Αρχιμ.Εφραίμ Παναούση, περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία».
Ο Αλέξιος Κιμπάρντιν γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1882 στο χωριό Βσεχσβιάτσκοε στην περιοχή του Σλομπόντσκ.
Ποτισμένος από τα ορθόδοξα νάματα και νιώθοντας μέσα του την κλήση του Θεού, χειροτονήθηκε ιερέας.
Το 1913 διορίσθηκε εφημέριος στο τσαρικό παρεκκλήσιο, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1930. Τότε ήταν που σήμανε γι’ αυτόν η ώρα της Θυσίας. Ο π. Αλέξιος συνελήφθη και με την απόφαση του δικαστηρίου καταδικάσθηκε για πέντε χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως και μετά έζησε εξόριστος στη Σιβηρία.
Την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το καθεστώς, επειδή είχε ανάγκη τη βοήθεια της Εκκλησίας, έλυσε λίγο τα σκληρά δεσμά του και η πίστη ανάσανε. Όχι για πολύ όμως. Το 1950 ο π. Αλέξιος συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε νέα φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αποφυλακίσθηκε το 1955 και το 1964 παρέδωσε τη μακαριά ψυχή του στον Αγαπημένο του Κύριο. Ο π. Αλέξιος ήταν πνευματικό παιδί του νεοφανούς Αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας Σεραφείμ της Βύριτσα.
Πολλά θαυμαστά γεγονότα εκπληρώθηκαν στη ζωή του π. Αλεξίου μετά από προρρήσεις του Αγίου Σεραφείμ. Στην τελευταία φυλάκισή του ο π. Αλέξιος έλεγε πως ευχαριστούσε θερμά τον Κύριο γιατί έγινε αιτία να γνωρίσουν πολλές ψυχές το Χριστό.
Η ζωή στη φυλακή σκληρή και απάνθρωπη. Και πιο πολύ τον στενοχωρούσε που δεν του επιτρεπόταν να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Το 1953, όταν πέθανε ο Στάλιν, τα πράγματα φαίνονταν να αλλάζουν. Κάποια μέρα κάποιος έστειλε σ’ ένα φυλακισμένο ιερέα ένα αντιμήνσιο και από τότε τις μεγάλες γιορτές ετελείτο η Θεία Λειτουργία.
«Ώσπου έφθασε το Πάσχα του 1955.Ο π. Αλέξιος μάζεψε τους φυλακισμένους ιερείς και διακόνους και προετοίμασε την εορτή. Τα διακονήματα μοιράσθηκαν. Η φυλακή έγινε άγιο εργοτάξιο. Παλιά υφάσματα και τριμμένες λινάτσες έγιναν άμφια ιερατικά. Και που θα βρεθούν «Άγια Σκεύη; Χέρια από ιερείς μαστόρους σκαλίσανε από ξύλο «Άγια Ποτήρια, «Άγια Δισκάρια, «Άγιες Λαβίδες και Λόγχες.Η προσμονή της Αναστάσεως σαν ουράνιος γλυκασμός έκανε τον απάνθρωπο χώρο της φυλακής κομμάτι του Παραδείσου. Μέχρι που έφθασε η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Οι καλλίφωνοι ιερείς άρχισαν τον Κανόνα της ημέρας «Κύματι θαλάσσης…». Τότε άρχισαν οι πατέρες φορεμένοι τα άμφια που έραψαν στη φυλακή να βγαίνουν με τάξη και ευλάβεια. Κι ήταν οι πιο λαμπρές στολές που είχαν φορεθεί ποτέ. Τότε ένα σημάδι έδειξε την παρουσία του Θεού καθώς ένα μεγάλο κύμα χτύπησε στην άκρη της γειτονικής λίμνης βρέχοντας τους φυλακισμένους. «Ένα ατέλειωτο ποτάμι από τους κατάδικους που μες στη νύχτα κρατούσε αντί για κερί ένα ξύλο που σιγόκαιγε με τ’ «Άγιο Φως είχε κυκλώσει τους ιερείς. ΄Ο π. Αλέξιος στάθηκε στο μέσο και φώναξε ν’ ακούσει όλος ο κόσμος.
-Χριστός Ανέστη!
Και τα χαρακωμένα πρόσωπα που άστραφταν απ’ τ’ «Άγιο Φως απάντησαν θαρρετά.
-Αληθώς Ανέστη!
Αμέτρητο λεφούσι από πουλιά πετούσαν πάνω από τη φυλακή και παίρνοντας το μήνυμα της Αναστάσεως το μοίραζαν στον κόσμο.
Ο π. Αλέξιος διάβαζε αργά και κατανυκτικά τον Κατηχητικό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Σε λίγο οι φυλακισμένοι κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου.
Ο π. Αλέξιος σήκωσε το ξύλινο Αγιοπότηρο ψηλά ευχόμενος: «Πάντοτε νυν και αεί…»
Με δάκρυα ευχαρίστησε το Θεό για το πιο όμορφο Πάσχα που έζησε στη ζωή του. Γιατί όπως του είχε πει κάποιος γέροντας: «Οι ώρες του πόνου είναι οι πιο γλυκές ώρες της προσευχής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου