Ὁ ἅγιος Ἀχμέτ ἔζησε τόν 17ο αἰώνα στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦταν γραφέας τοῦ Ἀρχιλογιστοῦ. Εἶχε μιά Ρωσίδα σκλάβα, Χριστιανή Ὀρθόδοξη, στήν ὁποία ἐπέτρεπε νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία κατά τίς μεγάλες ἑορτές.
Ὅταν, ὅμως, ἐκείνη γυρνοῦσε ἀπό τήν ἐκκλησία, αὐτός αἰσθανόταν νά βγαίνη ἀπό τό στόμα της μιά ἀνείπωτη εὐωδία, γι’ αὐτό καί τήν ρώτησε τί τρώει καί εὐωδιάζει τό στόμα της. Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε ὅτι τρώει ἀντίδωρο καί πίνει ἁγιασμό. Μόλις τό ἄκουσε αὐτό, προσκάλεσε ἕναν ὀρθόδοξο Κληρικό καί τοῦ εἶπε νά τοῦ ἑτοιμάση τόπο γιά νά πάη καί αὐτός στήν ἐκκλησία, ὅταν θά λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης.
Πῆγε, λοιπόν, στήν θεία Λειτουργία καί τήν στιγμή πού ὁ Πατριάρχης εὐλογοῦσε τόν λαό, λέγοντας «εἰρήνη πᾶσι», εἶδε νά βγαίνουν ἀπό τά δάκτυλά του ἀκτῖνες φωτός καί νά κάθονται ἐπάνω σέ ὅλων τά κεφάλια, ἐκτός ἀπό τό δικό του. Μόλις εἶδε αὐτό τό θαῦμα ζήτησε νά γνωρίση τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Πράγματι, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε, ἀλλά γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα δέν φανέρωσε τήν πίστη του. Ὅμως, σέ μιά συγκέντρωση στήν ὁποία λογομαχοῦσαν οἱ μεγιστάνες γιά τό ποιός ἀπό αὐτούς εἶναι πιό μεγάλος, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νά πῆ τήν γνώμη του, ὁ Ἀχμέτ φώναξε ὅτι πιό μεγάλη ἀπό ὅλους εἶναι ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, καί μέ στεντόρια φωνή ὁμολόγησε τίς βασικές ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε συνελήφθη ἀπό τίς τουρκικές Ἀρχές καί ἐπειδή ἔμεινε σταθερός στήν πίστη του ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια, καί τέλος ἀπαγχονίσθηκε.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία», ἡ ὁποία κατέχει τήν αὐθεντική πίστη πού εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ πίστη ὅταν βιώνεται μέ τόν σωστό τρόπο, χαρίζει ἐσωτερική πληρότητα καί νόημα ζωῆς. Ὅποιος ἀναζητεῖ αὐτήν τήν πίστη μέ καλή προαίρεση σίγουρα θά τήν βρῆ, γιατί ὁ Θεός δέν παραβλέπει τίς ἁπλές καί ἁγνές ψυχές πού Τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγαθή διάθεση καί ποθοῦν νά Τόν γνωρίσουν, καί τήν κατάλληλη στιγμή τούς ἀποκαλύπτεται. Δέν ἀποκαλύπτεται σέ ὅσους δέν τόν ἀναζητοῦν, ἐπειδή δέν θέλει νά παραβιάση τήν ἐλευθερία τους, καί τό κυριότερο ἐπειδή δέν θέλει νά τούς καταστρέψη. Διότι ὅσοι δέν ἔχουν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά τόν δεχθοῦν, ἤτοι μετάνοια καί ἐσωτερική καθαρότητα, ἡ παρουσία Του γι’ αὐτούς δέν θά εἶναι φωτιστική, ἀλλά καυστική. Δέν θά εἶναι φῶς πού θά τούς φωτίση, ἀλλά φωτιά πού θά τούς καταφλέξη. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του δέν ἐμφανίσθηκε στούς σταυρωτές Του γιά νά τούς καταπλήξη καί νά τούς συντρίψη, ἀλλά ἐμφανίσθηκε στήν Μητέρα Του, στούς Μαθητές Του καί στίς Μυροφόρες γυναῖκες, δηλαδή σέ αὐτούς πού Τόν πίστευσαν ὡς Θεάνθρωπο, Τόν ἀγάπησαν ἀληθινά, ἐλεύθερα, θυσιαστικά καί εἶχαν τήν δυνατότητα νά Τόν δοῦν μέσα στήν δόξα Του, καί αὐτή ἡ θεωρία ἔγινε γι’ αὐτούς φῶς καί ζωή καί ὄχι φωτιά, ἤτοι Παράδεισος καί ὄχι Κόλαση.
Ὅταν ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς εὐλογῆ τούς πιστούς στήν θεία Λειτουργία, λέγοντας «εἰρήνη πᾶσι», τότε δέχονται τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί εἰρηνεύουν ἐσωτερικά ὄχι ὅλοι, ἀλλά ὅσοι εἶναι «υἱοί εἰρήνης». Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς Μαθητές Του γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο, τούς εἶπε: «Εἰς ἥν δ᾿ ἄν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. καί ἐάν ᾖ ἐκεῖ υἱός εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτόν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δέ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπανακάμψει». Δηλαδή, τούς εἶπε νά εἰρηνεύουν τούς ἀνθρώπους ἐκείνους στῶν ὁποίων τά σπίτια εἰσέρχονται. Ἤξερε, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι ὅλοι ἕτοιμοι νά δεχθοῦν τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τούς εἶπε ὅτι, ἐάν δέν ὑπάρχη ἐκεῖ «υἱός εἰρήνης», ἤτοι αὐτός πού ἔχει τήν δυνατότητα νά δεχθῆ τήν εἰρήνη, τότε ἡ εἰρήνη θά ἐπιστρέψη σέ σᾶς.
Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά αἰσθανθῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά διαθέτη τίς κατάλληλες πνευματικές κεραῖες, οὕτως ὥστε νά συντονίζεται στήν συχνότητα στήν ὁποία ἐκπέμπει ὁ Θεός, καί ἡ συχνότητα αὐτή εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη.
Δεύτερον. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του γράφει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, οἷς μέν ὀσμή θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δέ ὀσμή ζωῆς εἰς ζωήν». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό λέγει ὅτι «τό νόημα τοῦ λόγου αὐτοῦ εἶναι ὅτι, εἴτε σώζονται μερικοί ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, εἴτε χάνονται, τό Εὐαγγέλιον ὅμως μένει, καί ἔχει πάντοτε τήν δική του ἀρετή καί εὐωδία, καί αὐτοί πού τό κηρύττουν μένουν πάντοτε αὐτό πού εἶναι, δηλαδή εὐωδία τοῦ Χριστοῦ». Ὅσοι δέ χάνονται, «ἀπό τήν δική τους ἀπιστία καί κακογνωμία χάνονται». Καί συνεχίζει γιά νά πῆ ὅτι «καθώς τό φῶς, ἔστω καί ἄν τυφλώνη τούς ἀσθενεῖς ὀφθαλμούς, ὅμως εἶναι φῶς˙ καί τό μέλι, ἔστω καί ἄν φαίνεται πικρό στούς ἰκτερικούς καί σέ αὐτούς πού ἔχουν χαλασμένη γεύση, ὅμως πάντοτε εἶναι μέλι γλυκύ, ἔτσι καί τό Εὐαγγέλιο, πάντοτε εἶναι εὐῶδες καί πρόξενον σωτηρίας, ἔστω καί ἄν μερικοί χάνονται μέ τό νά μή πιστεύουν σέ αὐτό».
Οἱ ἅγιοι εἶναι ὄντως «εὐωδία Χριστοῦ» καί εὐωδιάζουν τήν ὑφήλιον μέ μιά ἄρρητη εὐωδία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐνοικεῖ μέσα σέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους, καί στήν ψυχή τους καί στό σῶμα τους. Μετά δέ τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς τους ἀπό τό σῶμα τους ἡ Χάρη αὐτή παραμένει στό σῶμα, τό ὁποῖο εὐωδιάζει. Καί ὅταν διαλύεται τό σῶμα τους, τά ἱερά λείψανά τους, παρά τό ὅτι ἐξωτερικά φαίνονται «ὀστέα γυμνά», ἐν τούτοις εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν, καί ἔτσι δοξάζεται ὁ «ἀληθινός Θεός ἡμῶν». Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι εὐωδιάζουν τούς ἀνθρώπους μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία τους, καθώς καί μέ τόν θεόπνευστο λόγο τους, μέ μιά ἄρρητη εὐωδία.
Ὅσοι δέ ἔχουν τήν δυνατότητα νά ὀσφρανθοῦν αὐτήν τήν εὐωδία, αἰσθάνονται νά πλημμυρίζη ἡ καρδιά τους ἀπό πνευματική χαρά καί ἀγαλλίαση, ἀλλά καί νά αὐξάνη μέσα τους ὁ πόθος γιά εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Καθώς, ἐπίσης, καίγονται κυριολεκτικά ὡς θυμίαμα μέσα στό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί εὐωδιάζουν «ἅπασαν τήν οἰκουμένην».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου