Ιωάννης Στόγιας
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα που διαθέτει ο άνθρωπος και τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλογα ζώα είναι η διάκριση. Βέβαια συχνά ακούμε αυτή τη λέξη, αλλά τι ακριβώς σημαίνει είναι πολύ δύσκολο να το προσδιορίσει κανείς.
Ρώτησα και γω κάποτε ένα γέροντα καλόγερο να μου πει, πώς αισθάνεται τη διάκριση. Χαμογέλασε και μου είπε:
– Είναι το δύσκολο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Και συχνά έχει ασαφή όρια. Παράδειγμα η νηστεία. Αν δε φας, γρήγορα εξαντλείσαι και δεν είσαι σε θέση να κάνεις κάποια βαριά δουλειά. Σου κόβονται τα πόδια, τρέμουν τα γόνατα.
Αν πάλι φας λίγο παραπάνω, βαρυστομαχιάζεις και είναι δύσκολο να δουλέψεις. Ξέχωρα που το παραπανίσιο φαγητό είναι λαιμαργία. Και σαν λαιμαργία για μας τους καλόγερους αυτό είναι θανάσιμο αμάρτημα.
Πόσο λοιπόν δύσκολο πράγμα είναι να βρεις τη χρυσή εκείνη τομή, το «άριστον μέτρον», για το οποίο τόσο σοφά αποφάνθηκαν λακωνικά οι αρχαίοι Έλληνες ;
Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να έχει πάντοτε ασφαλείς κρίσεις σε σημείο που να αισθάνεται ήσυχος απέναντι στη συνείδησή του; Φοβάμαι οτι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο.
Γενικά πάντως ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ούτε απόλυτος στις κρίσεις του, ούτε βιαστικός στις αποφάσεις του.
Γιατί είναι παραδεκτό από πολλούς Πατέρες οτι ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να πλανηθεί στην κρίση του. Και ιδίως όταν πρόκειται για άλλον άνθρωπο.
Γι’ αυτό και ο Κύριος συνέστησε σε απαγορευτικό τόνο: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε». Την εξουσία του Κριτή την κράτησε ο Θεός μονάχα για τον εαυτό του.
Κάτω από διαφορετικές συνθήκες και περιστάσεις ο άνθρωπος για την ίδια υπόθεση μπορεί να βγάλει άλλο αποτέλεσμα. Πιθανόν δε να είναι και οι δύο κρίσεις σωστές, όπως μπορεί να βγουν και οι δύο λάθος.
Ακόμη στη κρίση μας σοβαρό ρόλο πολλές φορές παίζει και η προκατάληψη, που έχουμε για κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός.
Συνιστά δε ο Αγιορείτης πατέρας: Μακριά από μας το γνωστό εκείνο και τόσο εσφαλμένο «Μήπως μπορεί να βγει τίποτα καλό από τη Ναζαρέτ;»
Κι όμως βγήκε. Βγήκε ο γλυκύς Ναζωραίος!
Κάλλιστα λοιπόν μπορεί να βγει, όπως βέβαια μπορεί και να μη βγει.
Ακόμη είναι πολύ καλό ο άνθρωπος, πριν διαμορφώσει οριστική κρίση και απόφαση, ν’ ακούσει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώμες, χωρίς ν’ απορρίψει βιαστικά και μ’ ελαφρότητα καμία.
Ακόμη κι αυτή η γνώμη ενός παιδιού κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβει.
Παρακάτω ο Αγιορείτης πατέρας δίνει ένα πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη διάκριση.
Υποσχέθηκες, λέει, στο Θεό ή σε κάποιον Άγιο –δεν έχει σημασία αυτό– κάποιο τάξιμο, πάντα βέβαια κάτι καλό. Δηλαδή έταξες κάτι να κάνεις ή να προσφέρεις στην εκκλησία. Για παράδειγμα, αρρώστησε κάποιος δικός σου και υποσχέθηκες αν γίνει καλά να αφιερώσεις κάτι στην εκκλησία. Αυτό σημαίνει οτι έχεις την πίστη οτι ο τάδε Άγιος μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό που εσύ ζητάς. Γιατί αν δεν πίστευες οτι έχει αυτή τη δύναμη, ασφαλώς δεν θα έταζες. Δεν τάζει κανείς κάτι εκεί που δεν πιστεύει. Δεν θα έταζες, αν δεν πίστευες.
Και πραγματικά έγινε αυτό που ζητούσες. (Παράδειγμα, θεραπεύτηκε ο συγγενής σου ή απέκτησε παιδί η κόρη σου κλπ.)
Αφού όμως έγινε αυτό που περίμενες, εσύ τώρα αθετείς την υπόσχεσή σου. Ξεχνάς τι έταξες και κάνεις πως δεν θυμάσαι τίποτα. Συχνά μάλιστα αποδίδουμε το θαύμα και στους γιατρούς. Αλλά αφού ήταν καθαρά υπόθεση ιατρικής τότε γιατί έταζες στους Αγίους;
Κάθε αθέτηση του ταξίματος που υποσχέθηκες είναι ασέβεια. Όπως και κάθε αναβολή της πραγματοποίησής του αποτελεί περιφρόνηση προς το Θεό. Γιατί όσο είχες την ανάγκη Του ήσουν γεμάτος θέρμη και πίστη και έταζες «λαγούς με πετραχήλια». Ενώ τώρα που πέρασε η φουρτούνα, παίζεις με τη Δύναμή Του και αρχίζεις να διερωτάσαι, ποιος τελικά έκανε το θαύμα; Οι Άγιοι ή οι γιατροί; Έγινε καλά από θαύμα ή από σύμπτωση;
Ξεχνάς βέβαια οτι εσύ τότε ήσουν γεμάτος δάκρυα και μ’ αναφιλητά παρακαλούσες. Τώρα όλα αυτά ξεχάστηκαν και μπορείς άφοβα να αμφιβάλλεις.
Ποιος όμως μπορεί να παίζει με το Θεό;
Στο σημείο αυτό φαίνεται καθαρά και η διάκριση.
Γιατί εκεί πάνω στη μεγάλη στεναχώρια που είχες, προκειμένου να γίνει καλά ο άνθρωπός σου, έταζες και τι δεν έταζες!
Τώρα όμως που ήρθε η ώρα να τα κάνεις έργα δυσκολεύεσαι να τα κάνεις.
Να λοιπόν που χρειάζεται η διάκριση.
Γιατί αν πραγματικά δεν μπορείς να κάνεις κάτι που έταξες στη δύσκολη εκείνη στιγμή και αυτή η αδυναμία σου είναι πραγματική, τότε βέβαια είσαι συγχωρεμένος. Γιατί κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχος για κάτι που πραγματικά θέλει να κάνει αλλά δεν μπορεί να το κάνει.
Ωστόσο μένει το στίγμα της ανοησίας και της ελαφρότητας που τόσο επιπόλαια και χωρίς διάκριση έταξες κάτι που ήταν μεγαλύτερο από τις δικές σου δυνατότητες.
Και εδώ σκέφτομαι πόσο δίκιο είχαν οι γεροντότεροι όταν συχνά μας συμβούλευαν: «Ό,τι τάζεις να το κάνεις και ό,τι χρωστάς να το πληρώνεις».
Και χρειάζεται προσοχή και διάκριση τι λέμε και τι τάζουμε, ιδίως σε μικρά παιδιά όπου μπορούμε να εκτεθούμε.
Κι ακόμη να μη μας διαφεύγει τι έταξε ο Ηρώδης πάνω στα κέφια του και τι ζήτησε η κόρη του Σαλώμη την επαύριο. Αυτός της έδινε και το μισό βασίλειο αλλά αυτή ζητούσε την κεφαλή του Ιωάννη «επί πίνακι».
Κι από εκείνη την κουβέντα ο Ηρώδης έγινε θύμα της επιπολαιότητάς του.
Χρειάζεται λοιπόν διάκριση και όταν λέμε και όταν κάνουμε κάτι. Δε φτάνει μόνο η καλή διάθεση. Χρειάζεται και η διάκριση. Θέλεις να βοηθήσεις κάποιον; Καλό πράγμα. Αλλά με ποιον τρόπο, ώστε και το καλό να κάνεις και ο ευεργετούμενος να μη θιχτεί και να μην το μάθει κανένας;
Γιατί αν είναι να το μάθουν όλοι τι έκανες, ούτε σαν καλό έργο μετράει, αλλά και αντί να ωφελήσεις μπορεί να ζημιώσεις κιόλας αυτόν που ευεργέτησες. Κάτι τέτοιο είναι φανερά αντίθετο και μ’ αυτά που δίδαξε ο Κύριος ότι «εάν κάνεις ελεημοσύνη, μην την διατυμπανίσεις όπως οι υποκριτές» (Ματθ. 6:2).
Καλότυχοι, λοιπόν, αυτοί που ο Θεός τους χάρισε την αρετή που λέγεται διάκριση.
Από το βιβλίο: Ιωάννης Στόγιας, Πιστοί στην Παράδοση, σελ. 27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου