Συζητούσα κάποτε με τον ήδη μακαριστό Γέροντα και Προηγούμενο της Μονής Ξενοφώντος Ευδόκιμο (κατά κόσμον Ευστάθιος Σκουφάς, του Δημητρίου και της Χρυστούλας, από την Αμφίκλεια [Δρύμια] Λοκρίδος· 1906–1/7/1990), ο οποίος αναπαύθηκε στη Μονή Δοχειαρίου, περί των διαφόρων πειρασμών που υπάρχουν στον κόσμο.
Ο Γέροντας μού τόνισε ότι είναι επικίνδυνο στον αρχάριο να εξέρχεται από το Άγιον Όρος και να συναναστρέφεται με τον κόσμο, προπαντός στην εποχή μας, που η πνευματική ζωή οδηγήθηκε σε αποχαύνωση και οργιάζει κυριολεκτικά η ασυδοσία και η αμαρτία. Αφού μου είπε διάφορες συμβουλές, μου διηγήθηκε στη συνέχεια και την εξής ιστορία περί του πειρασμού στον οποίον περιήλθε αυτός ο ίδιος κάποτε στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου βρέθηκε, όταν ήταν περίπου εβδομήντα χρονών (το έτος 1976).
Μου είπε λοιπόν τα εξής:
«Βγήκα κάποτε από το Άγιον Όρος και πήγα στη Θεσσαλονίκη για κάποια αναγκαία υπόθεση. Κατέλυσα (=διέμεινα, διανυκτέρευσα) δε, σε κάποιο ξενοδοχείο της πόλης μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου και κατόπιν να επιστρέψω στο Άγιον Όρος. Μόλις τακτοποίησα τις υποθέσεις μου, γύρισα στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστώ και για να προσευχηθώ μέχρι να αναχωρήσω, πολύ πρωί την επόμενη μέρα.«
»Όταν ανέβηκα τα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου και πήρα το διάδρομο για το δωμάτιο που έμενα, με συνάντησε κάποια νέα, η οποία με παρακάλεσε να τη δεχθώ στο δωμάτιό μου για να της κάνω εντριβή στην πλάτη, διότι ήταν άρρωστη, «χάλια», όπως μου είπε. Εγώ, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν ο αδελφός σου σε αγγαρεύσει για να πας μαζί του ένα μίλι, εσύ πήγαινε μαζί του δύο» (βλ. Ματθ. 5, 41), όπως και σύμφωνα με μια παρόμοια στο πνεύμα της φιλαδελφίας Παραβολή του Κυρίου για τον «Καλό Σαμαρείτη» (βλ. Λουκ. 10, 25–37), όπου λέγει να βοηθούμε αυτούς που έχουν ανάγκη, θεώρησα καλό να της δώσω τη βοήθεια που ζητούσε.«
»Έτσι, αφού ξάπλωσε στο κρεβάτι, της έκανα την απαιτούμενη εντριβή στην πλάτη προς ανακούφιση της ασθένειάς της, όπως με παρακάλεσε, αλλά συγχρόνως πρόσεχα και τους λογισμούς μου –να μη με κυριεύσει κανένας αισχρός λογισμός, πράγμα το οποίο κατόρθωσα με την προσευχή και με τη θεία βοήθεια– έτσι ώστε και τον πλησίον μου να εξυπηρετήσω και προς τον Θεό ή προς τον εαυτό μου να μην αμαρτήσω. Αυτό δεν το χώνεψε ο διάβολος, που κρύφτηκε καλά μέσα στην καρδιά της νεαρής κοπέλας, και μου έκανε λυσσαλέα επίθεση.«
»Μετά, που τελείωσα την εντριβή, η νέα αυτή σηκώθηκε πάνω, πέταξε το προσωπείο της “άρρωστης” και μου πρότεινε άνευ αιδούς την αμαρτία. Εγώ, όχι μόνο δεν έστερξα σ’ αυτό, όχι μόνο δεν σκανδαλίστηκα μέσα μου καθόλου, αλλά αντίθετα της έκανα παρατήρηση πρώτα και μετά τη νομοθέτησα να απέχει από τέτοιες πράξεις που ευχαριστούν τον δαίμονα και δυσαρεστούν τον Θεό.«
»Αυτή τότε άρχισε να κλαίει και να μου λέει ότι θ’ αυτοκτονήσει. Τη ρωτάω: “Είσαι Χριστιανή Ορθόδοξη;”. Κι αυτή μου απάντησε: “Ναι, είμαι”. Τότε της λέω: “Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει αυτοκτονία· υπάρχει μετάνοια”. Αυτή μου λέει: “Και τι θα κάνω τώρα, πάτερ;”. Κι εγώ της απάντησα: “Να εξομολογηθείς, να μετανοήσεις και ν’ αλλάξεις ζωή”.«
»Και αφού της αποκάλυψα ότι είμαι και Εξομολόγος–Πνευματικός, συμφωνήσαμε να συναντηθούμε σε μια καθορισμένη ώρα σε κάποια εκκλησία της Θεσσαλονίκης για την Εξομολόγηση. Και μου εξομολογήθηκε, η καημένη η κοπέλα, ότι ήταν πολύ σεμνή στον τόπο της, αλλά κάποιος νέος από την Καλαμάτα την παραπλάνησε στην αμαρτία και από τότε πήρε τον κατήφορο προς την απώλεια. Και αφού την εξομολόγησα και της διάβασα Συγχωρητική Ευχή, την συμβούλεψα να προσέχει από τούδε και στο εξής και να μην αμαρτάνει. Κι έτσι την απέλυσα εν ειρήνη…».
Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Γέρων Ευδόκιμος, ως αγνός και καθαρός αγωνιστής του Χριστού, νίκησε τον δαίμονα της φιληδονίας και της πορνείας και φάνηκε γνήσιος και ανόθευτος δούλος του Θεού, τόσο σαν Ιερέας όσο και σαν Μοναχός. Και, τελικά, εκεί που ο διάβολος τού ’στησε την παγίδα για να τον συλλάβει και ν’ απολεσθεί, ο Γέροντας έλαβε από τούτη την παγίδα το στεφάνι. Εκεί που ο πειρασμός τού ’ριξε το αγκίστρι με το δόλωμα, αυτός πήρε το δόλωμα, το καταπάτησε και το κυρίευσε· δηλαδή καταφρόνησε την ηδονή που του προσφέρθηκε και επιπλέον έσωσε και τη νεαρή κόρη. Την επομένη, λίαν πρωί, πήρε το λεωφορείο για τη Χαλκιδική και για τ’ Άγιον Όρος και «συνέχισε χαρούμενος το δρόμο του» (πρβλ. Πράξ. 8, 39), δοξάζοντας τον Θεό που, όχι μόνο τον διαφύλαξε άτρωτο από τα βέλη της σαρκικής αμαρτίας, αλλά και τη νέα, που είχε πέσει σε πτώσεις στη ζωή της, την οδήγησε, με τη θεία Χάρη, στην ανόρθωση και τη μετάνοια…
ΒΛΑΣΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
※
Βλασίου Μοναχού: «Αθωνικόν Λειμωνάριον» (Διηγήσεις και αποφθέγματα Γερόντων του Αγίου Όρους), Κεφ. ΙΗ΄, §2, σελ. 91–94, Έκδοσις Ο.Χ.Α. «Λυδία», Θεσσαλονίκη 1998.
Εκτενή βίο του οσίου Γέροντος βλέπε και στο: «Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση», Μέρος 1ο, Συναξάρι Κ΄, σελ. 234–253, Άγιον Όρος, 20111.
Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, πληκτρολόγηση κειμένου, π. Δαμιανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου