Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Μεγάλη Τετάρτη – Τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρω

Τό Κοντάκιον

«Τόν ἄρτον λαβών εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς ἐκτείνει καί λαμβάνει τήν τιμήν τοῦ πλάσαντος ταῖς οἰκείαις χερσί τόν ἄνθρωπον· καί ἀδιόρθωτος ἔμεινεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος».
Ἀφοῦ πῆρε τόν ἄρτο στά χέρια του ὁ προδότης, τά ἁπλώνει κρυφά (στούς ἐχθρούς τοῦ Διδασκάλου) καί λαμβάνει τήν τιμή ἐκείνου, πού ἔπλασε μέ τά χέρια του τόν ἄνθρωπο. Καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος ὁ Ἰούδας ὁ δοῦλος (τῶν παθῶν) καί δόλιος.

Ἡ ψυχή τοῦ Ἰούδα, τόσο πολύ εἶχε πατηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ὥστε ἦταν ἀναίσθητη καί ἀδιόρθωτη. Ὁ Κύριος ἐξάντλησε ὅλη τήν ὑπομονή καί τήν παιδαγωγική ἀγάπη του, γιά ν᾽ ἀποσπάσει τό μαθητή ἀπό τό βρόχο τῆς ἁμαρτίας τῆς προδοσίας. Μέχρι καί τήν τελευταία στιγμή τόν εἶχε κοντά του καί τόν φρόντιζε. Καί σ᾽ αὐτόν ἔδωσε τόν εὐλογημένο ἄρτο τοῦ Δείπνου. Πῆρε στά χέρια του τό κυριακό σῶμα χωρίς νά νιώσει κανένα ψυχικό νυγμό, καμιά καρδιακή συγκίνηση ἀπό τή φωτιά τοῦ Θεοῦ. Θηριώδης καί ἀπάνθρωπος, ἐγκατέλειψε τό δωμάτιο τῆς θείας εὐλογίας καί βγῆκε στό σκοτάδι νά συναντήσει κρυφά τούς ἐχθρούς τοῦ Διδασκάλου καί ν᾽ ἁπλώσει τά χέρια του σ᾽ αὐτούς γιά νά λάβει τό ἀντίτιμο τῆς φρικτῆς προδοσίας! Ἔμεινε μέχρι τέλους ἀδιόρθωτος ὁ Ἰούδας, ὁ δοῦλος τῶν παθῶν καί δόλιος στό πνεῦμα καί στούς τρόπους. Τό πάθος ἐξαχρειώνει καί σκοτώνει τόν ἄνθρωπο!

Ὁ Οἶκος

«Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν μαθητῶν καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατείδομεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς, ὡς προέφησεν· ἀλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος».

Ἀφοῦ πλησιάσουμε ὅλοι μέ φόβο τή μυστική τράπεζα, ἄς ὑποδεχτοῦμε τόν ἄρτο μέ καθαρές τίς ψυχές, μένοντες μαζί μέ τό Δεσπότη, γιά νά δοῦμε (νοερά) πῶς νίπτει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί τά σκουπίζει μέ τό λέντιο (τήν ποδιά), καί νά κάνουμε ὅπως εἴδαμε (τόν Κύριο νά κάνει), ὑποτασσόμενοι (μέ ἀγάπη) ὁ ἕνας στόν ἄλλο καί πλένοντας τά πόδια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου· γιατί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔτσι διέταξε τούς μαθητές του, ὅπως προεἷπε. Ὅμως δέν ἄκουσε ὁ Ἰούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος.

Πολύ στοχαστικός ὁ Οἶκος τῆς Ἑορτῆς. Συμβουλεύει τούς πιστούς νά προσέρχονται μέ καθαρές ψυχές στό δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πάρουν τόν εὐλογημένο ἄρτο. Νά παραμένουν στενά δεμένοι μέ τόν Κύριο καί μέ τή χάρη του νά κατανοοῦν μυστικά τό μορφωτικό πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ νιπτήρα, γιά ποιό λόγο ὁ Χριστός πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του καί τά σκουπίζει μέ τό λέντιο. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ θείου Διδασκάλου, νά ὑποτασσόμεθα μέ ἀγάπη ὁ ἕνας στόν ἄλλο, νά πλένουμε τά πόδια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Καί ν᾽ ἀποφεύγουμε τό θλιβερό παράδειγμα τοῦ προδότη, τοῦ δούλου τῆς ἁμαρτίας καί δόλιου μαθητῆ.

Ὁ Οἶκος ἀγγίζει τίς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. Ἀλήθεια, μέσα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἐγωπάθειας καί τοῦ ἀτομισμοῦ, ὅπου οἱ πάντες θέτουν τό δικό τους ἐγώ καί ἀπαιτοῦν ὅλοι νά στρέφονται γύρω ἀπ᾽ αὐτό, ὅπου ἡ δοξομανία, ἡ φιλαρέσκεια καί ἡ ὑπερηφάνεια κυριαρχοῦν στίς ψυχές σχεδόν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχουν ἄραγε ἄνθρωποι, καί μεταξύ αὐτῶν τῶν πιστῶν, πού νά ὑποτάσσονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο καί νά διακονεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο ἐν πνεύματι ταπεινώσεως, ὑποχωρητικότητας, διακονικῆς θυσίας καί ἀγάπης;


Στίχοι

Εἰς τόν ἱερόν Νιπτῆρα.
«Νίπτει μαθητῶν ἑσπέρας Θεός πόδας,
οὗ πούς πατῶν ἦν εἰς Ἐδέμ δείλης πάλαι».

Νίπτει τά πόδια τῶν μαθητῶν ὁ Θεός τό ἑσπέρας (τῆς Μ. Πέμπτης), τοῦ ὁποίου οἱ πόδες περπατοῦσαν στήν Ἐδέμ τό δειλινό τῆς παλαιᾶς ἐκείνης ἡμέρας (τῆς πτώσης).

Εἰς τόν Μυστικόν Δεῖπνον.
«Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· πάσχα γάρ νόμου φέρει
καί πάσχα καινόν, αἷμα, σῶμα Δεσπότου».

Ὁ Δεῖπνος εἶναι διπλός: Γορτάζει τό Πάσχα τοῦ νόμου (τῆς Μωσαϊκῆς νομοθεσίας), καί τό Πάσχα τό καινούργιο, τό Αἷμα καί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου Χριστοῦ (τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας).

Εἰς τήν ὑπερφυᾶ προσευχήν.
«Προσεύχῃ· καί φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου· παραιτούμενος δῆθεν
θάνατον, ἐχθρόν ἐν τούτοις φενακίζων».

Προσεύχεσαι, Χριστέ· καί πράγματα φοβερά (συμβαίνουν), θρόμβοι αἱμάτων (ἱδρώτα) ἀναφαίνονται στό πρόσωπό σου. Παραιτεῖσαι δῆθεν τό θάνατο, παραπλανώντας μέ αὐτά (τά ἀδιάβλητα πάθη σου) τόν ἐχθρό (διάβολο).

Εἰς τήν προδοσίαν.
«Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων, λαοπλάνοι,
πρός τό θανεῖν πρόθυμον εἰς κόσμου λύτρον;».

Σέ τί χρειάζονται μαχαίρια καί ξύλα λαοπλάνοι, γιά νά συλλάβετε αὐτόν πού εἶναι πρόθυμος νά πεθάνει γιά τή λύτρωση τοῦ κόσμου;

«Τῇ ὰφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν».

Μέ τήν ἀπερίγραπτη εὐσπλαχνία σου, Χριστέ Θεέ μας, ἐλέησέ μας. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου