Ήμουν στεναχωρημένος (ο όσιος, στάρετς Ιωνάς) στις 4 και 5 Ιανουαρίου όλη την ημέρα. Είχε σχεδόν βραδιάσει. Μετά τη θεία λειτουργία και τον μέγα αγιασμό οι γέροντες ήρθαν ν’ αγιάσουν κι έτσι αξιώθηκα ν’ ασπαστώ τον Τίμιο Σταυρό και να με ραντίσουν με τον μέγα αγιασμό.
Ο όσιος, στάρετς, Ιωνάς του Κιέβου (1805-1902).
Και τότε όμως μου είπαν πάλι ότι είμαι υπό δυσμένεια. Μετά αυτοί οι άγιοι γέροντες έφυγαν κι εγώ συνέχισα να περιποιούμαι τον άρρωστο. Όταν νύχτωσε, τον τακτοποίησα και τον έβαλα να κοιμηθεί. Τότε βίασα τον εαυτό μου να φάω κάτι.
Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου*, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών· δεν τα κατάφερα όμως.
Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου*, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών· δεν τα κατάφερα όμως.
Τελικά νικήθηκα: τόσο πληγώθηκε η καρδιά μου από τη θλίψη, ώστε εξαντλήθηκα εντελώς και με δάκρυα στα μάτια πήγα και ξάπλωσα. Το μόνο που σκεφτόμουν και παρακαλούσα γι’ αυτό τον Θεό, την Παναγία και όλους τους αγίους ήταν να με βοηθήσουν αυτή την ώρα της φοβερής θλίψεως.
Στις δέκα σήμαναν οι καμπάνες για την αγρυπνία και πικράθηκα ακόμη περισσότερο: όλοι οι αδελφοί θα ψάλλουν στην αγρυπνία των Θεοφανείων κι εμένα δεν μου επιτρέπουν ούτε να πάω στην εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου.
Ξαφνικά άκουσα κάποιον να μπαίνει μέσα στο κελλί. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και νόμισα ότι ήρθε ο αρχοντάρης, που πότε πότε επισκεπτόταν τον π. Καισάριο. Με πλησίασε και είπε: «Είναι καλός στρατιώτης, αλλά μικρόψυχος και δεν έχει υπομονή». Άγγιξε μετά με το χέρι του το κεφάλι μου και με ρώτησε: «Γιατί πάλι παραδίνεις τον εαυτό σου στη θλίψη και τη στενοχώρια; Σήκω στα πόδια σου και λάβε δύναμη και σθένος»· και μ’ έπιασε από το χέρι. Όμως εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν, επειδή είχα τα μάτια κλειστά όπως το συνηθίζω πάντα, όταν είναι σκοτάδι. Νόμιζα ακόμη ότι είναι ο αρχοντάρης και μάλιστα εκνευρίστηκα, που μ’ ενοχλεί. Μα όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολύ μεγάλο φως και λάμψη, φοβήθηκα κι έπεσα νεκρός. Δεν αισθανόμουν, δεν καταλάβαινα, δεν θυμόμουν τίποτε ούτε ήξερα πόσο βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι πάνω στο αμαρτωλό κεφάλι μου και από αυτό το χέρι κύλησε μέσα σ’ όλο το σώμα μου η ζωή.
Τότε αυτός που έλαμπε μέσα στο φως, κάθησε σ’ ένα κούτσουρο και με πήρε κοντά του. Έβλεπα μόνο τα πόδια του. «Γιατί είσαι τόσο πικραμένος;» με ρώτησε… Κι εγώ ο ταλαίπωρος είδα τότε καθαρά και γνώρισα τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μου Ιησού Χριστό, που είχε έρθει σε μένα τον ανάξιο το με την συνοδεία πολλών αγίων. Μου λέει λοιπόν γεμάτος στοργή, έλεος, αγάπη και γλυκύτητα: «Δες και ψηλάφησε τις πληγές στα χέρια, τα πόδια και την πλευρά μου και βεβαιώσου ότι δεν είμαι φάντασμα, αλλά είμαι εγώ ο ίδιος, που ήρθα να σε θεραπεύσω».
Ευδόκησε ο καλός μας Δεσπότης να μου δείξει στα χέρια του τις πληγές από τα καρφιά, που ήταν βαθιές και μεγάλες, τα ματωμένα πόδια του, που ήταν σαν να πληγώθηκαν τώρα και την άχραντη λογχισμένη πλευρά του.
«Όλα αυτά τα υπέμεινα», μου είπε, «επειδή αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Όμως πιό πολύ αγαπώ την τάξη των μοναχών».
Έπειτα με παρηγόρησε και με νουθέτησε: «Να είσαι ανδρείος να κάνεις υπακοή πάντα με προθυμία, επειδή η υπακοή είναι αγία και αγιάζει τον μοναχό που την έχει και του δίνει φτερά που τον ανεβάζουν στον θρόνο του ανεσπέρου φωτός. Μη δειλιάζεις σε βεβαιώνω ότι θα είμαι πάντα κοντά σου».
Έθεσε τότε ο Κύριος την παλάμη του πάνω στο ακάθαρτο κεφάλι μου και κοιτάζοντας τον άρρωστο Καισάριο μου είπε: «Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τα σχέδιά τους! Έτσι είναι οι άνθρωποι! Να τον υπηρετείς στην αρρώστια του, επειδή γι’ αυτόν αυτή η αρρώστια είναι η σωτηρία του. Μετά τα λόγια αυτά ο Κύριος του παντός βγήκε από το κελλί με την ιερή συνοδεία του κι εγώ τους συνόδευσα.
Όταν φθάσαμε στην εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε: «Να την τιμάς κι εσύ και όλοι οι πιστοί, που έχουν εξαγοραστεί με το αίμα μου, γιατί χάρισε στον κόσμο τη σωτηρία. Να, αυτή τη στιγμή στην εκκλησία η αγρυπνία έφθασε στην ενάτη ωδή και όλοι μεγαλύνουν την Θεοτόκον και Μητέρα του φωτός». Και πράγματι, μόλις είπε αυτά τα λόγια σήμαναν οι καμπάνες για την ενάτη ωδή. Έστρεψε τότε το θείο πρόσωπό του σε μένα τον ταλαίπωρο και μ’ ευλόγησε: «Έχε ειρήνη· να σώζεσαι».
Καί αμέσως ένα υπέρλαμπρο σύννεφο τύλιξε τον Κύριο της δόξης μέσα σ’ άπειρο φως θείας ελλάμψεως.
*Δέν εννοεί το απόδειπνο, αλλά κάποιες ειδικές ευχές που οι Χριστιανοί στη Ρωσία διαβάζουν προ του ύπνου.
Από το βιβλίο «Ο στάρετς Ιωνάς του Κιέβου, Μαθητής του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ», έκδοση της Σταυροπηγιακής και Συνοδικής Ιεράς Μονής Αγίου Συμέων του Νέου Θεολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου