συμπλήρωσι τό 1794 στήν καλύβα Ἅγιος Βασίλειος.
3. «Πηδάλιον», 1793, στήν καλύβα τοῦ γερο-Λουκᾶ Ἱ. Μ. Παντοκράτορος, ἔκδοσι τό 1800.
η). Ποιητικά:
1. Ἐπιγράμματα – Ποιήματα.
2. Λειτουργικοί Ὕμνοι καί Ἐγκώμια.
3. «Νέον Θεοτοκάριον» κ. λπ., 1795, στήν Ἱ. Σκήτη Παντοκράτορος.
Τό 1809, στίς 23 Ἀπριλίου, ἑορτή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἦλθε πολύ βεβαρημένος στούς Σκουρταίους. Ἐπανῆλθε στήν Καψάλα κοντά στόν Εὐθύμιο. Ἀποφάσισαν καί οἱ δύο νά πᾶνε στό κοινόβιο, πού εἶχε ἱδρύσει στήν Σκιάθο ὁ κολλυβᾶς Νήφων ἀπό τήν Χίο, γιά περισσότερη περίθαλψι. Ὅμως οἱ Σκουρταῖοι δέν τό ἐπέτρεψαν καί ἔμεινε σέ αὐτούς. Σέ λίγο ἀσθένησε βαρειά καί ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τό μεγάλο ταξίδι.
Στίς 5 Ἰουλίου εἶχε πιασθῆ τό δεξί του χέρι στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου καί στήν ἐπιθανάτιο κλίνη ἔδινε τίς τελευταῖες του εὐλογίες καί ζητοῦσε τήν συγχώρησι τῶν ἀδελφῶν.
Κατά τήν Ἀνατολή τοῦ ἡλίου στίς 14 Ἰουλίου 1809 παρέδωσε τό πνεῦμα του, σέ ἡλικία μόνο 60 ἐτῶν. Τάφηκε ἔξω ἀπό τό κελλί τῶν Σκουρταίων. Κοιμήθηκε λοιπόν ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο μεγάλους γίγαντες, πού ὡσάν Ἄτλαντες κράτησαν τό Γένος στούς ὤμους τους. Ὁ ἄλλος στῦλος ἦταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Τήν εἴδησι τῆς κοιμήσεώς του μέ θλῖψι ἔμαθε ὁ ἐκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικός καί ὄχι μόνο, κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Σημειώνει ὁ χρονογράφος σχετικά μέ τήν κοίμησι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «Ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου εἰς τήν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητός ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ πύρινος στῦλος, ὁ ὁδηγῶν τόν νέον Ἰσραήλ εἰς εὐσέβειαν. Ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τούς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν».
Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστική καί ἡ σκέψι, τήν ὁποία ἐξέφρασε τότε ἕνας Χριστιανός: «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτο νά ἀπέθνῃσκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοί καί ὄχι ὁ Νικόδημος».
Μετά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν του λειψάνων, κατά τήν ἐπιθυμία του, ἐγράφη ἐπάνω στήν κάρα του ἡ φράσι· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».
Μέ ἀρ. Πρωτ. 1717/31-5-1955, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μαζί μέ τήν Σύνοδο «… ἐξ ὀνόματος καί πάντων τῶν ἐν Ἁγιωνύμῳ Ὄρει ἐνασκουμένων Ὁσιωτάτων Μοναχῶν», μέ αἴτησι τήν ὁποίαν «ὑπέβαλεν ὁ τοῦ ἐν Καρυαῖς Κελλίου Λαυριώτης Γέρων Ἀνανίας, αἰτούμενος ὅπως, ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου αὐτοῦ καθιερωθῇ ἐν τιμῇ Ἁγίου, ἔγνωμεν, συνοδά τοῖς πρό ἡμῶν θείοις Πατράσι … καί θεσπίζομεν Συνοδικῶς καί διοριζόμεθα καί ἐν Ἁγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν ἑξῆς αἰῶνα τόν ἅπαντα Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συναριθμεῖται τοῖς ὁσίοις καί Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας ἀνδρᾶσιν, ἐτησίοις ἱεροτελεστίαις καί ἁγιαστίαις τιμώμενος καί ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενος τῇ ιδ΄ Ἰουλίου ἐν ᾗ μακαρίως πρός τόν Κύριον ἐξεδήμησεν…».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑορτάζει κατά τήν καθιερωμένη Πανήγυρι τῆς 14ης Ἰουλίου.
Ἐπίσης ἑορτάζει τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Σεπτεμβρίου, κατά τήν Σύναξι τῶν Πέντε Ἁγίων τῆς Παροναξίας, πού καθιερώθηκε πρόσφατα καί ἡ ὁποία τελεῖται στό νεόδμητο Ἱ. Ναό τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Νικολάου τοῦ Πλανᾶ στήν πόλι τῆς Νάξου. Ἐπίσης ἑορτάζει τήν Τρίτη Κυριακή τοῦ Σεπτεμβρίου στήν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξι τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἀσματικές Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖες βρίσκονται σέ λειτουργική χρῆσι, συντάχθηκαν ἀπό τόν ἀείμνηστο Ὑμνογράφο, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀπό τόν πρώην Σεβ. Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Νικόδημο, καθώς καί ἀπό τόν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου