Πήγαν κάποτε πολλοί γέροντες στον αββά Ποιμένα· με την ευκαιρία, ήρθε και κάποιος συγγενής του αββά έχοντας και το παιδί του, του οποίου το κεφάλι, από ενέργεια του σατανά, ήταν γυρισμένο προς τα πίσω. Κάθισε λοιπόν μαζί με το παιδί έξω από το μοναστήρι και έκλαιγε.
Ο όσιος Ποιμήν.
Κάποιος γέροντας έτυχε να βγει, και βλέποντάς τον να κλαίει, του είπε: «Άνθρωπε, γιατί κλαις;» «Είμαι συγγενής του αββά Ποιμένος», απάντησε εκείνος, «και να, συνέβη στο παιδί μου αυτός ο πειρασμός.
Ήθελα να το φέρω στον γέροντα, αλλά φοβήθηκα, γιατί δεν θέλει να δει εμάς τους συγγενείς του.
Ήθελα να το φέρω στον γέροντα, αλλά φοβήθηκα, γιατί δεν θέλει να δει εμάς τους συγγενείς του.
Και αν τώρα μάθει ότι είμαι εδώ, θα στείλει να με διώξουν. Βλέποντας όμως που ήρθατε εσείς, τόλμησα να έρθω και εγώ. Αν θέλεις λοιπόν, αββά, λυπήσου με, πάρε το παιδί μέσα και προσευχηθείτε γι’ αυτό».
Ο γέροντας πήρε το παιδί και μπήκε μέσα. Και ενεργώντας πολύ συνετά, δεν το πήγε κατευθείαν στον αββά Ποιμένα, αλλά άρχισε από τους πιο νέους αδελφούς, λέγοντας: «Σταυρώστε το παιδί».
Και αφού έκανε όλους με τη σειρά να το σταυρώσουν, ύστερα το πήγε και στον αββά Ποιμένα, αυτός όμως δεν ήθελε να το ακουμπήσει. Οι άλλοι τον παρακάλεσαν: «Όπως όλοι, πάτερ, και εσύ».
Στέναξε εκείνος, σηκώθηκε και προσευχήθηκε λέγοντας: «Θεέ μου, θεράπευσε το πλάσμα σου, για να μην το κυριεύσει για τα καλά ο εχθρός».
Και μόλις το σταύρωσε, το έκανε καλά και το έδωσαν στον πατέρα του υγιές.
Από το βιβλίο «Ευεργετινός, τόμος Α΄, έκδοση «Το περιβόλι της Παναγίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου