Ο όσιος Πρόχορος ο Θαυματουργός της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου νήστευε αυστηρά. Όχι μόνο δεν γευόταν ποτέ άλλη τροφή εκτός από ψωμί και νερό, αλλά και αυτό το ψωμί του ήταν φτιαγμένο από το κατάπικρο χόρτο λέμπεντα (ελλην.: λαμποτιά). Κάθε καλοκαίρι μάζευε ο ίδιος το χόρτο αυτό, το έτριβε και ετοίμαζε ψωμιά για όλο τον χρόνο.
Σ’ όλη του τη ζωή ο όσιος τρεφόταν με λέμπεντα, γι’ αυτό οι συνασκητές του τού έδωσαν την προσωνυμία «λέμπεντνικ». Άλλο χορταρικό ή κηπουρικό δεν έβαλε στο στόμα του μέχρι την κοίμησή του. Ούτε ψωμί σταρένιο έφαγε ποτέ, πέρα από το αντίδωρο που έπαιρνε στην εκκλησία.
Ο πανάγαθος Θεός, βλέποντας τη βία και την υπομονή του οσίου, μετέβαλε για χάρη του την πικράδα του χόρτου αυτού σε γλυκάδα. Έτσι, το ψωμί που ετοίμαζε εκείνος, είχε μια γλυκιά και ευχάριστη γεύση. Μόλις διαπίστωσε ο Πρόχορος το θαύμα, χάρηκε πολύ και συνέχισε με περισσότερο ζήλο την άσκησή του.
Στη ζωή του εκπληρώνονταν τα προτρεπτικά λόγια του Κυρίου: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε… Κοιτάξτε τα πουλιά που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, και όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει» (Ματθ. 6:25-26).
Σαν τα πουλιά και ο όσιος, αμέριμνος και παραδομένος στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, τρεφόταν χωρίς να σπείρει και να καλλιεργήσει. Πήγαινε στους τόπους που έσπερνε αντί γι’ αυτόν ο ουράνιος Σποριάς, μάζευε το χόρτο που καλλιεργούσε Εκείνος, και γύριζε στο μοναστήρι, δοξολογώντας Τον για τις ευεργεσίες Του.
Τα χρόνια εκείνα (11ος-12ος αι.), λόγω των πολεμικών αναστατώσεων, έπεσε μεγάλη πείνα στη Ρωσία. Το φάσμα του θανάτου απειλούσε τους κατοίκους του Κιέβου. Ο Κύριος τότε, για να σώσει τους ανθρώπους από τον φρικτό θάνατο της πείνας αλλά και να δοξάσει τον πιστό δούλο Του Πρόχορο, έκανε να φυτρώσουν στη γύρω περιοχή τόσα πολλά λέμπεντα, όσα ποτέ άλλοτε. Ο όσιος, ακούραστος, μάζευε ασταμάτητα το χόρτο σε μεγάλες ποσότητες, ετοίμαζε μέρα-νύχτα ψωμιά και τα μοίραζε στους φτωχούς και πεινασμένους.
Μερικοί θέλησαν να τον μιμηθούν και να φτιάξουν μόνοι τους ψωμί από λέμπεντα. Ήταν, όμως, αδύνατο να το γευθούν, γιατί έγινε πικρό σαν αψιθιά και μαύρο σαν κάρβουνο. Τότε κατάλαβαν ότι κάποιο θαύμα επιτελούσε ο μεγαλοδύναμος Θεός με τον Πρόχορο, και δεν επιχείρησαν άλλη φορά να τον μιμηθούν. Όλοι όσοι είχαν ανάγκη ψωμιού απευθύνονταν στον όσιο. Κι εκείνος κανέναν δεν άφηνε να φύγει με άδεια χέρια. Το ψωμί που τους έδινε, πράγμα ανεξήγητο, όχι μόνο δεν πίκριζε, αλλά ήταν γλυκό και πεντανόστιμο, καλύτερο κι από το σταρένιο.
Συνέβη όμως κι ένα άλλο παράδοξο.
Κάποιος αδελφός, αφού δοκίμασε να φτιάξει μόνος του ψωμί από λέμπεντα και απέτυχε, σκέφτηκε να πάρει κρυφά από τα ψωμιά του οσίου Προχόρου. Πήρε μία και δύο και τρεις φορές. Κάθε φορά όμως που το δοκίμαζε, έβρισκε πως ήταν πικρό. Ντράπηκε ν’ αποκαλύψει στον όσιο την αμαρτία του. Τελικά, βασανισμένος από την πείνα, πήγε και διηγήθηκε την πράξη και το πάθημά του στον ηγούμενο Ιωάννη.
Ο ηγούμενος δεν τον πίστεψε στην αρχή. Έστειλε έναν άλλο αδελφό να πάρει κι εκείνος κρυφά ένα από τα ψωμιά του Προχόρου. Ούτε κι αυτό όμως μπόρεσαν να το γευθούν από τη μεγάλη του πικράδα. Θέλοντας να διαλευκάνει οπωσδήποτε το μυστήριο, ο ηγούμενος σκέφτηκε ένα άλλο τέχνασμα.
– Πήγαινε στον πατέρα Πρόχορο, είπε στον αδελφό, και ζήτησέ του ένα ψωμί για μένα. Καθώς θα φεύγεις όμως, πάρε κρυφά άλλο ένα και φέρ’ το κι αυτό εδώ.
Ο αδελφός εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή. Σε λίγο παρουσιάστηκε με δύο ψωμιά. Αλλά νά! Το ψωμί που πήρε από τα χέρια και με την ευλογία του οσίου ήταν χρυσόχρωμο και γλυκόγευστο, ενώ το άλλο ήταν μαύρο και κατάπικρο.
Μετά κι απ’ αυτή την επιβεβαίωση, το θαύμα διαδόθηκε παντού και δόξασαν όλοι, μοναχοί και λαός, τον φιλάνθρωπο Κύριο, που έστειλε βοήθεια στους πεινασμένους δια μέσου του θαυματουργού οσίου.
Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Έκδοση δεκάτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 192.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου