Δοκιμασμένες απ’ χρόνο αρχές και αξίες, που όχι απλά επέζησαν αλλά αποτέλεσαν το θεμέλιο της ρωσσικής κοινωνίας για αιώνες, λοιδορήθηκαν απ’ το Σοβιετικό καθεστώς και καταδιώχθηκαν με πρωτόγνωρη αγριότητα. Πρώτος στόχος ήταν η θρησκεία, και ο αμέσως επόμενος στόχος ήταν η οικογένεια.
Οι επιδιώξεις του νέου καθεστώτος θα έμεναν ατελέσφορες, όσο η ρωσσική οικογένεια θα εξακολουθούσε να λειτουργεί στηριζόμενη σε χριστιανικές αρχές και θα έμεινε αμετακίνητα πατροπαράδοτη. Η οικογένεια αυτή λοιδορήθηκε με μίσος και αντιμετωπίσθηκε περίπου σαν «ταξικός εχθρός». Χαρακτηρίσθηκε σαν το πιο σοβαρό στήριγμα του παλιού συντηρητικού καθεστώτος στη Ρωσσία. Σύμφωνα με τις πρώτες διακηρύξεις του νέου καθεστώτος, «η ρωσσική οικογένεια με τις αναχρονιστικές αρχές που λειτουργούσε, αναπαρήγαγε την ιδεολογία της άρχουσας τάξης». Γι’ αυτό έπρεπε να χτυπηθεί αδυσώπητα και χωρίς καθυστέρηση. Έτσι και έγινε. Και τα αποτελέσματα ήσαν άμεσα και θεαματικά.
Απ’ τη στιγμή που ουσιαστικά παύει να λειτουργεί και στη συνέχεια να υφίσταται το πρωταρχικό κύτταρο τού κοινωνικού ιστού (δηλαδή η οικογένεια), το κοινωνικό σύνολο μεταβάλλεται σε άμορφη μάζα, και από κει και πέρα είναι πάρα πολύ εύκολο πια να δώσεις σ’ αυτή τη μάζα τη φόρμα που εσύ θέλεις. Μέσα στα μέτρα που έλαβε το σύστημα για τη δομή της νέας οικογένειας ήταν και μια διακήρυξη που έλεγε ότι ψηφίσθηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ευθύνη διαπαιδαγώγησης των παιδιών.
Σε μια πρόσφατη συζήτηση με θέμα τη σύγχρονη ρωσσική οικογένεια, μια ευγενική ψυχή που έζησε τη σκληρή πραγματικότητας της νέας ρωσσικής οικογένειας στα παιδικά της χρόνια, σε ερώτησή μου: «Τι βλέπεις τώρα εσύ να αλλάζει στη ρωσσική οικογένεια;» απάντησε: «Τίποτε διαφορετικό δε βλέπω. Βλέπω ό,τι έβλεπα πάντα. Μόνο τέλματα. Εκτεταμένα τέλματα γύρω-γύρω και φοβάμαι». Έχει απόλυτο δίκαιο και είναι απόλυτα δικαιολογημένος ο φόβος της. Και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δικαιολογημένα φοβάται απ’ την εικόνα που παρουσιάζει η ρωσσική οικογένεια. Το κακό, το θεσμοθετημένο κακό από το προηγούμενο καθεστώς, αναπαράγεται και το καλό προχωρεί με απελπιστικά βραδείς ρυθμούς.
Στο διάστημα που χρειάσθηκε να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Μόσχας, με επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά ο ιερέας του νοσοκομείου. Ένας αρκετά νέος, έγγαμος ιερέας και πατέρας πέντε παιδιών, που άοκνα ασκεί τα καθήκοντά του στο νοσοκομείο από το πρωί ως το βράδυ κι αν χρειασθεί κάτι, που συχνά συμβαίνει, από το βράδυ μέχρι το πρωί. Κι όλα αυτά όχι πάντοτε με ανθρώπους που έχουν φιλικές διαθέσεις. Πολλοί είναι οι ασθενείς που του ζητούν να μη ξαναπατήσει στο δωμάτιό τους όσο αυτοί θα νοσηλεύονται εκεί. Κι αυτός με την αγάπη να λάμπει στα μάτια του, χωρίς καν ίχνος δυσαρεσκείας, να πηγαίνει στο πλαϊνό δωμάτιο κι έπειτα στο παραπέρα, μέχρι να βρει αυτούς που τον θέλουν, γιατί χρειάζονται τη βοήθειά του. Παρηγορεί, δίνει τη Θεία Κοινωνία στους πιστούς που του το ζητούν. Κάποιοι ζητούν να εξομολογηθούν, κάποιους αβάπτιστους τους συμβουλεύει να βαπτισθούν και όλους τους παρακαλεί να κάνουν εκκλησιαστικό γάμο. Δεν πειράζει που πέρασαν τα χρόνια, τους λέει, και δεν είναι πια νέοι. Ένας λόγος παραπάνω. Φτάνει όσο έζησαν μακριά απ’ τον Χριστό. Είναι καιρός πια να συμφιλιωθούν μαζί Του. Αυτός ήταν ο ιερέας που με επισκεπτόταν, και μόνιμο θέμα συζήτησης ήταν η σημερινή ρωσσική οικογένεια.
Με έκδηλη λύπη μιλούσε πάντα για την οικτρή εικόνα που παρουσιάζει η σημερινή ρωσσική οικογένεια και υποστήριζε ότι το πρόβλημα είναι το πλέον σοβαρό απ’ όσα ταλαιπωρούν τη ρωσσική κοινωνία σήμερα. Ισχυριζόταν δε ότι αυτό το πρόβλημα δηλητηριάζει τη ζωή ολόκληρης της χώρας.
Κάποια φορά που θεώρησα υπερβολικές τις απόψεις του, τον ρώτησα: «Μα καλά, ο γάμος δεν έχει καμιά αξία για τους Ρώσσους;» Η απάντηση ήρθε αμέσως και ήταν ξερή. «Καμιά. Αυτοί που σκαρφίστηκαν αυτό το είδος του γάμου, τον έκαναν έτσι που να μην έχει καμιά αξία. Γι’ αυτό και χωρίζουν οι άνθρωποι χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, για να ξαναπαντρευτούν και να ξαναχωρίσουν». Του είπα ότι θεωρώ υπερβολικές τις απόψεις του, και με προέτρεψε τότε ν’ αρχίσω να ρωτώ τους άνδρες που με επισκέπτονταν στο νοσοκομείο και στο σπίτι που έμενα, αν είναι παντρεμένοι και πόσες φορές παντρεύτηκαν.
Εξωπραγματικά μοιάζουν αυτά που προέκυψαν. Ρώτησα δεκαεννέα άνδρες. Μόνο ένας νεαρός γιατρός ήταν ανύπαντρος. Δύο έκαναν από τρεις πολιτικούς γάμους, οκτώ έκαναν από δύο πολιτικούς γάμους, τέσσαρες έκαναν από έναν, τρεις (με δύο πολιτικούς γάμους ο καθένας τους) ήσαν χωρισμένοι, εκ των οποίων ο ένας ζούσε μόνος και οι δύο συζούσαν με χωρισμένες γυναίκες και προστάτευαν και τα παιδιά που είχαν αυτές από προηγούμενους γάμους. Και ένας, ο τελευταίος από τους 19, έκανε εκκλησιαστικό γάμο, χωρίς να έχει ξαναπαντρευτεί προηγουμένως. Εννέα από αυτούς ήσαν και αβάπτιστοι.
Απ’ όλους αυτούς μόνο ένας νεαρός (δικηγόρος στο επάγγελμα) είχε κάποιες επαφές με την κόρη του από προηγούμενο γάμο. Τι επαφές δηλαδή; Πάσχα και Χριστούγεννα συναντούσε η κοπελίτσα αυτή (μαθήτρια Β’ Γυμνασίου) τον μπαμπά της. Της έκανε το τραπέζι σε κάποιο ρεστοράν, της έκανε και κάποιο μικρό δωράκι κι αυτό ήταν όλο. Οι υπόλοιποι με παγερή αδιαφορία μου είπαν ότι δεν ξέρουν τι απέγιναν τα παιδιά τους και όλοι τους επέρριψαν την ευθύνη στη μητέρα, ότι αυτή δηλαδή δηλητηρίασε την ψυχή των παιδιών και τα αποξένωσε από τον πατέρα…
Απ’ όλ’ αυτά που άκουσα, όταν επέστρεψα, παρακινήθηκα να ξεφυλλίσω ένα παλιό τετράδιο-ημερολόγιο στο οποίο είχα καταγράψει διηγήσεις Ρώσσων σχετικά με τα παιδικά τους χρόνια και τις οικογένειές τους. Αυτές τις σημειώσεις του τετραδίου τις είχα γράψει κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της μοναχικής μου ζωής. Ακούστε, παρακαλώ, κάποιες απ’ αυτές τις σύντομες ιστορίες και βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας.
α) Ο πατέρας μου μας αγαπούσε πολύ. Ξαφνικά κάτι κατάλαβε απ’ τη συμπεριφορά της μητέρας και όλα άλλαξαν στο σπίτι μας. Οι σκηνές μεταξύ πατέρα και μητέρας έγιναν καθημερινή ιστορία. Ο πατέρας άρχισε να πίνει, και κάποιο βράδυ που είχε -48C παγωνιά, έτσι πως ήταν μεθυσμένος, δεν κατάφερε να φθάσει στο σπίτι και το πρωί τον βρήκαν ξεπαγιασμένο. Την επόμενη μέρα, αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα, η μητέρα μάς έβαλε στο τραίνο (εμένα και την αδελφή μου) και μας έστειλε στο χωριό στη γιαγιά μας, τη μητέρα δηλαδή του πατέρα μας. Μετά μάθαμε ότι αυτή, την ίδια εκείνη εβδομάδα, έφυγε απ’ τη μικρή πόλη στην οποία ζούσαμε. Από τότε πέρασαν 26 χρόνια. Ούτε την είδαμε ξανά κι ούτε μάθαμε ποτέ κάτι γι’ αυτήν. Εγώ δεν της κράτησα κακία γι’ αυτό που μας έκανε. Θα ήθελα να την ξαναδώ, γιατί την επιθύμησα πολύ. Η γιαγιά μας ήταν άγια γυναίκα. Μας έλεγε να προσευχόμαστε κάθε μέρα για τη μητέρα μας και να ζητούμε από τον Κύριο να τη συγχωρήσει γι’ αυτό που μας έκανε, για να μη χάσει την ψυχή της. Έτσι μας έλεγε.
β) Ο πατέρας μας μάς άφησε (τη μητέρα, εμένα και τις δύο αδελφές μου) κι έφυγε με κάποια άλλη γυναίκα. Η μητέρα μας σε μερικούς μήνες, έτσι που είχε πάθει και η καρδιά της, πέθανε απ’ το πολύ αλκοόλ. Εμάς κάποιοι συγγενείς κατάφεραν και μας έβαλαν σε ορφανοτροφεία. Δεν ξέρω τι απέγιναν οι αδελφές μου. Το ορφανοτροφείο στο οποίο ήσαν, όταν τους έγραψα γράμμα και ρώτησα γι’ αυτές, μου απάντησαν, ότι εκεί τελείωσαν σχολείο και στη συνέχεια η μία έγινε ράπτρια και η άλλη έμαθε κέντημα και, όταν ενηλικιώθηκαν και απέκτησαν διαβατήριο, έφυγαν από το ορφανοτροφείο. Κάποιος μου είπε ότι ίσως έφυγαν στην Ευρώπη να βρούν δουλειά. Εγώ δεν τις ξαναείδα.
γ) Η μητέρα μου μας άφησε κι έφυγε με κάποιον άλλο άνδρα. Ο πατέρας μας έφερε τότε στο σπίτι μας τη φιλενάδα του με τις δύο μικρές κόρες της. Τώρα στο σπίτι μας είναι αυτή η γυναίκα. Ο αδελφός μου κι εγώ (17 χρονών ο αδελφός και 15 το παιδί που μου μιλούσε) αναγκασθήκαμε να φύγουμε απ’ το σπίτι μας. Ο αδελφός μου δεν ξέρω τι απέγινε. Ίσως πήγε στο στρατό. Εγώ βρήκα δουλειά σ’ ένα ξυλουργικό εργοστάσιο, αλλά τα χρήματα που κερδίζω είναι πολύ λίγα (74 δολάρια το μήνα). Ευτυχώς που κοιμούμαι στο εργοστάσιο και κάθε μεσημέρι μου δίνουν και φαγητό…
Υπάρχουν κι άλλες παρόμοιες ιστορίες καταχωρημένες σ’ εκείνο το τετράδιο, και στο τέλος γράφω: «Κι αν έχεις κουράγιο και γερό στομάχι, μπορείς να γεμίσεις τόμους από πανομοιότυπες ιστορίες των 10 λέξεων, που στάζουν πίκρα και απόγνωση. Πόσος πόνος, Θεέ μου!…»
Κι αυτές οι περιπτώσεις που παρατέθηκαν είναι απ’ τις πιο καλές, γιατί βρέθηκε κάποια γιαγιά ή ένα ορφανοτροφείο ή κάποιο ξυλουργικό εργοστάσιο.
Δείτε όμως και κάποια άλλη πλευρά του ίδιου προβλήματος.
Σήμερα τρία εκατομμύρια παιδιά (ναι! τρία εκατομμύρια παιδιά), και κατ’ άλλους τα παιδιά αυτά ξεπερνούν τα τέσσερα εκατομμύρια, γυρίζουν αδέσποτα στους δρόμους των πόλεων της χώρας αυτής, χωρίς να ξέρουν πού θα περάσουν τη νύχτα και αν βρουν κάτι να φάνε. Καθένας αναρωτιέται πώς βρέθηκαν στους δρόμους τόσα αθώα πλάσματα. Απλά. Οι γονείς τους χώρισαν. Ή ακολουθώντας νόμιμες διαδικασίες (εύκολη δουλειά, πολιτικός γάμος είν’ αυτός) ή αδιαφορώντας ακόμη και γι’ αυτές τις απλές διαδικασίες, χώρισαν κι έφυγαν. Ο ένας προς τη μία κατεύθυνση του δρόμου και ο άλλος την αντίθετη, με καταφανή την πρόθεση ο ένας να φορτώσει στον άλλο τα παιδιά. Έτσι αυτά –έρμα και σαστισμένα– πήραν τους πέντε δρόμους και σκόρπισαν σαν τα παιδιά του λαγού. Αυτή είναι η μοίρα των τριών –κατ’ άλλους τεσσάρων– εκατομμυρίων παιδιών που γεννήθηκαν.
Ελάτε τώρα να δούμε και κάποια άλλα εκατομμύρια παιδιών, που δεν γεννήθηκαν ποτέ, διότι δεν τα επέτρεψαν να γεννηθούν. Πάντα σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, που δίνει στη δημοσιότητα το αρμόδιο ρωσσικό Υπουργείο, το έτος 2002 (σημαδιακή χρονιά) σε νοσοκομεία και κλινικές της Ρωσσίας έγιναν και είναι καταγεγραμμένες τεσσεράμισι εκατομμύρια εκτρώσεις. Και σ’ αυτό το τεράστιας ηθικής ευθύνης θέμα, η διαδικασία είναι απλή. Πηγαίνει η «κυρία» σε νοσοκομείο της αρεσκείας της και δηλώνει ότι θέλει να κάνει διακοπή κυήσεως. Τη ρωτούν οι γιατροί σε ποιο μήνα βρίσκεται αυτή η ιστορία, της ορίζουν ημέρα και ώρα, και όλα πια είναι τακτοποιημένα νόμιμα και χωρίς η «κυρία» να χρειασθεί να πληρώσει ούτε ένα καπίκι. Κάποιος μου είπε ότι η «κυρία» δεν είναι υποχρεωμένη ούτε τους λόγους αυτής της ενέργειας να αναφέρει στο γιατρό. Είδατε ευκολίες ο «νέος άνθρωπος»; Είδατε αντιλήψεις και πρακτικές περί οικογένειας, για να πάψει αυτή να αποτελεί «στήριγμα του παλιού συντηρητικού καθεστώτος και μέσον αναπαραγωγής της ιδεολογίας τής άρχουσας τάξης»;
Σκληρά όσα παρατέθηκαν, και ζητώ να με συγχωρέσει ο σεβαστός αναγνώστης. Ήσαν όμως απαραίτητα όλ’ αυτά, για να κατανοήσει σε τι πεδίο σπαρμένο με αγκάθια και τριβόλια, σε ποια πνευματική έρημο καλείται σήμερα η καθημαγμένη Ορθοδοξία στη Ρωσσία να δώσει το δικό της «παρών».
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 33 (2008), άρθρο: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΩΣΣΙΑ (Χθες – Σήμερα)», σελ. 103 (αποσπάσματα).
Το άρθρο είναι του γέροντος Ιωακείμ Αγιαννανίτου, που έχει στενούς δεσμούς με την Ρωσσία από την παιδική του ηλικία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου