Κάποτε, όπως μου διηγείτο στα παιδικά μου χρόνια ο παπα-Θόδωρος, ο ιερεύς που με βάπτισε, κάλεσαν κάποιο βράδυ τον παππού του, που ’ταν και αυτός ιερεύς με το όνομα παπα-Γιώργης, για να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ετοιμάστηκε ο παππούς ιερεύς, παίρνοντας μαζί του τον εγγονό του, Θεόδωρο, για να κρατάει το φαναράκι αναμμένο και να πηγαίνει έτσι μπροστά. Πήγε στην εκκλησία, πήρε το Άγιο Ποτήριο με τη Θεία Κοινωνία, αφού προηγουμένως φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε στους ώμους του τον αέρα.
Έτσι γινόταν τα παλιά χρόνια. Μπροστά πήγαινε ο μικρός, ο Θοδωρής, με το φαναράκι και ένα μικρό θυμιατό. Ήταν χειμώνας και οι δρόμοι ήσαν έρημοι και το κρύο πολύ.
Σε μια στροφή του δρόμου, συναντούν μια σκοτεινή σιλουέτα – μόλις φαινόταν. Ο ιερεύς ούτε καν την πρόσεξε διότι όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Άγιον Ποτήριον και στη φύλαξη των Τιμίων Δώρων, του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Εκείνη η σκιά ήταν γυναίκα, σταμάτησε απότομα και έντρομη. Ο παπάς, χωρίς να δώσει σημασία, προχώρησε στο δρόμο του. Πήγε στο σπίτι του αρρώστου και τον κοινώνησε.
Σε λίγο γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο και άρχισε να σιγοβρέχει. Κάτω ο δρόμος ήταν γεμάτος λασπόνερα. Και βλέπει σε μια στιγμή μια γυναίκα, γονατιστή μέσα στις λάσπες και στα νερά, να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η ίδια, που είχε συναντήσει πριν.
– Στάσου παπά μου, του λέει, μην προχωρήσεις άλλο.
Σταμάτησε ο ιερεύς έκπληκτος και κείνη άρχισε με λυγμούς να διηγείται τα εξής που τάκουσε και ο μικρός ο Θεόδωρος, ο μετέπειτα παπα-Θόδωρος, που είχε σταματήσει και κείνος.
– Εγώ προηγουμένως παπά μου πήγαινα να αμαρτήσω. Να λερώσω το στεφάνι μου. Όταν, όμως, έφτασες κοντά μου, βγήκε μια φωνή από τη Θεία Μεταλαβιά, προφανώς βέβαια απ’ το Άγιο Ποτήριο, και μου είπε «Τι πας να κάμεις παιδί μου, τι πας να κάμεις;»
Η φωνή ήταν τόσο γλυκειά αλλά και τόσο πονεμένη, που λύγισα, ντράπηκα. Και έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω, να κλαίω και να κλαίω μέχρι τώρα. Παπά μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.
Και κείνος ο απλοϊκός αλλά αγιασμένος λευΐτης του χωριού, ακούμπησε στο κεφάλι της το Άγιο Ποτήριο, ναι, πάνω στο κεφάλι της, και της είπε:
– «Λελυμένη και συγκεχωρημένη, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Μόνον μηκέτι αμάρτανε».
Επανέλαβε τους λόγους του Κυρίου που είπε προς την μοιχαλίδα γυναίκα, που την είχαν πιάσει επ’ αυτοφόρω, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τα ίδια εκείνα λόγια: «Μηκέτι αμάρτανε».
Και κίνησε να φύγει. Φεύγοντας, την άφησε γονατιστή και την άκουσε βέβαια να λέγει εκεί όπως ήταν γονατιστή, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». «Θεέ μου, συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, Χριστέ μου, ελέησέ με, Θεέ μου συγχώρεσέ με, ντρέπομαι», και άλλα πολλά τέτοια όμοια.
«Και σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με συγχώρεσες, δεν θα το ξανακάμω».Αλήθεια τι θαύματα μπορεί να κάμει ο Θεός, για να σώσει, έστω και μια ψυχή. Τι θαύματα…
Μετά την απόθεση της Θείας Κοινωνίας στην Αγία Πρόθεση, λέγει ο παπα-Γιώργης στον εγγονό του:
– Έως ότου πεθάνουμε, και εγώ και αυτή δυστυχισμένη γυναίκα, δε θα μιλήσεις ποτέ, παιδί μου.
Και συνέχισε ο παπα-Θόδωρος:
– Στέφανε, παιδί μου, η αληθινή μετάνοια και η πίστις κάνουν θαύματα. Και τα κάνουν πάντοτε, και σήμερα! Tα πιο πολλά δεν τα ξέρουμε.
Άραγε, τι μάθημα ήθελε να μου δώσει εμένα; Το μικρό παπαδάκι, που βρισκόμουν μέσα στο Άγιο Βήμα. Τι μάθημα; Το θαύμα; Την πρόνοια του Θεού για το πεσμένο πλάσμα του; Τη δύναμη της μετανοίας; Το ευόλιστον της ανθρώπινης αδυναμίας; Τι απ’ όλα αυτά; Ή όλα μαζί;
Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου